Το ζήτημα των συγχωνεύσεων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και οι επιπτώσεις που οι επιχειρηματικές κινήσεις έχουν στους εργαζόμενους των συγκεκριμένων Μέσων, φέρνει στη Βουλή με ερώτησή του ο Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των ΑΝΕΛ, Νίκος Νικολόπουλος.
Συγκεκριμένα, ο κ. Νικολόπουλος, με ερώτησή του προς τον πρωθυπουργό, τον υπουργό Οικονομίας, αλλά και τον υπουργό Επικρατείας αρμόδιο για θέματα διαφάνειας, αναφέρεται στις πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας (εφημερίδα Παραπολιτικά) για συγχώνευση του «Πήγασου» με τον ΔΟΛ, ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες αναχρηματοδότησης των δανείων των δύο επιχειρήσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση, της συγχώνευσης δηλαδή, φαίνεται πως εντάσσεται και ο νέος γύρος περικοπών το τελευταίο διάστημα στο εκδοτικό συγκρότημα Μπόμπολα, με «θύματα» τους εργαζόμενους του μιντιακού ομίλου.
Επίσης, περικοπές έγιναν στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 και στο ραδιόφωνο του Alpha, με αποτέλεσμα την αντίδραση των συνδικαλιστικών σωματείων και των εργαζομένων και την μη μετάδοση δελτίων ειδήσεων στα τέλη της περασμένης εβδομάδας.
«Είναι απαράδεκτο, μιντιακές επιχειρήσεις να αναχρηματοδοτούνται από τις ενισχυμένες με τα χρήματα του λαού τράπεζες, με μόνιμα θύματα τους εργαζόμενους» υπογραμμίζει ο κ. Νικολόπουλος, σημειώνοντας μάλιστα πως την ίδια στιγμή, αυτές οι επιχειρήσεις αρνούνται να καταβάλλουν τα χρωστούμενα στο ελληνικό δημόσιο επικαλούμενες διάφορες αιτιάσεις».
«Η τήρηση της νομιμότητας και η πάταξης της διαπλοκής αποτελούσε ξεκάθαρη προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων» τονίζει ακόμα ο βουλευτής, προσθέτοντας πως δεν μπορεί να υπάρξει άλλη ανοχή, ούτε από τη κοινωνία, ούτε από την πολιτεία, ζητώντας μεταξύ άλλων να πληροφορηθούν, η Βουλή και ο ελληνικός λαός εάν αληθεύει η πληροφορία περί αναχρηματοδότησης των υπέρογκων και ανέγγυων δανείων των εκδοτικών επιχειρήσεων Ψυχάρη και Μπόμπολα, αλλά και γιατί, ζημιογόνες μιντιακές επιχειρήσεις δεν έχουν τεθεί ακόμα σε καθεστώς εκκαθάρισης.
«Γιατί οι αρμόδιοι Υπουργοί επέτρεψαν όλα τα προηγούμενα χρόνια στους καταγγελλόμενους τηλεοπτικούς σταθμούς, κατά δήλωσή τους, να μην τιμολογούν κανονικά, το χρόνο που διέθεταν προεκλογικά στα κόμματα για την εκ του νόμου δικαιούμενη τηλεοπτική τους διαφήμιση και προβολή, αλλά και γιατί οι λεγόμενες ‘’επενδύσεις σε ελληνικό πρόγραμμα’’, στη συντριπτική πλειονότητά τους, γίνονταν μέσω εξωτερικών εταιριών παραγωγής, ιδιοκτησίας όμως ή συμφερόντων των μετόχων των καταγγελλόμενων τηλεοπτικών σταθμών;» ρωτάει επίσης ο κ. Νικολόπουλος, καταλήγοντας στο κρίσιμο ζήτημα της χρήσης των συχνοτήτων:
«Γιατί η Πολιτεία τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν και να συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να χρησιμοποιούν τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες για την υποστήριξη άλλων, παράπλευρων και εμπλεκόμενων με το ελληνικό δημόσιο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους, αλλοιώνοντας έτσι κάθε έννοια διαφάνειας και ανταγωνισμού;».