Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Ένας νέος ψυχρός πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης

Το τελευταίο που θα ήθελαν οι λαοί της Ευρώπης εν μέσω πανδημίας είναι η απειλή ενός πολέμου στην καρδιά της Γηραιάς Ηπείρου. Ή, καλύτερα, η κλιμάκωση του εμφυλίου πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος ήδη μαίνεται από την άνοιξη του 2014, σε περιφερειακή ίσως ακόμη, υπό προϋποθέσεις και διεθνή, σύγκρουση.

Του Νίκου Βασιλειάδη

Θα επιτεθεί η Ρωσία στην Ουκρανία; Το μέγα ερώτημα που πλανάται πάνω από τη Γηραιά Ήπειρο


Εμφύλιος

Ο ουκρανικός εμφύλιος ταν ένα από τα οδυνηρά αποτελέσματα των γεγονότων του Μαϊντάν τον Φεβρουάριο του 2014, όταν ανατράπηκε η «φιλορωσική» κυβέρνηση Γιανουκόβιτς μετά από αιματηρές συγκρούσεις στην Πλατεία Ανεξαρτησίας στο κέντρο του Κιέβου, τις οποίες η Δύση χαρακτηρίζει ως «εξέγερση» και η Μόσχα ως «πραξικόπημα».

Για όσους μπορούν να αντιληφθούν το μέγεθος της απειλής, αυτός ο εμφύλιος που συνεχίζει ακόμη να μαίνεται είναι ο «ελέφαντας στο σαλόνι» που η Ευρώπη, και ειδικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο, προσπαθεί να δείξει πως δεν υπάρχει.

Στην πραγματικότητα όμως η ΕΕ έχει εμπλακεί εξαρχής σε αυτόν μέσω της συμμετοχής των πιο δυνατών μελών της, της Γερμανίας και της Γαλλίας, στη λεγόμενη «Νορμανδική Τετράδα» -από την περιοχή στην οποία αποφασίστηκε η συγκρότησή της-, μια διπλωματική πλατφόρμα όπου συμμετέχουν επίσης η Ρωσία και η Ουκρανία και συγκροτήθηκε τον Ιούνιο του 2014 με στόχο την προώθηση της ειρηνευτικής διαδικασίας στην ανατολική Ουκρανία, και συγκεκριμένα στην κοιλάδα του Ντονμπάς.

Το μεγαλύτερο όμως και σημαντικότερο ρόλο σε αυτό τον εμφύλιο παίζουν και οι ΗΠΑ με το ΝΑΤΟ, από τη στιγμή που η γεωγραφική θέση της Ουκρανίας επιτρέπει στο ΝΑΤΟ να ολοκληρώσει την ευρωπαϊκή «περικύκλωση» της Ρωσίας, αφού όλες οι χώρες γύρω από τη Μόσχα είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία μέλη του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ, με μοναδική εξαίρεση τη Λευκορωσία, η οποία είναι θέμα χρόνου να ενταχθεί και αυτή στη Ρωσία ως ομόσπονδο κράτος.

Το ΝΑΤΟ λοιπόν υποστηρίζει ότι η ενίσχυση της στρατιωτικής του παρουσίας στην Ανατολική Ευρώπη αποτελεί τη βασική «άμυνα» της Δύσης απέναντι στην «επιθετικότητα» της Ρωσίας, έχοντας ως κύριο επιχείρημα το παράδειγμα της προσάρτησης της Κριμαίας, ως ομόσπονδο κράτος, στη Ρωσία το 2014. Εκείνη η ένταξη της Κριμαίας η οποία βρισκόταν στον διοικητικό έλεγχο της Ουκρανίας από το 1954, με απόφαση του ουκρανικής καταγωγής Σοβιετικού ηγέτη, Νικίτα Χρουστσόφ, για τη Δύση θεωρείται βίαιη «προσάρτηση», ενώ για τη Μόσχα «επιστροφή» της χερσονήσου στη Ρωσία.

Το πλήγμα για τη Δύση ήταν μεγάλο, αφού έτσι έχασε ένα διαχρονικό στρατηγικό σημείο ελέγχου της Μαύρης Θάλασσας. Έκτοτε ΗΠΑ και Ευρώπη επιβάλλουν συνεχόμενες κυρώσεις στη Μόσχα, χωρίς όμως μέχρι στιγμής να υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα για την de facto κυριαρχία της Ρωσίας στη χερσόνησο.
Τώρα το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, αλλά και η ΕΕ θεωρούν ότι η Ρωσία έχει ουσιαστικά «εισβάλει» στην Ουκρανία, εξοπλίζοντας και χρηματοδοτώντας τις μη ελεγχόμενες από το Κίεβο περιοχές του Ντονμπάς στην ανατολική Ουκρανία, και εγκαλούν τη Ρωσία ότι έχει «έτοιμο» στρατό «σε κοντινή απόσταση από τα σύνορα» με την Ουκρανία οι οποίοι θα εισβάλουν στη χώρα.

Καθεστώς

Στο ιδιόρρυθμο και μη διεθνώς αναγνωρισμένο καθεστώς διοίκησης του Ντόνετσκ και του Λουγκάνσκ, αργά αλλά σταθερά η ρωσική επιρροή και σημάδια ενσωμάτωσης κάνουν ολοένα και περισσότερο την εμφάνισή τους.
Αν και επίσημα τίποτα δεν δείχνει ότι αυτές οι δύο περιοχές έχουν αποκοπεί από την Ουκρανία, κάποιες πιο προσεκτικές ματιές μαρτυρούν το αντίθετο, με φιλορωσικές επιγραφές ή σύμβολα σε εμβληματικά σημεία.

Η Μόσχα αναγνωρίζει πιστοποιητικά, έγγραφα ακόμη και πινακίδες αυτοκινήτων, ενώ πλέον οι εμπορικοί δεσμοί των περιοχών αυτών με τη Μόσχα διαρκώς αυξάνονται.

Χαρακτηριστικό είναι πως 600.000 άνθρωποι στο Ντόνετσκ, περίπου δηλαδή τα δύο τρίτα της περιοχής, έχουν ρωσικό διαβατήριο, ενώ στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές της Ρωσίας 230.000 Ουκρανοί πολίτες από το Ντόνετσκ συμμετείχαν στην ψηφοφορία.

Δίχως άλλο η κατάσταση αυτή αποτελεί το μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο αγκάθι στις σχέσεις Δύσης – Ρωσίας που ολοένα και γιγαντώνεται ιδιαίτερα μετά την επιθυμία των ΗΠΑ να εντάξουν την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο όπως είναι φυσικό θα επιφέρει και την ανάλογη απάντηση της Ρωσίας, αφού η Δύση θα έχει περάσει τις «κόκκινες γραμμές» της Ρωσίας όσον αφορά την παροχή στρατιωτικής υποστήριξης στην κυβέρνηση του Κιέβου, μια απάντηση που δεν αποκλείεται να σημάνει έναν καταστροφικό πόλεμο στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Ο υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας, Ολεξέι Ρέζνικοφ, εκτιμά ότι η Ρωσία έχει συγκεντρώσει περίπου 94.000 στρατιώτες κοντά στα ουκρανικά σύνορα – αριθμό τον οποίο επιβεβαιώνουν και αναφορές της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών (CIA) και προετοιμάζει μια επίθεση που θα ξεκινήσει στα τέλη Ιανουαρίου. «Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ρωσική στρατιωτική ανάπτυξη που πιθανώς έχουμε δει, σίγουρα από το 2014», δήλωσε ο Μάικλ Κόφμαν, διευθυντής αναλύσεων για τη Ρωσία, στη δεξαμενή σκέψης για την ασφάλεια CNA.

Χαρακτηριστική για την κρισιμότητα της κατάστασης είναι και η απάντηση του Βλαντιμίρ Πούτιν σε ευθεία ερώτηση για το εάν η Ρωσία σχεδιάζει να επιτεθεί κατά της Ουκρανίας, την οποία δέχθηκε ο Ρώσος πρόεδρος κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξής του με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη την περασμένη Τετάρτη. «Είναι μία προκλητική ερώτηση. Η Ρωσία ακολουθεί μια φιλειρηνική πολιτική, αλλά δικαιούται να εξασφαλίσει την ασφάλειά της. Δεν μπορεί να μη μας απασχολεί η προοπτική προσχώρησης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η Ουκρανία θα αναπτύξει βάσεις εκεί εάν εισέλθει στο ΝΑΤΟ. Βασιζόμαστε στο ότι οι ανησυχίες μας θα εισακουστούν αυτή τη φορά», απάντησε ο Ρώσος πρόεδρος, μην αποκλείοντας ουσιαστικά το ενδεχόμενο μιας πολεμικής σύρραξης.

Το παρήγορο, προς το παρόν τουλάχιστον, που μπορεί να αποτρέψει έναν πόλεμο είναι πως σε αντίθεση με την Κριμαία, η οποία είναι το πλέον στρατηγικό σημείο στη Μαύρη Θάλασσα και την ευρύτερη περιοχή, η Ρωσία δείχνει πιο επιφυλακτική έναντι του Ντονμπάς, παρότι πρόκειται για την «καρδιά» της ουκρανικής βιομηχανίας, αφού εκεί βρίσκονται και μερικά από τα μεγαλύτερα ανθρακωρυχεία της Ευρώπης.

Οι λόγοι είναι πολλοί και περίπλοκοι. Οι κυριότεροι είναι πως οι δημοκρατίες του Ντόνετσκ και του Λουγκάνσκ δεν έχουν θέσει μέχρι σήμερα επισήμως ζήτημα ένωσής τους με τη Ρωσία. Μια ένωση ως ομόσπονδα κράτη θα επέφερε επίσης ένα μεγάλο οικονομικό βάρος για τη Ρωσία, που θα έπρεπε να υποστηρίξει οικονομικά μια νέα χώρα η οποία, ναι μεν διαθέτει ορυκτό πλούτο και άλλους πόρους, αλλά με τις υποδομές της εντελώς κατεστραμμένες από τον συνεχιζόμενο πόλεμο.

Εξάλλου μια ένωση του Ντονμπάς με τη Ρωσία θα απαιτούσε την υποστήριξη της περιοχής από ρωσικά στρατεύματα, γεγονός που δυσχεραίνει τη Μόσχα η οποία διεξάγει ήδη έναν πόλεμο στη Συρία και το τελευταίο που θέλει είναι να εμπλακεί και σε ακόμη έναν και μάλιστα στην «αυλή» της.

«Η Ρωσία δεν σχεδίαζε και δεν σχεδιάζει να καταβροχθίσει κανέναν, ποτέ δεν ασχολούνταν με αυτό», έχει αναφέρει αρκετές φορές ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, επιβεβαιώνοντας τη μέχρι στιγμής στάση του Κρεμλίνου στον ουκρανικό εμφύλιο η οποία έχει περιοριστεί σε διπλωματικό επίπεδο, διατηρώντας μια εμπόλεμη ζώνη χαμηλής έντασης στην Ανατολική Ουκρανία, αλλά αναφέροντας περιστασιακά και την απειλή μιας μεγάλης επέμβασης.  Ντονμπάς

Τηλεδιάσκεψη

Προς το παρόν μετά την πρόσφατη τηλεδιάσκεψη μεταξύ των Μπάιντεν και Πούτιν, αυτό το οποίο έγινε κατανοητό είναι πως οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ προειδοποιούν πως θα απαντήσουν με οικονομικές κυρώσεις και άλλα μέτρα εάν υπάρξει περαιτέρω στρατιωτική κλιμάκωση στην περιοχή. Οι κυρώσεις πιθανόν να στοχεύουν τον στενό κύκλο του Ρώσου προέδρου και τις μεγαλύτερες ρωσικές τράπεζες, συμπεριλαμβάνοντας και περιορισμό μετατροπής του εθνικού νομίσματος ρούβλι σε δολάρια και άλλα νομίσματα.

Από την άλλη, ο πρόεδρος Πούτιν επέμεινε στην άποψη πως οι ενέργειες του ΝΑΤΟ να χρησιμοποιήσει το ουκρανικό έδαφος και να αναπτύξει το στρατιωτικό δυναμικό του στα σύνορα με τη Ρωσία είναι απαράδεκτες και ζητά να λάβει ασφαλείς εγγυήσεις που θα αποκλείουν τη «διεύρυνση» του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, ξεκαθαρίζοντας ότι η Ρωσία θα παρέμβει αν οι Ουκρανοί επιχειρήσουν να ανακτήσουν την περιοχή του Ντονέτσκ.  Ντονμπάς

Αυτό που γίνεται λοιπόν σαφές είναι πως η Μόσχα δεν πρόκειται να αποδεχτεί την προσπάθεια της Ουκρανίας υποστηριζόμενης από τη Δύση και το ΝΑΤΟ να ανακτήσει τις περιοχές του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ, που σήμερα βρίσκονται υπό τον έλεγχο φιλορώσων αυτονομιστών. Ένα παρόμοιο σενάριο εκτυλίχθηκε το 2008 στη Γεωργία, όταν ο τότε πρόεδρος Μιχαήλ Σαακασβίλι επιχείρησε να ανακτήσει την περιφέρεια της Νότιας Οσσετίας. Τότε, μέσα σε τρεις μόνον ημέρες η Μόσχα επενέβη και απέκρουσε την επίθεση των Γεωργιανών, ενώ στη συνέχεια αναγνώρισε ως ανεξάρτητα κράτη τη Νότια Οσσετία και την Αμπχαζία, αποστέλλοντας μάλιστα χιλιάδες στρατιώτες ως «προστάτιδα δύναμη». Κάτι που δεν αποκλείεται να επιχειρήσει ξανά ο Βλάντιμιρ Πούτιν, αφού οι παραστρατιωτικές ομάδες στην κοιλάδα του Ντονμπάς έχουν κάνει σαφές ότι σε περίπτωση ουκρανικής επίθεσης θα ζητήσουν τη συνδρομή της Μόσχας.

Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Μάλτα νομιμοποιεί την καλλιέργεια και κατοχή κάνναβης για προσωπική χρήση

Μεβλούτ Τσαβούσογλου:Οι ΗΠΑ και το Κατάρ υποσχέθηκαν να μην κάνουν γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ