H ευρωπαϊκή αγορά εργασίας έχει εισέλθει τα τελευταία χρόνια σε φάση μεγάλων αλλαγών σε σχέση με πριν την πανδημία. Έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μεταξύ 46 μεγάλων μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων επιβεβαίωσε πέντε βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας τα τελευταία χρόνια:
Δυσκολία εύρεσης εργαζομένων, ιδιαίτερα εξειδικευμένων,
Αύξηση της απασχόλησης παρά τη στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας και κατ’ επέκταση τη μείωση της παραγωγικότητας,
Σημαντική μείωση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο,
Αύξηση της τηλεργασίας και
Χρήση της δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης (generative AI).
Οι επιχειρήσεις απάντησαν για το αν ισχύουν για αυτές τα παραπάνω χαρακτηριστικά και – σε καταφατική περίπτωση – για ποιους λόγους.
Πάνω από το 90% συμφώνησαν ότι η εξεύρεση εργαζομένων είναι δυσκολότερη σε σχέση με 5-10 χρόνια πριν.
Από αυτό το 90%, ένα αντίστοιχα μεγάλο ποσοστό θεωρεί ότι υπάρχει έλλειψη εργαζομένων με τις αναγκαίες δεξιότητες, ενώ ένα ποσοστό λίγο μικρότερο από το 50% δήλωσαν ότι υπάρχει γενικότερα έλλειψη εργαζομένων, ανεξάρτητα από τις δεξιότητες. Για το 60% των επιχειρήσεων, η προσέλκυση εργαζομένων με τις δεξιότητες που θέλουν γίνεται δυσκολότερη λόγω των επιπέδων των μισθών που ισχύουν.
Περισσότεροι από ένας στους τρεις ερωτηθέντες ανέφεραν ότι οι εταιρείες τους προτιμούν να κρατάνε τους εργαζόμενους όταν επιδεινώνονται οι συνθήκες για τη δραστηριότητά τους και σχεδόν όλοι απέδωσαν αυτό στην αναμενόμενη δυσκολία να βρουν προσωπικό όταν θα βελτιώνονταν το επιχειρηματικό περιβάλλον. Περίπου οι μισές εταιρείες θεωρούν ωστόσο ότι υπάρχουν και άλλοι λόγοι που τις κάνει να διατηρούν το προσωπικό τους. Η μία στις τρεις σημείωσε ως σημαντικό παράγοντα ότι αναμένουν αύξηση συνταξιοδοτήσεων στο άμεσο μέλλον και ότι η κερδοφορία τους επιτρέπει να διατηρούν το προσωπικό τους. Μία στις πέντε ανέφεραν ότι η μείωση των πραγματικών μισθών ήταν ένα κίνητρο για τη διατήρηση της απασχόλησης.
Περίπου μία στις τρεις επιχειρήσεις ανέφεραν μείωση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο, την οποία απέδωσαν στη μεγάλη πλειονότητά τους, τουλάχιστον εν μέρει, στην προτίμηση των ίδιων των εργαζόμενων, ενώ ένα μικρότερο ποσοστό επιχειρήσεων (δύο στις τρεις) την απέδωσε στις απουσίες από την εργασία και μόνο μία στις τρεις απάντησαν ότι η μείωση των ωρών εργασίας έγινε επειδή το προτιμούσαν οι ίδιες.
Όσον αφορά την τηλεργασία, επιβεβαιώνεται ότι γίνεται ευρεία χρήση της, με πάνω από το 80% των επιχειρήσεων να συμφωνούν ότι με αυτή διευρύνονται και οι προοπτικές προσέλκυσης εργαζομένων.
Περίπου οι μισές εταιρείες απάντησαν ότι η τηλεργασία τις επιτρέπει να μειώσουν τους χώρους των γραφείων τους και το σχετικό πάγιο κόστος, ενώ μόνο μία στις τέσσερις συμφώνησαν ότι μειώνονται οι μισθολογικές απαιτήσεις των εργαζομένων. Για τέσσερις στις δέκα εταιρείες, η αύξηση της τηλεργασίας έχει επηρεάσει αρνητικά την παραγωγικότητά τους, με αντίστοιχο ποσοστό να αναφέρει ότι σκοπεύουν να την περιορίσουν στο μέλλον. Αντίθετα, τρεις στις δέκα εταιρείες δεν διαπιστώνουν ότι μειώθηκε η παραγωγικότητά τους λόγω της τηλεργασίας.
Η χρήση της δημιουργικής ΑΙ έχει μπει για τα καλά στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Σχεδόν τρεις στους τέσσερις ερωτηθέντες απάντησαν ότι τη χρησιμοποιούν ήδη. Οι περισσότερες εταιρείες ξεκίνησαν το 2023 να την υιοθετούν, αλλά σε περιορισμένη κλίμακα καθώς περίπου οι μισές ανέφεραν ότι λιγότερο από το 10% των εργαζομένων τους τη χρησιμοποιούσε τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.
Όσον αφορά στα κίνητρα για την υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης, ως πρώτο αναφέρθηκε η βελτίωση της πρόσβασης των εργαζομένων σε πληροφορίες, που θεωρείται σημαντικό ή πολύ σημαντικό από περισσότερες από το 90% των εταιρειών. Ένα λίγο μικρότερο ποσοστό ανέφερε ότι επιδιώκει τη χρήση της ΑΙ για την παραγωγή περιεχομένου, την ανάπτυξη λογισμικού και τις επαφές με τους πελάτες.
Για περίπου τις μισές εταιρείες, η μείωση του προσωπικού τους ήταν επίσης ένα σημαντικό κίνητρο για τη χρήση της τεχνητής ΑΙ.. Επιπλέον, αρκετοί απάντησαν ότι η χρήση της βρίσκεται ακόμη σε πειραματική φάση, με τις επιχειρήσεις να επιδιώκουν να εντοπίσουν περιπτώσεις που θα χρησιμοποιείται και θα αυξάνεται η την παραγωγικότητα, η ποιότητα και η αποδοτικότητά τους.