Κάθε κρίση, έτσι και η υγειονομική κρίση του κορωνοϊού, επέφερε έναν κοινωνικο-οικονομικό αποπροσανατολισμό που δεν άφησε ανεπηρέαστο το πεδίο της εκπαίδευσης. Η έλευση της πανδημίας στην Ελλάδα, οδήγησε στην άμεση διακοπή της λειτουργίας των σχολείων και άλλων σχολικών ιδρυμάτων. Ως εκ τούτου, η περίοδος του «Μένουμε Σπίτι» σηματοδότησε αρχικά τη μετάβαση στο μοντέλο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Στην παρούσα φάση, η αποκλιμάκωση των περιοριστικών μέτρων, σηματοδοτούμενη από τη μετάβαση στην περίοδο του «Μένουμε Ασφαλείς», συνοδεύθηκε από έντονες συζητήσεις αναφορικά στην επιστροφή της εκπαιδευτικής κοινότητας στα θρανία, αλλά και από ακόμη εντονότερες αντιπαραθέσεις σχετικά με την υιοθέτηση ενός υβριδικού μοντέλου διδασκαλίας το οποίο συγκεράζει τη συμβατική διδασκαλία με φυσική παρουσία των μαθητών/τριών στην τάξη και την ταυτόχρονη εξ αποστάσεως συμμετοχή μαθητών/τριών που απουσιάζουν μέσω τηλεκπαίδευσης. Δυστυχώς, όμως, συχνά κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής γίναμε μάρτυρες της εργαλειοποίησης της πολιτικής στη βάση ενός στείρου τεχνοκρατισμού, ο οποίος έχει συχνά ως παράγωγο την αποξένωση των προτεινόμενων μέτρων από την «ενθάδε πραγματικότητα».
Πέραν της χαρτογράφησης των συνεπειών του νέου μοντέλου εκπαίδευσης λόγω της παρούσας κρίσης, η διατύπωση εισηγήσεων προς βελτίωση θεωρείται ως εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου να οδηγηθούμε επιτυχώς στον επαναπροσδιορισμό του οράματος και του περιεχομένου της παιδείας μας. Κατ’ αρχάς, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην εκτενέστερη (τεχνική, αλλά και παιδαγωγική) θεσμοθέτηση του πλαισίου για τη σύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Απαιτείται μεταξύ άλλων η ανάπτυξη αναλυτικών και ωρολογίων προγραμμάτων ειδικά σχεδιασμένων για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, η ενίσχυση του ψηφιοποιημένου εκπαιδευτικού υλικού και εργαλείων, η παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών σε εκπαιδευτικούς, μαθητές/τριες και γονείς για σκοπούς επιτυχούς συμμετοχής στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, η προσφορά προγραμμάτων κατάρτισης στις ψηφιακές, και τέλος, η ανάπτυξη μηχανισμών και δεικτών για την αξιολόγηση των νέων μοντέλων εκπαίδευσης.
Εκτός από τις πρακτικές πτυχές που επιβάλλει η εκπαιδευτική διαχείριση της κρίσης, , θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η δυναμική της ανθρώπινης διαμεσολάβησης, η οποία «διηθίζεται» διαμέσου του «φίλτρου» της συναισθηματικής φόρτισης των άμεσα εμπλεκομένων. Η ούτω καλούμενη «νέα κανονικότητα» μπορεί ευλόγως να μετονομαστεί και ως περίοδος της «νέας αβεβαιότητας», η οποία επιφέρει πλήγμα στον ψυχισμό των ατόμων και κυρίως των παιδιών, γεγονός που επηρεάζει συν τοις άλλοις και τη μαθησιακή διαδικασία. Συνεπώς, το Υπουργείο θα πρέπει να εστιάσει και στην ενδελεχή θεσμοθέτηση ενός πλαισίου ψυχο-κοινωνικής υποστήριξης των μαθητών/τριών, των γονέων τους και των εκπαιδευτικών. Τέλος, η κρίση του κορωνοϊού έφερε στην επιφάνεια πολλές παθογένειες της κοινωνίας μας, όπως η οικονομική ανέχεια, η ενδο-οικογενειακή βία, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση. Οι αρνητικές αυτές κοινωνικές προεκτάσεις αντικατοπτρίζονται στην παιδεία μας προσκόπτοντας την πρόσβαση των παιδιών σε ίσες ευκαιρίες μάθησης, και συνεπώς αμβλύνοντας το χάσμα της κοινωνικο-οικονομικής ανισότητας. Αν όντως θέλουμε η εκπαίδευση να αποτελέσει το μέσο για τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου για τις παρούσες και μελλοντικές γενιές, ο δρόμος είναι μονόδρομος και μας καλεί να χαράξουμε μία και μοναδική διαδρομή για το εκπαιδευτικό μας σύστημα: την οδό προς την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη!
Δρ. Χριστίνα Χατζησωτηρίου, PhD University of Cambridge
Επίκουρη Καθηγήτρια στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Κύπρος