Ανακοίνωση του ΕΟΠΥΥ έρχεται να καθησυχάσει τους πολίτες λέγοντας πως «καμία από τις προληπτικές εξετάσεις δεν περικόπτεται από τον ΕΟΠΥΥ» και πως «όλες αποζημιώνονται». Τα παραπάνω ανακοίνωσε ο οργανισμός, σε απάντηση στην κριτική που δέχεται για τις κατευθυντήριες οδηγίες του υπουργείου Υγείας σχετικά με τη συνταγογράφηση ιατρικών εξετάσεων.
Ο ΕΟΠΥΥ τονίζει πως το περιεχόμενο της επίμαχης υπουργικής απόφασης «δικαιώθηκε» από την Ελληνική Επιστημονική Κοινότητα και συμπληρώνει πως, λαμβάνοντας υπόψη τις επιθυμίες των ασφαλισμένων και τις απόψεις ιατρών, υπερβαίνει τις Κατευθυντήριες Οδηγίες και αποζημιώνει εξετάσεις όπως τα τεστ ΠΑΠ ακόμα και με συχνότητα μία φορά το χρόνο, παρά το γεγονός ότι τα διεθνή κριτήρια δεν υπαγορεύουν κάτι τέτοιο.
«Πρέπει να επαναλάβουμε και να τονίσουμε ότι στόχος μας δεν είναι να μειώσουμε και να περικόψουμε εξετάσεις που δεν έχουν άλλωστε και μεγάλο κόστος, όπως ψευδώς μας καταγγέλλουν κάποιοι, αλλά αντίθετα να ενισχύσουμε και να προσφέρουμε ακόμη περισσότερα στον τομέα της πρόληψης», υπογραμμίζει ο Οργανισμός στη σχετική ανακοίνωση.
Παράλληλα, ο ΕΟΠΥΥ υπογραμμίζει πως στόχος της θέσπισης αριθμητικού ορίου στις συνταγογραφήσεις διαγνωστικών εξετάσεων είναι ο έλεγχος και ο εξορθολογισμός της «μεγάλης δαπάνης» που παρατηρείται επί χρόνια στον εν λόγω χώρο: «Η πρωτοβουλία αυτή είναι πολύ σημαντική αφού οι διαγνωστικές εξετάσεις και κυρίως οι πιο ακριβές έχουν ξεπεράσει κάθε επιτρεπτό όριο», αναφέρεται χαρακτηριστικά και τονίζεται πως ειδικά οι μαγνητικές τομογραφίες και τα triplex έχουν ανοδική εξέλιξη το δωδεκάμηνο Αύγουστος 2013-Ιούλιος 2014, όπως τονίζεται.
Παράλληλα στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι σε σύνολο έτους, από τον Αύγουστο 2013 ως τον Ιούλιο 2014, οι αξονικές ανήλθαν σε 1.011.358, δαπάνης 51.941.837 ευρώ, οι μαγνητικές έφτασαν τις 581.242, ύψους 92.544.373 ευρώ και τα triplex σε 639.699, δαπάνης 25.698.276 ευρώ.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό, τα συγκεκριμένα στοιχεία δείχνουν μία εφιαλτική εικόνα, καθώς «οι τόσες πολλές απεικονιστικές εξετάσεις δεν αποτελούν μόνο αιτία εκτροχιασμού των οικονομικών της υγείας αλλά συνιστούν και μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας».