Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

ΕΚΤ: “Βιώσιμο το χρέος της Ελλάδας”

Στη μελέτη της Christina Checherita-Westphal με τίτλο “Interest rate growth differential and government dept dynamics” (“Διαφορά επιτοκίου-ρυθμού ανάπτυξης και δυναμική του δημόσιου χρέους”), που φιλοξενείται στο τελευταίο Οικονομικό Δελτίο της ΕΚΤ επιχειρείται να αποτυπωθεί η δυναμική της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους στη βάση της σχέσης του μέσου επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους και του ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ.

Στη μελέτη αυτή η Ελλάδα “εντοπίζεται” μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης που έχουν μία θετική σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά μεγέθη και μάλιστα βρίσκεται μεταξύ των χωρών με μια ισχυρότερη θετική δυναμική. Το αντίθετο συμβαίνει με την Ιταλία, η οποία εντοπίζεται ως η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης με αρνητικά χαρακτηριστικά όσον αφορά τη δυναμική του χρέους της.

Η μελέτη συγκρίνει το μέσο επιτόκιo “i” και τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης “g”. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν η μελέτη μελετά την εξέλιξη της σχέσης “i-g”.

Σύμφωνα με την μελέτη όσοες χώρες διατηρούν ένα αρνητικό άθροισμα ανάμεσα στα δύο αυτά μεγέθη, δηλαδή το “g” είναι μεγαλύτερο από το “i”, η δυναμική του χρέους τους είναι θετική. Αυτό δηλώνει οτι η οικονομία τους αναπτύσεται με ρυθμούς που υπερτερούν του “κόστους” εξυπηρέτησης του χρέους τους και η εξυπηρέτηση του χρέους μειώνεται σε σχέση με το ΑΕΠ…

Βέβαια η σχέση αυτή συμπεριλαμβάνει και άλλες μεταβλητές, όπως για παράδειγμα το μέγεθος του χρέους, τον πληθωρισμό, κλπ.

Η μελέτη επισημαίνει αντίθετα ότι για τις χώρες που το αποτέλεσμα του αθροίσματος των δύο μεγεθών είναι θετικό, δηλαδή το μέσο ποσοστό εξυπηρέτησης του χρέους είναι μεγαλύτερο του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ η δυναμική του χρέους είναι άσχημη γιατί οδηγεί σε αύξησή του σε σχέση με το ΑΕΠ και όχι μείωσή του.

Η μοναδική επιλογή, σύμφωνα με τη μελέτη, για την αντιστροφή αυτής της τάσης είναι η δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων σε συνδυασμό με μέτρα στήριξης του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ. Σ’ αυτή την κατηγορία είναι ήδη η Ιταλία…

Αντίθετα, για την Ελλάδα το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους είναι 1,61% και οι ρυθμοί ανάπτυξης μεγαλύτεροι σταθερά από αυτό το επίπεδο στην τρέχουσα συγκυρία και για τα επόμενα χρόνια. Η ακολουθία μάλιστα των μεγεθών της διαφοράς μεταξύ επιτοκίου και ρυθμού ανάπτυξης δίνει μεγέθη αυξανόμενα και όχι μειούμενα.

Επιπλέον η οικονομία έχει “δεσμευθεί” με την υποχρέωση παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων, που σαν μεταβλητή έρχονται να στηρίξουν ακόμα περισσότερο αυτή την σχέση, παρ’ ότι αυτό – όπως το παραδέχεται και η μελέτη της ΕΚΤ – επιβραδύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας. Αυτή άλλωστε ήταν η βάση πάνω στην οποία έγινε η τελική συμφωνία αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους με την απόφαση του Eurogroup τον Ιούνιο του 2018.

Το παράδοξο εδώ είναι ότι λόγω του μεγάλου όγκου του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα, με πολύ χαμηλό μέσο επιτόκιο, οι εκδόσεις ομολόγων που γίνονται, παρ’ ότι έχουν σαφώς μεγαλύτερο επιτόκιο, εντούτοις λόγω του μεγάλου όγκου του συνολικού χρέους, αλλά και του μικρού όγκου του δανεισμού, δεν επηρεάζουν σημαντικά το τελικό “i” σε σχέση με το “g”.

Επιπλέον, η αργή αλλά σταθερά αυξητική δυναμική της τάσης του πληθωρισμού ευνοεί τη διατήρηση αυτής της σχέσης σε κατεύθυνση που ισχυροποιεί την ένδειξη βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.

Παρ’ όλα αυτά όμως, η “θετική” σύγκριση του ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ με το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους δεν αποτυπώνεται μέχρι στιγμής στα spreads και στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, ούτε στηνστάση της ΕΚΤ οσο αφορά τα περιοριστικά μέτρα για το εύρος κατοχής κρατικών ομολόγων από τις τράπεζες. Και αυτό είναι ενα ερώτημα που δεν έχει ακόμα απαντηθεί.



ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ