Πόσα παιδιά ζουν και με τους δύο γονείς, ποιες είναι οι συνθήκες διαβίωσης των παιδιών χωρισμένων και μεικτών οικογενειών – Αποκαλυπτικά τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Και με τους δύο γονείς τους ζει η συντριπτική πλειονότητα των παιδιών στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έρευνα Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), για τις συνθήκες διαβίωσης παιδιών, χωρισμένων και μεικτών οικογενειών.
Το δείγμα της έρευνας είναι νοικοκυριά με παιδιά ηλικίας 0-17, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2020. Ως μεικτή οικογένεια ορίζεται ζευγάρι με 2 ή περισσότερα παιδιά, εκ των οποίων τουλάχιστον το ένα είναι φυσικό ή υιοθετημένο παιδί και των δύο μελών του ζευγαριού και τουλάχιστον το ένα είναι θετό παιδί οποιουδήποτε από τους συντρόφους του ζευγαριού.
- Πάτρα: Ο καταθέσεις των ειδικών καίνε τη Ρούλα
- Πάτρα – Ουρανία Δημακοπούλου: Η ιατροδικαστής «Δρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ» που υπερασπίζεται τώρα τη Ρούλα
- Ρεύμα: Αυξήσεις 30% στα τιμολόγια του Ιανουαρίου – Αναλυτικά οι χρεώσεις ανά πάροχο
Το 94,2% των παιδιών ηλικίας κάτω των 18 ετών ζει και με τους δύο γονείς τους, το 4,7% μόνο με τη μητέρα τους, το 0,9% μόνο με τον πατέρα τους και το 0,2% χωρίς τους γονείς τους. Η κατάσταση αυτή δεν διαφοροποιείται σημαντικά στον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Με βάση την ηλικία, το 98,2% των παιδιών ηλικίας 0- 5 ετών ζει και με τους δύο γονείς. Αναφορικά με τα παιδιά 12- 17 ετών που ζουν με τον ένα γονέα, το 7% ζει με τη μητέρα και το 1,7% με τον πατέρα.
Αρμόδιος κατά νόμο για την επιμέλεια του παιδιού, αποκλειστικά ο γονέας – μέλος του νοικοκυριού είναι στο 63,8%, αποκλειστικά ο γονέας – μη μέλος του νοικοκυριού στο 3,5%, ενώ και οι δύο γονείς στο 32,7% (συνεπιμέλεια).
Το 87,2% των παιδιών διαθέτουν υπνοδωμάτιο, σε αποκλειστική χρήση ή μοιραζόμενο με άλλα αδέρφια. Αντίθετα, το 6,9% δεν διαθέτει υπνοδωμάτιο λόγω οικονομικών δυσκολιών.
Αναφορικά με τη συχνότητα απασχόλησης των γονέων με τα παιδιά τους, παρατηρείται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των γονέων περνούν αρκετές ώρες την ημέρα με το παιδί τους. Συγκεκριμένα, το 79,7% περνά αρκετές ώρες την ημέρα και το 18,6% μόνο μια φορά την ημέρα.
Από την ανάλυση των στοιχείων των παιδιών που διαμένουν με τον ένα γονέα, προκύπτει ότι το 52,5% των παιδιών αυτών διαμένουν σε νοικοκυριό που έχει ένα παιδί, το 37,5% διαμένουν σε νοικοκυριό που έχει δύο παιδιά, το 8,3 % σε νοικοκυριό που έχει τρία παιδιά και το 1,6% σε νοικοκυριό που έχει τέσσερα παιδιά.
Όσον αφορά στα παιδιά ηλικίας 0 – 17 ετών, παρατηρείται ότι:
– Από τα παιδιά που δεν διαβιούν στο ερευνώμενο νοικοκυριό αλλά ζουν με τον ένα γονέα σε άλλο νοικοκυριό, το 60,1% αυτών διαμένουν σε νοικοκυριό που έχει ένα παιδί και το 39,9% σε νοικοκυριό με δύο παιδιά.
– Από τα παιδιά που διαβιούν με τον ένα γονέα στο ερευνώμενο νοικοκυριό, το 60,2% διανυκτερεύουν σε αυτό, κατά τη διάρκεια ενός τυπικού μήνα, όλες τις ημέρες του μήνα, ενώ το 4,7% αυτών των παιδιών λιγότερες από δέκα ημέρες τον μήνα.
– Το 34,3% των γονέων που έχουν παιδί, το οποίο διαβιεί σε άλλο νοικοκυριό, επικοινωνούν καθημερινά με το παιδί τους μέσω τηλεφώνου, κοινωνικών δικτύων και άλλων μέσων μη φυσικής παρουσίας, ενώ το 0,9% ποτέ.
– Το 63,8% των παιδιών, χωρισμένων και μεικτών οικογενειών, έχουν αρμόδιο για την επιμέλεια γονέα που είναι μέλος του νοικοκυριού, το 32,7% και τους δύο γονείς (συνεπιμέλεια), ενώ το 3,5% γονέα μη μέλος του νοικοκυριού.
– Το 94,3% των γονέων (μελών του νοικοκυριού) που έχουν παιδιά τα οποία ζουν στο ίδιο νοικοκυριό, δηλώνουν ότι δεν υπάρχει κάτι που να τους εμποδίζει να περνούν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους. Αντίθετα, οι γονείς (μέλη του νοικοκυριού) που έχουν παιδιά τα οποία ζουν και αυτά στο νοικοκυριό, και οι οποίοι δεν περνούν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους, δηλώνουν ως κυριότερο λόγο την εργασία (5,5%).
Όσον αφορά στους γονείς (μέλη του νοικοκυριού) που έχουν παιδιά που δεν διαβιούν στο ερευνώμενο νοικοκυριό, το 40,2% των γονέων δηλώνουν ως κυριότερο λόγο που δεν περνούν χρόνο με τα παιδιά τους την εργασία και το 34,1% την απόσταση, ενώ μόλις το 14,2% δηλώνει ότι τίποτα δεν τους εμποδίζει να περνούν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους.