«Οι πλημμύρες στη Μαγνησία και οι εκτεταμένες πυρκαγιές του καλοκαιριού σε όλη τη χώρα είναι εικόνες δυστοπίας», δήλωσε η Έφη Αχτσιόγλου στο “MEGA” και πρόσθεσε: «Ο πρωθυπουργός επανέλαβε στην κ. Σακελλαροπούλου αυτονόητες διαπιστώσεις, ότι έχουμε κλιματική κρίση και ότι θα πρέπει οι πολίτες να ακούν τις οδηγίες της Πολιτικής Προστασίας. Αυτά τα γνωρίζουμε. Το ερώτημα είναι τι κάνει η κυβέρνηση; Δουλειά της δεν είναι να κάνει διαπιστώσεις».
Ακολούθως έθεσε μία σειρά ερωτήματα: «Είχαν γίνει αντιπλημμυρικά έργα στις πληγείσες περιοχές; Είχαν καθαριστεί τα ρέματα και τα φρεάτια; Είχαν ενημερωθεί εγκαίρως οι δήμοι για τις απαραίτητες ενέργειες; Γιατί δεν υπήρχε η ετοιμότητα, η οποία όπως λέει ο κ. Μητσοτάκης είναι κύριο χαρακτηριστικό του επιτελικού κράτους;» για να προσθέσει: «βλέπουμε πως το επιτελικό κράτος δεν είναι μόνο ανίκανο, αλλά τελικά είναι και εγκληματικό».
Για τις πυρκαγιές και την τεράστια οικολογική καταστροφή υπογράμμισε πως «η κυβέρνηση έχει για πέμπτο καλοκαίρι υπό τη διαχείρισή της τον κρατικό μηχανισμό. Έγιναν έργα πρόληψης; Δεν έγιναν. Υπήρχαν στελεχωμένες δασικές υπηρεσίες; Δεν υπήρχαν. Αντιθέτως σταμάτησε πρόγραμμα 5.000 εργαζομένων στη δασοπροστασία που λειτουργούσε το 2019. Το πρώτο επίπεδο είναι η πρόληψη, η δασοπροστασία και ο καθαρισμός των δασών. Το δεύτερο επίπεδο είναι η καταστολή και η κατάσβεση των πυρκαγιών, όπου υπάρχουν εμφανή κενά. Δεν έγινε επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό και μέσα. Μόνο εκ των υστέρων ανακοινώνονται κάποιες προσλήψεις».
Αναφερόμενη στην υποψηφιότητά της τόνισε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., με εμένα πρόεδρό του, μπορεί να διαμορφώσει ένα πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία, η οποία θα δείξει την έξοδο στον κ. Μητσοτάκη και στην κυβέρνηση της ΝΔ. Προϋπόθεση είναι να διαμορφωθεί ένα τέτοιο πλειοψηφικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία».
Υποστήριξε ακόμη πως «οι πολίτες δεν είναι ικανοποιημένοι από την καθημερινότητά τους, είτε αυτή αφορά στα φαινόμενα ανασφάλειας λόγω της κλιματικής κρίσης και της βίας, είτε στα ζητήματα της οικονομίας. Ο κ. Μητσοτάκης εμπεδώνει στην κοινωνία το αίσθημα των μηδενικών προσδοκιών, ότι αυτό που ζούμε είναι το καλύτερο που μπορούμε να έχουμε».