Σε νέα μείωση επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης (την 4η για το 2024) προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη συνεδρίαση της Πέμπτης, όπως ευρέως προεξοφλούσαν οι αγορές. Tα επιτόκια της διευκόλυνσης καταθέσεων, των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης ανέρχονται σε 3,00%, 3,15% και 3,40% αντίστοιχα, με ισχύ από τις 18 Δεκεμβρίου 2024.
Η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό
Το ΔΣ στην ανακοίνωσή του υπογραμμίζει πως η απόφαση για τη νέα περικοπή βασίζεται στην επικαιροποιημένη εκτίμησή του για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. «Η διαδικασία αντιπληθωρισμού βρίσκεται σε καλό δρόμο» τονίζεται στο ανακοινωθέν με τους υπεύθυνους χάραξης νομισματικής πολιτικής να προβλέπουν πως ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί σε 2,4% το 2024, σε 2,1% το 2025, σε 1,9% το 2026 και σε 2,1% το 2027 όταν τεθεί σε λειτουργία το ETS της ΕΕ.
Ο δομικός πληθωρισμός ή «πυρήνας» όπου δεν υπολογίζονται οι ευμετάβλητες τιμές για ενέργεια και τρόφιμα, θα αγγίξει το 2,9% το 2024, το 2,3% το 2025 και το 1,9% τόσο το 2026 όσο και το 2027. Παράλληλα, το ΔΣ της ΕΚΤ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί γύρω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο 2% σε σταθερή βάση. Ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει αλλά παραμένει υψηλός, κυρίως επειδή οι μισθοί και οι τιμές σε ορισμένους τομείς εξακολουθούν να προσαρμόζονται στην προηγούμενη άνοδο του πληθωρισμού με σημαντική καθυστέρηση.
«Οι συνθήκες χρηματοδότησης χαλαρώνουν, καθώς οι πρόσφατες μειώσεις των επιτοκίων του Διοικητικού Συμβουλίου καθιστούν σταδιακά λιγότερο ακριβό το νέο δανεισμό για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Ωστόσο, εξακολουθούν να είναι αυστηρές επειδή η νομισματική πολιτική παραμένει περιοριστική και οι προηγούμενες αυξήσεις επιτοκίων εξακολουθούν να μεταδίδονται στις πιστώσεις» επισημαίνεται.
Χαμηλώνει ταχύτητα η ανάπτυξη
Το ΔΣ της ΕΚΤ τώρα αναμένει μια πιο αργή οικονομική ανάκαμψη από ό,τι τον Σεπτέμβριο, τονίζοντας πως αν και η ανάπτυξη επιταχύνθηκε το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, οι δείκτες υποδηλώνουν ότι υπήρξε επιβράδυνση το τρέχον τρίμηνο. Το ΔΣ προβλέπει ανάπτυξη 0,7% το 2024, 1,1% το 2025, 1,4% το 2026 και 1,3% το 2027.
«Η προβλεπόμενη ανάκαμψη βασίζεται κυρίως στην αύξηση του πραγματικού εισοδήματος – που θα επιτρέψει στα νοικοκυριά να καταναλώνουν περισσότερο – και στις επιχειρήσεις να αυξάνουν τις επενδύσεις. Με την πάροδο του χρόνου, τα σταδιακά εξασθενημένα αποτελέσματα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής αναμένεται να υποστηρίξουν την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης» αναφέρεται.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το μεγάλο ερώτημα εξακολουθεί να είναι ο ρυθμός και το μέγεθος των επόμενων κινήσεων της ΕΚΤ, με φόντο μία οικονομία που συνεχώς επιβραδύνεται και ένα γαλλο-γερμανικό άξονα ακέφαλο, ανίκανο να καθοδηγήσει την Ευρωζώνη στη λήψη των κομβικών για το μέλλον της αποφάσεων.
Η πολιτική αναστάτωση σε Γερμανία και Γαλλία έχει αναστατώσει τους επενδυτές, ενώ μαίνεται ο πόλεμος σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή και ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί με εμπορικούς δασμούς. Παράλληλα, ο πληθωρισμός του κλάδου υπηρεσιών παραμένει κολλημένος κοντά στο 4%, παρότι ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή πλησιάζει στο 2%.
Ένα από τα προβλήματα της Ευρωζώνης είναι η απουσία ανάπτυξης, με το πρόβλημα να είναι δομικό. Η γερμανική οικονομία έχει το ίδιο μέγεθος που είχε και στο τέταρτο τρίμηνο του 2019, έχοντας χάσει πέντε χρόνια ανάπτυξης, η γαλλική οικονομία είναι μόλις 4,1% μεγαλύτερη και η ιταλική 5,6% συγκριτικά με το 11,% της αμερικανικής οικονομίας την ίδια περίοδο, σύμφωνα με την Capital Economics.
Παράλληλα, η οικονομία της ζώνης του ευρώ χρειάζεται να μειώσει δραστικά το κόστος του χρήματος ώστε να μη διολισθήσει σε υφεσιακά μονοπάτια και να μην βρεθεί αντιμέτωπη με δυσάρεστες καταστάσεις στο πεδίο του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού. Ωστόσο, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει προειδοποιήσει την Ευρωζώνη ότι κάθε υποτίμηση του νομίσματος (με αποφασιστική περικοπή στο κόστος δανεισμού) θα συνεπάγεται με κήρυξη δασμολογικού πολέμου.
Αυτό είναι μία εξέλιξη που δεν επιθυμεί η ΕΚΤ καθώς θα επιφέρει νέα ασφυξία της οικονομίας της και πιέσεις στο ευρώ, με αποτέλεσμα ήδη η Κριστίν Λαγκάρντ να προτιμά μία οδό με διαπραγματεύσεις και διάλογο αντί για κυρώσεις και αντίποινα, καλώντας τις χώρες – μέλη της ΕΕ να αγοράσουν πιο πολλά αγαθά των ΗΠΑ, όπως αμυντικό εξοπλισμό και LNG.
Ένα πρόσθετο ζήτημα είναι το πού θα διαμορφωθεί το σωστό ύψος του περιβόητου «ουδέτερου επιτοκίου» (σ.σ. πρόκειται για το ύψος του επιτοκίου που δεν επηρεάζει ούτε θετικά ούτε αρνητικά την οικονομία): στο 2% ή σε ακόμη πιο χαμηλό επίπεδο που θα αποτελέσει «ρυθμιστή» για την προσαρμογή της ΕΚΤ στην πολιτική Τραμπ.