Η νόσος COVID-19 αποτελεί ένα πολυσυστηματικό νόσημα που μπορεί́ να προσβάλει διαφορετικά́ όργανα του οργανισμού́. Αυτό́ που δεν γνωρίζαμε μέχρι πριν μερικούς μήνες, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα νέο νόσημα, είναι ότι η νόσος μπορεί́ να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες και επιπλοκές. Πρόσφατα έγινε δεκτό προς δημοσίευση άρθρο στο περιοδικό Journal of Infections με συνεργασία της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Κέντρου Καρκίνου MD Anderson των ΗΠΑ.
Στο άρθρο συμμετείχαν οι υπεύθυνη τμήματος COVID-19 Ελένη Κορομπόκη, επίκουρη καθηγήτρια Μαρία Γαβριατοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, καθηγητής Ευστάθιος Καστρίτης, Δέσποινα Φωτίου, αναπληρωτής καθηγητής Κίμων Σταματελόπουλος, καθηγητής Ευάγγελος Τέρπος και καθηγητής Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) από τη Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, η καθηγήτρια Αναστασία Κοτανίδου από Α’ Κλινική Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ καθώς και οι Rachel Hicklen, Carin Hagberg και o καθηγητής Λοιμωξιολογίας, κάτοχος της Έδρας Robert C. Hickey Chair in Clinical Care Δημήτριος Κοντογιάννης από το Κέντρο Καρκίνου MD Anderson των ΗΠΑ.
Ο όρος παρατεταμένη νόσος COVID-19 (long COVID) επινοήθηκε και χρησιμοποιήθηκε αρχικά́ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το Μάϊο του 2020 από́ ασθενείς που βίωναν παρατεταμένα συμπτώματα μετά την οξεία φάση της νόσου πριν ακόμα δημοσιευθούν οι πρώτες επιστημονικές ανακοινώσεις.
Νόσος μακράς διάρκειας
Η παρατεταμένη νόσος COVID-19 δεν έχει έναν καθορισμένο ορισμό́. Σύμφωνα με τις Βρετανικές Εθνικές Οδηγίες ορίζεται ως η επιμονή́ των συμπτωμάτων για περισσότερες από́ 4-12 εβδομάδες, ενώ́ η παραμονή́ των συμπτωμάτων πέραν των τριών μηνών αναφέρεται ως απώτερο COVID σύνδρομο (post-COVID syndrome). Η παρατεταμένη νόσος χαρακτηρίζεται από́ την παρουσία ποικίλων συμπτωμάτων από́ διαφορετικά́ συστήματα του οργανισμού́ με κυμαινόμενη ένταση, τα οποία μπορεί́ να οφείλονται στη νόσο COVID-19 αυτή́ καθαυτή́ ή μπορεί́ να είναι και συμπτώματα απότοκα της νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας ή άλλων επιπλοκών κατά́ τη διαδρομή́ της νόσου. Μέχρι και σήμερα, η πραγματική́ επίπτωση της παρατεταμένης νόσου COVID-19 παραμένει αδιευκρίνιστη.
Η πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων για μακρό́ χρονικό́ διάστημα δεν σχετίζεται πάντα με τη βαρύτητα στην οξεία φάση. Ακόμα και ασθενείς με ήπια νόσηση που δεν χρειάστηκαν νοσηλεία μπορεί́ να εμφανίσουν παρατεταμένα συμπτώματα. Οι πρώτες δημοσιευμένες μελέτες έδειξαν ότι περίπου 20%-30% των ασθενών που ανάρρωσαν από́ την οξεία φάση συνέχιζε να έχει συμπτώματα πέραν του μήνα. Μια τηλεφωνική́ έρευνα στις ΗΠΑ μεταξύ́ ατόμων με θετικό́ τεστ για τον ιό́ SARS- CoV-2 έδειξε ότι ένας στους τρεις ασθενείς που νόσησαν ανέφερε συμπτώματα για περισσότερο από́ τρεις εβδομάδες. Δεδομένα από́ τη Βρετανία έδειξαν ότι περίπου 20% των ατόμων με θετικό́ τεστ είχαν παρατεταμένα συμπτώματα για περισσότερες από́ πέντε εβδομάδες, ενώ́ 10% είχαν συμπτώματα πέραν του τριμήνου. Μεταξύ́ των ασθενών που χρειάστηκαν νοσηλεία το ποσοστό́ εκείνων που εμφάνισαν παρατεταμένα συμπτώματα ήταν μεγαλύτερο έως και 80% σε κάποιες μελέτες. Πρόσφατα δεδομένα από́ τη Γιουχάν σε δείγμα 1.733 νοσηλευόμενων ασθενών έδειξαν ότι η πλειονότητα είχε τουλάχιστον ένα σύμπτωμα έξι μήνες μετά την έξοδό́ τους από́ το νοσοκομείο, με πιο συχνά́ την κόπωση και τη μυϊκή́ αδυναμία σε ποσοστό́ αινώ του 60%.
Άγνωστη αιτιολογία
Παραμένει ακόμα άγνωστο γιατί κάποιοι ασθενείς αναρρώνουν πλήρως μετά την οξεία φάση της νόσου, ενώ άλλοι συνεχίζουν να εμφανίζουν συμπτώματα για παρατεταμένο διάστημα. Φαίνεται ότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να εκδηλώσουν παρατεταμένα συμπτώματα σε σχέση με τους άνδρες. Η παχυσαρκία αποτελεί, επίσης, παράγοντα κινδύνου. Η εμπειρία από άλλους ιούς και τα μέχρι τώρα βιβλιογραφικά́ δεδομένα υποδεικνύουν ότι η παρατεταμένη συμπτωματολογία μπορεί́ να αποδίδεται σε μόνιμη βλάβη κάποιων οργάνων από́ τον ιό́ (όπως π.χ. των πνευμόνων και της καρδίας), σε σύνδρομο χρονιάς κόπωσης το οποίο έχει περιγραφεί και μετά́ από́ άλλες ιώσεις (π.χ. άλλους κορονοϊούς, τον ιό́ Ebola, τον ιό́ της λοιμώδους μονοπυρήνωσης), σε σύνδρομο που σχετίζεται με τη νοσηλεία σε ΜΕΘ ή σε παρατεινόμενη συμπτωματολογία που σχετίζεται με τον ιό αυτόν καθαυτό. Ορισμένοι ασθενείς μπορεί́ να έχουν εμμένουσα φορεία του ιού́ λόγω αδυναμίας του ανοσοποιητικού́ τους συστήματος ή μπορεί́ να επαναμολυνθούν με κάποιο άλλο στέλεχος του ιού. Επιπλέον, σε περιπτώσεις κατά τη διαδρομή της νόσου έχει παρατηρηθεί μια έντονη φλεγμονώδης αντίδραση, λόγω ανοσολογικής διέγερσης που οδηγεί σε μόνιμες βλάβες. Τέλος, μπορεί να υπάρχει και μια συνιστώσα μετατραυματικού στρες, ιδιαίτερα σε άτομα με ιστορικό αγχώδους διαταραχής, κατάθλιψης, διαταραχών ύπνου ή άλλων ψυχικών διαταραχών.
Συμπτώματα
Τα κυριότερα εμμένοντα συμπτώματα της νόσου COVID-19 περιλαμβάνουν τη χρόνια κόπωση και τις διαταραχές συγκέντρωσης σε ποσοστό πάνω από 50%. Τα συμπτώματα μπορεί να προέρχονται από σχεδόν όλα τα συστήματα του οργανισμού: από το αναπνευστικό αναφέρεται δύσπνοια, χρόνιος βήχας, από το καρδιαγγειακό αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία, ορθοστατική υπόταση, ή ακόμα και πιο σοβαρές επιπλοκές όπως μυοκαρδίτιδα, από το νευρικό σύστημα διαταραχές μνήμης και συγκέντρωσης, κεφαλαλγία και ίλιγγοι. Από τα υπόλοιπα συστήματα έχουν αναφερθεί ανοσμία και αγευσία, μυαλγίες, αρθραλγίες, χρόνιος πόνος, δεκατική πυρετική κίνηση, εξανθήματα, τριχόπτωσης, διαταραχές των ονύχων, διάρροιες και εμετοί.
Συχνά αναφέρονται διαταραχές από την ψυχική σφαίρα, όπως διαταραχές του ύπνου, άγχος, κατάθλιψη και διαταραχή μετατραυματικού στρες. Στην περίοδο μετά τη νόσηση, οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν σακχαρώδη διαβήτη, θυρεοειδοπάθεια και χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Επιπλέον, ένα ποσοστό μπορεί να εμφανίσει αύξηση των υπατικών ενζύμων και επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας Τέλος, μπορεί να παρατηρηθεί εμμένουσα αύξηση των δεικτών φλεγμονής, αυξημένη πιθανότητα θρομβώσεων, καθώς και πυροδότηση ή έξαρση αυτοάνοσων νοσημάτων.
Ολιστική διαχείριση
Οι καθηγητές αναφέρουν ότι οι μακροπρόθεσμες επιπλοκές καθιστούν αναγκαία την παρακολούθηση των ασθενών που νόσησαν από COVID-19 για μακρό χρονικό διάστημα. Δεδομένης της πολυσυστηματικής φύσης της νόσου και της πληθώρας κλινικών εκδηλώσεων, η παρακολούθηση των ασθενών θα πρέπει να γίνεται σε ειδικά οργανωμένες δομές (post-COVID ιατρεία) από μια διεπιστημονική ομάδα επιστημόνων υγείας.
Τα συστήματα υγείας θα πρέπει να εστιάσουν στις όλο και αυξανόμενες ανάγκες παρακολούθησης των ασθενών που έχουν νοσήσει από COVID-19. Ήδη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όπως π.χ. η Μ. Βρετανία, η Γαλλία ενισχύεται η οργάνωση και λειτουργία post-COVID ιατρείων. Σε αρκετά συστήματα υγείας έχουν εκδοθεί εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείριση των ασθενών και την αποκατάστασή τους μετά από παρατεινόμενη νόσο COVID-19.
Κλειδί στη λειτουργία των post-COVID ιατρείων είναι η συνεργασία μεταξύ διαφορετικών ειδικοτήτων και η λειτουργία με βάση οργανωμένη πρωτόκολλα. Η έγκαιρη αναγνώριση επιπλοκών της νόσου, η έγκαιρη θεραπεία και η ολιστική φροντίδα από μια εξειδικευμένη ομάδα επαγγελματιών υγείας είναι καίριας σημασίας για την ψυχοσωματική υγεία, την ευεξία και την ποιότητα ζωής των ασθενών. Η τρέχουσα ερευνητική δραστηριότητα που εστιάζει στο πεδίο της επιδημιολογίας και των μηχανισμών πρόκλησης της παρατεταμένης νόσου COVID-19 θα συμβάλει στη βέλτιστη διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Θεοδωρίδου: Τι θα ισχύσει για τον εμβολιασμό των παιδιών και τι μαθαίνουμε από την αναζωπύρωση της πανδημίας στις Σεϋχέλλες
Εξασφαλισμένη η δεύτερη δόση για όσους έχουν εμβολιαστεί με AstraZeneca