Το παγκόσμιο χρέος ανέρχεται στο πρωτοφανές ποσό των 91 τρισ. δολαρίων, ποσό σχεδόν ίσο με το μέγεθος της παγκόσμιας οικονομίας, το οποίο τελικά θα επιβαρύνει σημαντικά τους πληθυσμούς τους.
Το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί τόσο πολύ -εν μέρει λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού- που αποτελεί πλέον αυξανόμενη απειλή για το βιοτικό επίπεδο ακόμη και στις πλούσιες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Ωστόσο, σε μια εκλογική χρονιά ανά τον κόσμο, οι πολιτικοί αγνοούν σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα, μη θέλοντας να είναι ειλικρινείς με τους ψηφοφόρους σχετικά με τις αυξήσεις φόρων και τις περικοπές δαπανών που απαιτούνται για την αντιμετώπιση του δανεισμού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δίνουν ακόμη και σπάταλες υποσχέσεις που θα μπορούσαν να εκτοξεύσουν και πάλι τον πληθωρισμό και να προκαλέσουν ακόμη και μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) επανέλαβε την περασμένη εβδομάδα την προειδοποίησή του ότι τα «χρόνια δημοσιονομικά ελλείμματα» στις ΗΠΑ πρέπει να αντιμετωπιστούν «επειγόντως». Οι επενδυτές συμμερίζονται εδώ και καιρό αυτή την ανησυχία για τη μακροπρόθεσμη πορεία των οικονομικών της αμερικανικής κυβέρνησης. «Τα συνεχιζόμενα ελλείμματα και το αυξανόμενο βάρος του χρέους έχουν (τώρα) καταστήσει αυτό περισσότερο μεσοπρόθεσμη ανησυχία”, δήλωσε στο CNN ο Ρότζερ Χάλαμ, παγκόσμιος επικεφαλής επιτοκίων της Vanguard, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στον κόσμο.
Καθώς το βάρος του χρέους αυξάνεται σε όλο τον κόσμο, οι επενδυτές γίνονται όλο και πιο ανήσυχοι. Στη Γαλλία, η πολιτική αναταραχή λόγω επικράτησης της ακροδεξιάς έχει εντείνει τις ανησυχίες για το χρέος της χώρας, στέλνοντας τις αποδόσεις των ομολόγων, ή τις αποδόσεις που ζητούν οι επενδυτές, στα ύψη. Ο πρώτος γύρος των πρόωρων γαλλικών εκλογών της 30ης Ιουνίου έδειξε ότι ορισμένοι από τους χειρότερους φόβους της αγοράς μπορεί να μην επαληθευτούν. Αλλά ακόμη και χωρίς το φάσμα μιας άμεσης χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερες αποδόσεις για να αγοράσουν το χρέος πολλών κυβερνήσεων, καθώς τα ελλείμματα μεταξύ δαπανών και φόρων διογκώνονται.
«Μονόδρομος» οι αυξήσεις φόρων και οι περικοπές κοινωνικών παροχών
Υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σημαίνει λιγότερα χρήματα διαθέσιμα για κρίσιμες δημόσιες υπηρεσίες ή για την αντιμετώπιση κρίσεων όπως η οικονομική κατάρρευση, οι πανδημίες ή οι πόλεμοι.
Δεδομένου ότι οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων χρησιμοποιούνται για την τιμολόγηση άλλων χρεών, όπως τα ενυπόθηκα δάνεια, η αύξηση των αποδόσεων σημαίνει επίσης υψηλότερο κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, γεγονός που πλήττει την οικονομική ανάπτυξη. Καθώς τα επιτόκια αυξάνονται, οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώνονται και οι κυβερνήσεις είναι λιγότερο σε θέση να δανειστούν για να ανταποκριθούν σε οικονομικές υφέσεις.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος χρέους των ΗΠΑ θα απαιτήσει είτε αυξήσεις φόρων είτε περικοπές σε παροχές, όπως η κοινωνική ασφάλιση και τα προγράμματα ασφάλισης υγείας, δήλωσε η Κάρεν Ντάιναν, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών και νυν καθηγήτρια στη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ. «Πολλοί (σ.σ. πολιτικοί) δεν είναι πρόθυμοι να μιλήσουν για τις δύσκολες επιλογές που θα πρέπει να γίνουν. Πρόκειται για πολύ σοβαρές αποφάσεις… και θα μπορούσαν να έχουν μεγάλες συνέπειες για τις ζωές των ανθρώπων» σημείωσε.
Ο Κένεθ Ρόγκοφ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, συμφωνεί ότι οι ΗΠΑ και άλλες χώρες θα πρέπει να κάνουν επώδυνες προσαρμογές. Το χρέος «δεν είναι πια δωρεάν», δήλωσε στο CNN.
«Στη δεκαετία του 2010, πολλοί ακαδημαϊκοί, υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και κεντρικοί τραπεζίτες κατέληξαν στην άποψη ότι τα επιτόκια θα είναι κοντά στο μηδέν για πάντα και μετά άρχισαν να πιστεύουν ότι το χρέος ήταν ένα δωρεάν γεύμα. Αυτό ήταν πάντα λανθασμένο, διότι μπορείτε να σκεφτείτε ότι το δημόσιο χρέος είναι σαν να κρατάτε ένα ενυπόθηκο δάνειο με ευέλικτο επιτόκιο και, αν τα επιτόκια αυξηθούν απότομα, οι πληρωμές των τόκων σας θα αυξηθούν πολύ. Και αυτό ακριβώς συνέβη σε όλο τον κόσμο» πρόσθεσε ο Ρόγκοφ.
«Συνωμοσία σιωπής»
Στις ΗΠΑ, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα δαπανήσει 892 δισεκατομμύρια δολάρια κατά το τρέχον οικονομικό έτος για πληρωμές τόκων – περισσότερα από όσα έχει προβλέψει για την άμυνα και πλησιάζουν τον προϋπολογισμό για το Medicare, την ασφάλιση υγείας για ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρία.
Το επόμενο έτος, οι πληρωμές τόκων θα ξεπεράσουν το ένα τρισ. δολάρια για εθνικό χρέος άνω των 30 τρισ. δολαρίων, το οποίο από μόνο του είναι ένα ποσό περίπου ίσο με το μέγεθος της αμερικανικής οικονομίας, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, τον δημοσιονομικό παρατηρητή του Κογκρέσου. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου βλέπει το χρέος των ΗΠΑ να φτάνει το 122% του ΑΕΠ σε μόλις 10 χρόνια από τώρα. Και το 2054, το χρέος προβλέπεται να φθάσει το 166% του ΑΕΠ, επιβραδύνοντας την οικονομική ανάπτυξη.
Πόσο χρέος είναι λοιπόν υπερβολικό; Οι οικονομολόγοι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει ένα «προκαθορισμένο επίπεδο στο οποίο συμβαίνουν άσχημα πράγματα στις αγορές», αλλά οι περισσότεροι υπολογίζουν ότι αν το χρέος φτάσει το 150% ή το 180% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), αυτό σημαίνει «πολύ σοβαρό κόστος για την οικονομία και την κοινωνία ευρύτερα», δήλωσε η Κάρεν Ντάιναν.
Παρά την αυξανόμενη ανησυχία για το χρέος της αμερικανικής κυβέρνησης, ούτε ο Τζο Μπάιντεν ούτε ο Ντόναλντ Τραμπ, οι κύριοι υποψήφιοι για τις προεδρικές αμερικανικές εκλογές του 2024, υπόσχονται δημοσιονομική πειθαρχία ενόψει των εκλογών. Κατά τη διάρκεια του πρώτου τηλεοπτικού προεδρικού debate την περασμένη εβδομάδα, το οποίο φιλοξένησε το CNN, κάθε υποψήφιος κατηγόρησε τον άλλον ότι επιδεινώνει την κατάσταση του χρέους της Αμερικής, είτε μέσω φορολογικών περικοπών από τον Τραμπ είτε μέσω πρόσθετων δαπανών από τον Μπάιντεν.
Οι Βρετανοί πολιτικοί έχουν επίσης βάλει το κεφάλι τους στην άμμο ενόψει των γενικών εκλογών της 4ης Ιουλίου. Το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών (IFS), ένα think tank με επιρροή, κατήγγειλε μια «συνωμοσία σιωπής» μεταξύ των Συντηρητικών και των Εργατικών, σχετικά με την κακή κατάσταση των δημοσιονομικών της Βρετανίας.
«Ανεξάρτητα από το ποιος θα αναλάβει την εξουσία μετά τις εκλογές, θα βρεθεί -εκτός αν σταθεί τυχερός- σύντομα αντιμέτωπος με μια σκληρή επιλογή», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο διευθυντής του IFS, Πολ Τζόνσον. «Να αυξήσουν τους φόρους περισσότερο από ό,τι μας είπαν στις διακηρύξεις τους, ή να εφαρμόσουν περικοπές σε ορισμένους τομείς των δαπανών, ή να δανειστούν περισσότερο και να αρκεστούν στην αύξηση του χρέους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» πρόσθεσε.
Οι χώρες που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του χρέους αγωνίζονται. Στη Γερμανία, οι συνεχιζόμενες εσωτερικές διαμάχες για τα όρια του χρέους έχουν θέσει τον τριμερή κυβερνητικό συνασπισμό της χώρας υπό τεράστια πίεση. Η πολιτική αντιπαράθεση θα μπορούσε να κορυφωθεί αυτόν τον μήνα. Στην Κένυα, τα πλήγματα από τις προσπάθειες να αντιμετωπιστεί το βάρος του χρέους της χώρας ύψους 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων ήταν πολύ χειρότερα. Οι προτεινόμενες αυξήσεις φόρων προκάλεσαν πανεθνικές διαμαρτυρίες, οι οποίες έχουν στοιχίσει τη ζωή σε 39 ανθρώπους, γεγονός που ώθησε τον πρόεδρο William Ruto να ανακοινώσει την περασμένη εβδομάδα ότι δεν θα υπογράψει τις προτάσεις σε νόμο.
Πηγή: CNN
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γκεοργκίεβα (ΔΝΤ): Σκοτεινιάζουν οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας
ΔΝΤ: Εγκρίθηκε η ίδρυση ενός νέου ταμείου πιστωτικής διευκόλυνσης χωρών με χαμηλά εισοδήματα