Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Economist: Η Δύση φταίει για τον πόλεμο στην Ουκρανία – «Η επέκταση του ΝΑΤΟ προκάλεσε τη Ρωσία»

Ο διεθνούς φήμης Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Τζον Μερσχάιμερ επιρρίπτει ευθύνες στη Δύση  για τον πόλεμο στην Ουκρανία, σε μακροσκελή ανάλυσή του στον Economist. H αλόγιστη επέκταση του ΝΑΤΟ προκάλεσε τη Ρωσία, γράφει μεταξύ άλλων
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η πιο επικίνδυνη διεθνής σύγκρουση από την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962. Η κατανόηση των βαθύτερων αιτιών της είναι απαραίτητη εάν θέλουμε να εμποδίσουμε την επιδείνωσή της και να βρούμε έναν τρόπο να την τερματίσουμε», λέει ο Μερσχάιμερ. Ο Τζον Τζόζεφ Μερσχάιμερ είναι Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας και μελετητής διεθνών σχέσεων, ο οποίος ανήκει στη ρεαλιστική σχολή σκέψης. Έχει χαρακτηριστεί ως ο πιο επιδραστικός ρεαλιστής της γενιάς του. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν ξεκίνησε τον πόλεμο και είναι υπεύθυνος για το πώς συνεχίζει να διεξάγεται» λέει. Αλλά γιατί το έκανε είναι άλλο θέμα, σημειώνει και αμφισβητεί την στρβλή, κυρίαρχη άποψη στη Δύση ότι είναι ένας παράλογος, επιτιθέμενος που θέλει να δημιουργήσει μια μεγαλύτερη Ρωσία στα πρότυπα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο λέει, εκείνος θα έφερε πλήρως την ευθύνη για την κρίση στην Ουκρανία, κάτι που προφανώς είναι λάθος κατά την άποψή του.
Ο διεθνούς φήμης Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Τζον Μερσχάιμερ επιρρίπτει ευθύνες στη Δύση  για τον πόλεμο στην Ουκρανία,
Ο διεθνούς φήμης Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Τζον Μερσχάιμερ επιρρίπτει ευθύνες στη Δύση για τον πόλεμο στην Ουκρανία,
Ο Μερσχάιμερ κάνει μία ανασκόπηση στο παρελθόν και εξηγεί γιατί η Δύση και κυρίως η Αμερική δημιούργησαν ηθελημένα ένα προβληματικό έδαφος στην Ουκρανία, από την κρίση που πρωτοξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2014. Τονίζει επίσης τονίζει πως οι κυρώσεις που επιβάλλονται στον Πούτιν μπορούν να έχουν μόνο αρνητικές συνέπειες.

Οι απαρχές της κρίσης

Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα στην Ουκρανία ξεκίνησε στη Σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 όταν η τότε κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους ώθησε τη συμμαχία να ανακοινώσει ότι η Ουκρανία και η Γεωργία «θα γίνουν μέλη» της. Το Κρεμλίνο απάντησε αμέσως με οργή, χαρακτηρίζοντας αυτήν την απόφαση απειλή για την ίδια την ύπαρξη της Ρωσίας και υποσχέθηκε να την αποτρέψει. Σύμφωνα με έναν έγκυρο Ρώσο δημοσιογράφο, ο Πούτιν «εξοργίστηκε και προειδοποίησε ότι «αν η Ουκρανία ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, αυτό θα το κάνει χωρίς την Κριμαία και τις ανατολικές περιοχές της. Απλώς θα καταρρεύσει». Η Αμερική αγνόησε την κόκκινη γραμμή της Μόσχας και προώθησε το σχέδιο της να κάνει την Ουκρανία το δυτικό της προπύργιο στα σύνορα με τη Ρωσία. Αυτή η στρατηγική περιλάμβανε δύο άλλα στοιχεία: να φέρει την Ουκρανία πιο κοντά στην ΕΕ και να την κάνει μία φιλοαμερικανική δημοκρατία.

Οι εχθροπραξίες του 2014

Τελικά, αυτές οι προσπάθειες πυροδότησαν μία σειρά από εχθροπραξίες τον Φεβρουάριο του 2014, μετά από μια υποστηριζόμενη απο τις ΗΠΑ εξέγερση, η οποία οδήγησε τον φιλορώσο πρόεδρο της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, να εγκαταλείψει τη χώρα. Σε απάντηση η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία και βοήθησε να ξεκινήσει ένας εμφύλιος πόλεμος στην περιοχή Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας. Η επόμενη μεγάλη αντιπαράθεση ήρθε τον Δεκέμβριο του 2021 και οδήγησε απευθείας στον σημερινό πόλεμο. Η κύρια αιτία ήταν ότι η Ουκρανία θα γινόταν de facto μέλος του ΝΑΤΟ, μία διαδικασία που ξεκίνησε από τον Δεκέμβριο του 2017, όταν η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να πουλήσει «αμυντικά όπλα» στο Κίεβο.

Οι δεσμοί Ουκρανίας και ΗΠΑ

Οι δεσμοί μεταξύ Ουκρανίας και Αμερικής συνέχισαν να ενισχύονται υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν, γεγονός που αντικατοπτρίζεται σε ένα σημαντικό έγγραφο, τη «Χάρτα ΗΠΑ-Ουκρανίας για Στρατηγική Συνεργασία», η οποία υπογράφηκε τον Νοέμβριο από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, και τον Ουκρανό ομόλογό του, Ντμίτρο Κουλέμπα. Στόχος ήταν να «υπογραμμιστεί η δέσμευση από την πλευρά της Ουκρανίας για την εφαρμογή ολοκληρωμένων μεταρρυθμίσεων και σε βάθος, που απαιτούνται για πλήρη ένταξη στους ευρωπαϊκούς και ευρωατλαντικούς θεσμούς». Όπως ήταν αναμενόμενο, η Μόσχα θεώρησε απαράδεκτη αυτήν την κατάσταση και άρχισε να κινητοποιεί τον στρατό της στα σύνορα της Ουκρανίας την περασμένη άνοιξη, στέλνοντας μήνυμα αποφασιστικότητας προς την Ουάσιγκτον. Ωστόσο, αυτό δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν συνέχισε να πλησιάζει την Ουκρανία. Ένα μήνα αργότερα ο Πούτιν ξεκίνησε την εισβολή στην Ουκρανία για να εξαλείψει την απειλή που είδε από το ΝΑΤΟ. Αυτή η ερμηνεία των γεγονότων έρχεται σε αντίθεση με την άποψη που επικρατεί στη Δύση ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ είναι άσχετη με την κρίση της Ουκρανίας, κατηγορώντας αντ’ αυτού τους επεκτατικούς στόχους του Πούτιν. Ο Πούτιν σίγουρα γνωρίζει ότι το κόστος της κατάκτησης και της κατάληψης μεγάλων χερσαίων εκτάσεων στην Ανατολική Ευρώπη είναι κάτι το απαγορευτικό για τη Ρωσία. Όπως είχε πει κάποτε: «Όποιος δεν του λείπει η Σοβιετική Ένωση δεν έχει καρδιά. Όποιος τη θέλει πίσω δεν έχει μυαλό». Πιστεύει στους στενούς δεσμούς μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, παρά το γεγονός ότι η προσπάθεια να πάρει πίσω όλη την Ουκρανία θα ήταν σαν να προσπαθεί «να καταπιεί έναν σκαντζόχοιρο».

Τι μέλλει γενέσθαι

Ο Μερσχάιμερ συμπεραίνει οτι βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, με τη δυτική πολιτική να επιδεινώνει αυτούς τους κινδύνους. Για τους ηγέτες της Ρωσίας, αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία δεν έχει να κάνει με τις «αυτοκρατορικές τους φιλοδοξίες». Πρόκειται για την αντιμετώπιση αυτού που θεωρούν ως άμεση απειλή για το μέλλον της Ρωσίας. Ο Πούτιν μπορεί να εκτίμησε λάθος τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ρωσίας, την αποτελεσματικότητα της ουκρανικής αντίστασης, το εύρος και την ταχύτητα της δυτικής απάντησης, αλλά δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάται το πόσο αδίστακτη μπορεί να γίνει μία μεγάλη δύναμη όταν πιστεύει ότι έχει έρθει σε δεινή θέση. Εντούτοις, η Αμερική και οι σύμμαχοί της διπλασιάζουν την πίεσή τους, ελπίζοντας να επιφέρουν μια ταπεινωτική ήττα στον Πούτιν και ίσως ακόμη και να προκαλέσουν την απομάκρυνσή του από την ηγεσία. Αυξάνουν τη βοήθεια προς την Ουκρανία, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα οικονομικές κυρώσεις προκειμένου να επιβάλουν συντριπτικές τιμωρίες στη Ρωσία, μία κίνηση που ο Πούτιν θεωρεί ως «παρόμοια με την κήρυξη πολέμου» Η Αμερική και οι σύμμαχοί της μπορεί να είναι σε θέση να αποτρέψουν μια ρωσική νίκη στην Ουκρανία αλλά η χώρα θα υποστεί σοβαρή ζημιά έτσι κι αλλιώς -αν δεν διαμελιστεί κιόλας. Επιπλέον, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος κλιμάκωσης πέρα από την Ουκρανία, για να μην αναφέρουμε τον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου. Εάν η Δύση όχι μόνο εμποδίσει τη Μόσχα στα πεδία μάχης της Ουκρανίας αλλά κάνει επίσης σοβαρή και μόνιμη ζημιά στη ρωσική οικονομία, στην πραγματικότητα είναι σαν να ωθεί μια μεγάλη δύναμη στο χείλος του γκρεμού. Και τότε ο Πούτιν μπορεί να στραφεί και στα πυρηνικά όπλα. Σε αυτό το σημείο που βρισκόμαστε είναι αδύνατον να γνωρίζουμε τους όρους με τους οποίους θα έρθει το τέλος του πολέμου. Αλλά, αν δεν κατανοήσουμε τη βαθιά αιτία του δεν θα μπορέσουμε να τον τερματίσουμε προτού η Ουκρανία καταστραφεί ολοκληρωτικά και το ΝΑΤΟ καταλήξει σε πόλεμο με τη Ρωσία. Μόλις ξεκίνησε η κρίση οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι την είχαν προκαλέσει, προσπαθώντας να ενσωματώσουν την Ουκρανία στη Δύση. Δήλωσαν ότι η πραγματική πηγή του προβλήματος ήταν ο ρεβανσισμός της Ρωσίας και η επιθυμία της να κυριαρχήσει, αν όχι, να κατακτήσει την Ουκρανία»

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ