Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

«Αιμορραγούν» οι καταθέσεις

Ρευστότητα ύψους 4 δισ. ευρώ «χάθηκε» από το τραπεζικό σύστημα στο ξεκίνημα του 2017. Το σύνολο των καταθέσεων γενικής κυβέρνησης, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, από το επίπεδο των 132 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016 έχει υποχωρήσει στο επίπεδο των 128 δισ. ευρώ, εξαιτίας των καθυστερήσεων στην αξιολόγηση και της ανησυχίας για το ενδεχόμενο νέου εκτροχιασμού της οικονομίας, σύμφωνα με την εφημερίδα “Καθημερινή”.

Σύμφωνα με επιτελικά στελέχη τραπεζών, ουσιαστικά έχει χαθεί το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που είχαν επιστρέψει στο τραπεζικό σύστημα το 2016. Πρόσθετη αβεβαιότητα προκαλεί το λεγόμενο νέο χρήμα που δεν υπόκειται σε όλους τους περιορισμούς και το οποίο μπορεί να βρεθεί πιο γρήγορα εκτός τραπεζών. Οπως εκτιμούν τραπεζικές πηγές, στο σύστημα υπάρχουν περίπου 4 δισ. ευρώ νέο χρήμα που θα μπορούσε να αποχωρήσει άμεσα, κάτι που θα οδηγούσε υποχρεωτικά σε αύξηση των ορίων του έκτακτου μηχανισμού ELA.

Η αύξηση των καταθέσεων ξεκίνησε τον Μάιο του 2016 (αφού προηγήθηκε ένα πολύ άσχημο πρώτο τρίμηνο εξαιτίας της αβεβαιότητας για την πρώτη αξιολόγηση) μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και ενισχύθηκε στο τέλος του έτους όταν παγιώθηκε η εκτίμηση ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα ολοκληρωνόταν τον περασμένο Δεκέμβριο ή το αργότερο στα μέσα Ιανουαρίου 2017. Σημειώνεται ότι το 2016 οι καταθέσεις νοικοκυριών – επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 4,2 δισ. ευρώ ενώ κατά 1,4 δισ. ευρώ αυξήθηκαν οι καταθέσεις της γενικής κυβέρνησης.

Αν και ένα μεγάλο μέρος της αύξησης των καταθέσεων τον Δεκέμβριο οφειλόταν σε εποχικούς λόγους (πίστωση αγροτικών επιδοτήσεων, κλείσιμο ισολογισμών επιχειρήσεων κ.ά.) και ήταν αναμενόμενη μια «διορθωτική» υποχώρηση, ωστόσο η εικόνα που διαμορφώνεται μετά το πρώτο 15νθήμερο του Ιανουαρίου θυμίζει… 2015. Η διάψευση των ισχυρών προσδοκιών που είχαν διαμορφωθεί στο τέλος του 2016, για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και η ολοένα και αυξανόμενη ανησυχία ότι η κυβέρνηση πελαγοδρομώντας μπορεί να σύρει τις «διαπραγματεύσεις» μέχρι το καλοκαίρι με κίνδυνο ένα νέο αδιέξοδο, ανέτρεψαν βίαια το θετικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί.

Μετά την πρώτη αξιολόγηση η εμπιστοσύνη είχε ενισχυθεί: τα νοικοκυριά δεν έκαναν χρήση του ορίου αναλήψεως μετρητών (840 ευρώ ανά 15νθήμερο), οι επιχειρήσεις αύξαναν τις καταθέσεις τους και κυρίως κάποια χρήματα επέστρεφαν είτε από στρώματα είτε από την πώληση αμοιβαίων κεφαλαίων εξωτερικού.

Η νέα εμπλοκή άλλαξε τα δεδομένα: οι αναλήψεις από τα ATM έχουν αυξηθεί σημαντικά, οι επιστροφές χρημάτων έχουν «παγώσει», ενώ οι επιχειρήσεις «ξεφορτώνονται» μετρητά και προχωρούν στην αποπληρωμή πιστωτικών γραμμών.

Τραπεζικές πηγές περιγράφουν στην εφημερίδα δύο εκδοχές για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης. Το καλό σενάριο είναι να υπάρξει κάποια βασική συμφωνία τον Απρίλιο και να εξειδικευθούν μέτρα για το χρέος, ανοίγοντας τον δρόμο για την ένταξη της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση θα δεχθεί τα μέτρα που ζητούν οι θεσμοί.

Το «κακό» σενάριο θέλει την επιμήκυνση των διαβουλεύσεων και τον Ιούνιο, με την κυβέρνηση να κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι με τη μη αποδοχή των μέτρων ώστε να κλείσει η αξιολόγηση, οδηγεί τη χώρα σε χρεοκοπία. Ακόμα χειρότερα υπάρχουν εκτιμήσεις ότι η κυβέρνηση προετοιμάζει σχέδιο για την αποπληρωμή του ομολόγου τον Ιούλιο ύψους 7,4 δισ. ευρώ, συγκεντρώνοντας κάθε διαθέσιμη ρευστότητα από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Εξαιρετικά ανησυχητική ένδειξη προς την κατεύθυνση αυτή ήταν η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα κατά 300 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο παρά τα σχετικά υψηλά ταμειακά διαθέσιμα. Πολλές επιχειρήσεις ανησυχούν ότι είναι πιθανό το Δημόσιο να «παγώνει» και πάλι τις αποπληρωμές προς τους ιδιώτες, διακρατώντας ρευστότητα εν όψει νέας παρατεταμένης διαπραγμάτευσης. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η κυβέρνηση επιδιώκει να καθυστερήσει την αξιολόγηση μέχρι τις γερμανικές εκλογές, «ποντάροντας» σε μια νέα πιο ευέλικτη γερμανική κυβέρνηση.

Τραπεζικές πηγές, σχολιάζοντας την προοπτική αυτή, σημειώνουν ότι θα είναι μια καταστροφική εξέλιξη για την οικονομία που θα προκαλέσει μεγαλύτερες ζημίες από αυτές που προκάλεσε η αντίστοιχη καθυστέρηση το 2015.

Στελέχη τραπεζών δεν κρύβουν την απογοήτευσή τους: αν είχε κλείσει στο τέλος του 2016 η δεύτερη αξιολόγηση, τώρα θα συζητούσαμε για την ένταξη της χώρας στο QE και θα διαμορφώνονταν οι βάσεις για τη χαλάρωση των capital controls. Αντίθετα, εδώ που βρισκόμαστε με τις πιέσεις στις καταθέσεις, πιθανότερο είναι να δούμε το επόμενο διάστημα αύξηση του ELA, κάτι που μπορεί να θέσει ζήτημα αύξησης των περιορισμών.

Πηγή: Η Καθημερινή



ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ