Πολλά γράφτηκαν, πολλά ακούστηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα γύρω από τη διεξαγωγή του 37ου Συνεδρίου της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) και σίγουρα περισσότερα συνοδεύουν τον απόηχο της δημοκρατικής ολοκλήρωσής του. Το εκλογικό συνέδριο της Συνομοσπονδίας των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα έγινε -επιτέλους- την 25η Φεβρουαρίου 2020, στην περιοχή Καβούρι Αττικής, ημέρα ηλιόλουστη και δημοκρατική. Όπως άλλωστε είχε «προβλέψει» σε δηλώσεις του και ο πρόεδρος Γιάννης Παναγόπουλος, έγινε και ήταν…«μέρα μεσημέρι»!
Γράφει ο Δημήτρης Καραγεωργόπουλος – Μέλος Διοίκησης ΓΣΕΕ & Υπεύθυνος Τύπου
Πάνω από 500 σύνεδροι, εργαζόμενοι, δημοσιογράφοι, ξένοι και Έλληνες παρατηρητές, βρίσκονταν εντός του Ξενοδοχειακού συγκροτήματος «ΑΠΟΛΛΩΝ», άπαντες θεματοφύλακες και εγγυητές της τήρησης των καταστατικών διαδικασιών του οργάνου, ώστε να μην αμφισβητηθεί η νομιμότητα της εκλογικής διαδικασίας από κανέναν. Και η νομιμότητα τηρήθηκε και εφαρμόστηκε και η τελευταία λέξη του καταστατικού, του νόμου και όσων η δικαστική απόφαση διορισμού προσωρινής διοίκησης επέβαλλε. Και οφείλουμε άπαντες να ευχαριστήσουμε το προσωπικό της ΓΣΕΕ για την υποβοήθηση του έργου μας, αλλά και τους συναδέλφους παρατηρητές για την πολύτιμη παρουσία τους.
Έξω από το χώρο του συνεδρίου, περί τους 2.000 φίλοι του Π.Α.ΜΕ και μέλη του ΚΚΕ, από τα άγρια χαράματα «διαμαρτύρονταν» (γιατί άραγε;), ενάντια σε μια καθόλα δημοκρατική διαδικασία. Μια δημοκρατική διαδικασία που έμελλε να επικυρώσει ένα εκλογικό αποτέλεσμα, που, εδώ και ένα χρόνο, η ηγεσία του Π.Α.ΜΕ αδυνατεί να δικαιολογήσει με πειστικά επιχειρήματα στα μέλη της. Γι’ αυτό άλλωστε μας ζητούσαν να παρανομήσουμε, ώστε να διαμορφωθούν ευνοϊκοί για την παράταξη της ΔΑΣ (ΠΑΜΕ-ΚΚΕ) συσχετισμοί. Να παραβιάσουμε το καταστατικό μας και να αλλοιώσουμε την πραγματική βούληση εκατοντάδων χιλιάδων συνδικαλιζόμενων εργαζομένων, που συμμετείχαν σε χιλιάδες εκλογικές διαδικασίες πρωτοβάθμιων σωματείων και δευτεροβάθμιων οργανώσεων. Δεν τους πέρασε μια τέτοια απαίτηση και έπρεπε να στηθεί σκηνικό έντασης και κρίσης στα συνδικάτα, κυρίως για να ικανοποιηθεί το εσωτερικό τους ακροατήριο. Έπρεπε να φτάσουν σε ακρότητες, να διαλύσουν βίαια 2 εκλογικά συνέδρια της ΓΣΕΕ, καθώς επίσης και εκείνα της ΟΙΥΕ, της ΠΟΕΜ, του Εργατικού Κέντρου Πάτρας, για να καταλήξουν στις -από μικροφώνου- «ηρωικές» ανακοινώσεις ότι…«νικήσαμε σύντροφοι, δεν κατάφεραν να πετάξουν το Π.Α.ΜΕ εκτός ΓΣΕΕ».
Αλήθεια, ποιος ήθελε να πετάξει το Π.Α.ΜΕ εκτός ΓΣΕΕ; Πότε και από ποιους εκδηλώθηκε μια τέτοια «επίθεση» σε βάρος των επονομαζόμενων «ταξικών δυνάμεων»; Αστεία πράγματα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από αυτό. Στη ΓΣΕΕ, εδώ και δεκαετίες, συνυπάρχουν όλες οι δυνάμεις. Παρά τις διασπαστικές και διαλυτικές τάσεις των δυνάμεων του Π.Α.ΜΕ, ουδέποτε διανοήθηκε κανείς ή απεργάστηκε σχέδια εκτοπισμού τους από τα όργανα διοίκησης. Αφενός διότι μια τέτοια ενέργεια θα ήταν εξόχως αντιδημοκρατική, αφετέρου οι δυνάμεις που συγκροτούμε την πλειοψηφία της Συνομοσπονδίας υποστηρίζουμε βαθύτατα το δημοκρατικό και πλουραλιστικό προσανατολισμό της ανώτατης οργάνωσης των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Έχουμε μάθει να συνυπάρχουμε, να συναποφασίζουμε, να συνθέτουμε όλα τα χρόνια. Καταβάλλουμε τεράστιες προσπάθειες για να διατηρηθεί η οργανωτική ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας, να συνυπάρχουν δηλαδή όλες οι ιδεολογικοπολιτικές δυνάμεις σε μια τριτοβάθμια οργάνωση, αποτελεί πρωτοτυπία και κατάκτηση του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος συνάμα. Αξίζει λοιπόν να δώσουμε πολλές ευκαιρίες ακόμα σε αυτό το μοντέλο, παρά το γεγονός ότι το Π.Α.ΜΕ καταβάλει «φιλότιμες» προσπάθειες να διαλύσει τα πάντα.
Δυστυχώς για το Π.Α.ΜΕ, εμείς έχουμε μάθει να συνυπάρχουμε με τους «εμπρηστές» και να σβήνουμε τις πυρκαγιές τους. Κάθε νέα κατάσβεση και ένα νέο μάθημα δημοκρατίας!
Όμως, με την ολοκλήρωση των εκλογικών διαδικασιών, η επόμενη ημέρα στα συνδικάτα δεν είναι μια εύκολη ημέρα. Το εκλογικό αποτέλεσμα, κυρίως για όλους όσοι έχουμε την τιμή να εκλεγόμαστε με τις παρατάξεις που συνθέτουν το προεδρείο της ΓΣΕΕ, μας γεμίζει με ευθύνες και νέα καθήκοντα. Οι όποιοι πανηγυρισμοί και οι «ευθυμίες» για την αύξηση της σφαίρας επιρροής των παρατάξεων της πλειοψηφίας στο νέο Διοικητικό Συμβούλιο, γρήγορα θα πρέπει να αντικατασταθούν με σκληρή δουλειά, με δράσεις και παρεμβάσεις σε κάθε χώρο εργασίας, σε κάθε κλάδο. Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα αναμένουν από εμάς απαντήσεις σε σειρά προκλήσεων. Επιβάλλεται να διοργανώσουμε, όπως εξήγγειλε και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, συνέδριο θέσεων μέσα από το οποίο θα επεξεργαστούμε και θα συνδιαμορφώσουμε το νέο διεκδικητικό πλαίσιο των συνδικάτων.
Θα πρέπει να δώσουμε απαντήσεις και να έχουμε θέσεις π.χ. στην πρόκληση των νέων μεταναστευτικών ροών, στην οργάνωση των millennials ή της γενιάς «Ζ» στα συνδικάτα, στην πρόκληση της πλήρους εφαρμογής του ευρωπαϊκού πυλώνα των κοινωνικών δικαιωμάτων, σε δράσεις για την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος, στην ελεύθερη κυκλοφορία των ευρωπαίων εργαζομένων και τον τερματισμό του κοινωνικού ντάμπινγκ, στις διεκδικήσεις των ευρωπαϊκών συνδικάτων για ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για την αύξηση του επιπέδου της εθνικής κοινωνικής νομοθεσίας, στην οργάνωση του «γραφείου του μέλλοντος» και στις μεταβολές που επιφέρει η τεχνητή νοημοσύνη στις εργασιακές σχέσεις, κ.λ.π
Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι τα συνδικάτα, στον ευρωπαϊκό τουλάχιστον χώρο, είχαν από τη δημιουργία τους πάντοτε ένα διπλό ρόλο: Ήταν δύναμη της αγοράς εργασίας, με στόχο την υπεράσπιση των άμεσων υλικών συμφερόντων των εργαζομένων και, ταυτόχρονα, κοινωνικοπολιτική δύναμη αμφισβήτησης, που έθετε ευρύτερους στόχους κοινωνικής χειραφέτησης, «αντίπαλη δύναμη» που αντιπαρέθετε τις δικές της αξίες της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας στην ανταγωνιστική λογική της αγοράς και των κοινωνικών σχέσεων που απέρρεαν από αυτή. Στην ιστορική τους διαδρομή και ανάλογα με τις γενικότερες συνθήκες υπερίσχυσε άλλοτε η μία και άλλοτε η άλλη λειτουργία τους. Στις σημερινές συνθήκες, που ο στόχος της συνεχούς βελτίωσης της οικονομικής θέσης των εργαζομένων επιτυγχάνεται βραδέως, ο περιορισμός των συνδικάτων στον οικονομικό τους ρόλο δεν μπορεί να διασφαλίσει τις επιτυχίες και την επιβίωση τους. Και εκεί έγκειται η μεγάλη σύγκρουση με τις δυνάμεις του Π.Α.ΜΕ. Ως συνδικαλιστικός βραχίονας κόμματος, ποτέ δεν διαδραμάτισε ούτε τον έναν, ούτε τον άλλο ρόλο.
Γενικά δεν διαθέτει ευελιξία και συνεπώς αδυνατεί να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Ασχέτως λοιπόν της συμπεριφοράς αυτών των μειοψηφικών δυνάμεων εντός του συνδικαλιστικού κινήματος, για να διασφαλιστεί η επιβίωση των συνδικάτων, είμαστε υποχρεωμένοι να επανεξετάσουμε τους στρατηγικούς προσανατολισμούς μας στην κατεύθυνση της επανασύνδεσης των καθημερινών οικονομικών αγώνων, της συνδικαλιστικής πράξης γενικότερα, με τον αγώνα για την αλλαγή των «κανόνων του παιχνιδιού», με μια εναλλακτική κοινωνική πρόταση, που δεν μπορεί, όμως, ούτε να παραπέμπει σε ένα αφηρημένο σχέδιο, χωρίς βάση στη σημερινή πραγματικότητα, ούτε να συνδέεται με αποτυχημένες και καταδικασμένες στη συνείδηση του κόσμου αντιλήψεις και πρακτικές. Αντίθετα, θα πρέπει να συνδέεται με ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα για την αλλαγή του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας το οποίο θα μπορεί να στηριχθεί και να κινητοποιήσει υπαρκτές σήμερα κοινωνικές δυνάμεις.
Αυτό σημαίνει ότι το συνδικαλιστικό κίνημα θα πρέπει να απομακρυνθεί από τον παραδοσιακό καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στο κόμμα και το συνδικάτο (η πλειοψηφία των δυνάμεων στα συνδικάτα ήδη το πράττουν), να αποκαταστήσει μια μεγαλύτερη επαφή με την υπόλοιπη κοινωνία, να ξαναζωντανέψει στο εσωτερικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης τον ιδεολογικό και πολιτικό προβληματισμό και το σχετικό παιδαγωγικό της έργο, και να δώσει τη μάχη για έννοιες που σήμερα αλλοιώνονται, διαστρεβλώνονται ή καθίσταται κενές περιεχομένου, και χρησιμοποιούνται με τρόπο που δημιουργεί συγχύσεις και οδηγεί στον αποπροσανατολισμό.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να δούμε πως θα υπάρξουν εκπροσωπήσεις στις διάφορες νέες ομάδες των υψηλά ειδικευμένων υπαλλήλων (οι οποίοι, όπως έχουμε δει, δεν εντάσσονται εύκολα στις παραδοσιακές οργανωτικές μορφές), όπως και μορφές εκπροσώπησης που έχοντας ως βάση τον τόπο της κατοικίας, θα αναφέρονται σε όλους τους εργαζόμενους μιας περιοχής και στις οποίες θα μπορούν να βρουν πρόσβαση συλλογικής έκφρασης και ομάδες του κόσμου της εργασίας όπως οι άνεργοι, οι ευκαιριακά απασχολούμενοι, οι εργαζόμενοι στο σπίτι, οι φαινομενικά αυτοαπασχολούμενοι, κλπ.
Ως εκ τούτου, η πρόταση για ένα συνέδριο θέσεων της ΓΣΕΕ θα πρέπει να αποτελέσει πρόκληση για όλες τις δυνάμεις που συνθέτουν τη Συνομοσπονδία. Η ΓΣΕΕ, εκ των πραγμάτων εισέρχεται σε φάση έντονης ζύμωσης για το μέλλον της και συνεπακόλουθα για το μέλλον των συνδικάτων και του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Θα ήταν ευχής έργον εάν γινόταν συνειδητό ότι επείγει να λάβουμε ΟΛΟΙ μέρος σε μια τέτοια συζήτηση. Όχι μόνο για να ζητάμε κατανόηση και στήριξη για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στα μέτωπα της οικονομίας, αλλά για να πείσουμε τους εργαζόμενους (και να αποδείξουμε στους εαυτούς μας) ότι γνωρίζουμε τη σημασία της θέσης μας στην κοινωνία, να δείξουμε ότι έχουμε εμπειρίες να εκθέσουμε και ιδέες να αναπτύξουμε, που θα είναι χρήσιμες για την περαιτέρω εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος.