Ήρθε να καταστρέψει ό,τι είχε απομείνει, να σβήσει ανάσες, να γκριζάρει ζωές και όνειρα, να γεμίσει αποκαΐδια τις ελπίδες.
Ο Ιωάννης Γρυπάρης πολύ εύστοχα στις «Εστιάδες» την είχε περιγράψει σαν του Κακού το Πνεύμα:
Βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί πάν’ απ’ την πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή, τρόμου φωνή – κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.
«Έσβησε η άσβηστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ’ ελπίδα πως μπορεί να ’ν ψεύτρα η συμφορά, παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.
Και τώρα μέσα στη ζέουσα στάχτη, οι αποτεφρωμένες μνήμες που έγιναν προσάναμμα για μία ακόμη φορά θα μας υπενθυμίσουν, ίσως για τελευταία φορά, την ευθύνη όλων μας απέναντι στη φύση και τη ζωή την ίδια που σηκώνουμε στους ώμους.
Μια τελευταία υπενθύμιση…
Τα σπίτια, τις μάντρες μπορεί να τα ξαναφτιάξουμε, μπορεί να έχουμε την υπομονή να περιμένουμε να ξαναμεγαλώσουν τα δέντρα, αλλά κανείς μας δεν γνωρίζει αν η ζωή σε έναν πλανήτη που πληγώνουμε μπορεί να περιμένει όσο εμείς…
-Σςςς, του είπε, μην μιλάς! Αφουγκράσου!
Δεν ακούς το τραγούδι των ξύλων;
Για σένα μιλεί.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί