Κατά 16% οικονομικά ζημιωμένοι είναι οι παχύσαρκοι, σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Οικονομικής Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Λουντ. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της έρευνας υποστηρίζουν ότι όσοι ήταν παχύσαρκοι στα 18 τους, αμείβονται λιγότερο όταν μεγαλώσουν, ενώ ακόμη και οι ελαφρώς υπέρβαροι, ως ενήλικοι ανήκουν στους πιο χαμηλόμισθους, σε σχέση με συνομηλίκους τους που διατηρούσαν πάντα ιδανικό βάρος.
Επικεφαλής της έρευνας ήταν ο Πολ Νάιστεντ και τα αποτελέσματά της δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Demography”, ενώ οι μελέτη έγινε με στοιχεία του σουηδικού στρατού. 150.000 νέοι, οι οποίοι ήταν παχύσαρκοι στην ηλικία των 18 ετών (έχοντας δείκτη σωματικής μάζας άνω του 30), όταν μεγάλωσαν, έπαιρναν στη διάρκεια της ζωής τους κατά μέσο όρο 16% λιγότερα χρήματα, σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που είχαν κανονικό βάρος. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν και με την ανάλυση σχετικών στοιχείων από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Ο δείκτης σωματικής μάζας προκύπτει από τη διαίρεση του βάρους σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα (π.χ. 75 κιλά δια 1,70Χ1,70 μέτρα). Κανονικό θεωρείται το βάρος, όταν ο δείκτης είναι κάτω από 25.
Μία μέση εισοδηματική απώλεια της τάξης του 16% ισοδυναμεί με τρία λιγότερα χρόνια σπουδών στο πανεπιστήμιο, σύμφωνα με τους ερευνητές, καθώς είναι γνωστό ότι η ανώτερη εκπαίδευση οδηγεί συνήθως και σε υψηλότερα μελλοντικά εισοδήματα. Ακόμη και όταν η σουηδική έρευνα συνέκρινε μεταξύ τους αδέλφια, βρήκε ότι αυτά που είχαν μεγαλύτερο βάρος στην εφηβεία, έβγαζαν αργότερα λιγότερα χρήματα.
Οι ερευνητές εξηγούν τα αποτελέσματα της έρευνας εντοπίζοντας αιτίες όπως το γεγονός ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα έχουν γενικά αποκτήσει λιγότερες δεξιότητες, ενώ φαίνεται να υστερούν σε κίνητρα και σε αυτοπεποίθηση, ψυχολογικοί παράγοντες που παίζουν κρίσιμο ρόλο σε μια ανταγωνιστική κοινωνία και οικονομία. Υποστηρίζουν, επίσης, ότι ενδέχεται το πρόβλημα να ξεκινά ήδη από το σχολείο και τις παρέες, όπου το παχύσαρκο παιδί συχνά γίνεται στόχος των συνομηλίκων του με συνέπεια τον εκφοβισμό του («μπούλινγκ»).
Οι επιστήμονες τόνισαν ότι, πέρα από λόγους δημόσιας υγείας, η καταπολέμηση της επιδημίας της παχυσαρκίας έχει και μια κοινωνικο-οικονομική διάσταση, καθώς τίθεται ζήτημα έντασης των ανισοτήτων και της φτώχειας.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η ταχεία αύξηση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας μπορεί να έχει συνέπειες σε βάθος χρόνου για την οικονομική ανάπτυξη και την παραγωγικότητα των κρατών», ανέφεραν οι ερευνητές και κάλεσαν τις κυβερνήσεις να πάρουν στα σοβαρά το πρόβλημα, καθώς οι ελεύθερες αγορές -και σε αυτή την περίπτωση- δημιουργούν ή ενισχύουν προϋπάρχουσες ανισότητες.