Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Έτσι ξέσπασε η φωτιά στο Norman Atlantic

Ο Γιώργος Χρήστου από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται, περιγράφει καρέ-καρέ το πως ξέσπασε η πυρκαγιά, μέχρι τη στιγμή που έφτασε στην Ελλάδα με εγκαύματα τρίτου βαθμού.

«Μαζί μας είναι κι ένας Ιταλός ναύτης, που μας λέει ότι είδε τη φωτιά με το που ξεκίνησε. Μιλάμε στα αγγλικά. Υποστη­ρίζει πως δεν μπορούσε να την πλησιά­σει, γιατί τα φορτηγά ήταν πολύ πυκνά παρκαρισμένα. Και όταν τον ρωτάμε “γιατί δεν σήμανες συναγερμό;” μας απα­ντάει πως “το είπα στους αξιωματικούς”. Γιατί δεν έκαναν τίποτε οι αξιωματικοί; Γιατί δεν σήμαναν συναγερμό; Με το που κάνει την αποκάλυψη, φωνάζω άλλους τέσσερις-πέντε οδηγούς, για να τους έχω μάρτυρες και τον ρωτάω ξανά. Μας λέει ακριβώς το ίδιο. Ισχυρίζεται πως η πυρ­καγιά ξέσπασε από ένα ψυκτικό μηχά­νημα που δίνει ψύξη στα φορτηγά και λειτουργούσε όχι με ρεύμα αλλά με πε­τρέλαιο. Λόγω βραχυκυκλώματος, άρ­παξε φωτιά. Τέτοιο πράγμα, όμως, δεν μπορεί να γίνει, σύμφωνα με την εμπει­ρία μου. Αυτά τα μηχανήματα έχουν ασφάλειες και σβήνουν αμέσως, ακόμη κι αν έχουν διαρροή πετρελαίου. Αυτό δεν στέκει, αλλά αυτό υποστηρίζει. Έχω κρατήσει το όνομά του».

«21 Έλληνες και 18 αλλοδαποί, είμαστε μέσα στο καράβι, ξεχασμένοι από τον Θεό. Μας μάζεψαν Κυριακή μεσημέρι. Ο καπετάνιος μας άφησε να τηλεφωνή­σουμε στις οικογένειές μας μέσα από το καράβι. Τη Δευτέρα ανεβήκαμε κάποια στιγμή στη γέφυρα του πλοίου και ακού­γαμε το συντονισμό της επιχείρησης που γινόταν από το ιταλικό πολεμικό πλοίο, το San Giorgio. Ακούγαμε με τα αυτιά μας να λένε από το ένα πλοίο “βλέπουμε δύο σωσίβια” και απαντούσαν οι συντονιστές “πήγαινε κοντά να δεις αν ζουν ή αν είναι πνιγμένοι”.

Πήγαιναν και μετά από λίγο απαντούσαν “είναι πνιγμένοι” και έπαιρ­ναν την εντολή να τους μαζέψουν. Όλη την ημέρα ακούγαμε για πτώματα που μάζευαν. Τις τρεις ημέρες που είμαστε στο κα­ράβι, δεν μας έχει πάρει τηλέφωνο ούτε ένας άνθρωπος από τη δική μας κυβέρ­νηση. Κανένας! Είναι στο πλοίο Βούλγα­ροι, Αλβανοί, μια κοπέλα από τη Ρουμανία, ένας Ολλανδός, ένας Τούρκος, δύο Άραβες, τέσσερις Γερμανοί. Όλους τους έχουν τηλεφωνήσει από το υπουρ­γείο της χώρας τους και ζητούσαν να τους μιλήσουν. Τους έλεγαν “μην ανησυ­χείτε, θα σας περιμένουμε όπου βγείτε, θα σας παράσχουμε ό,τι βοήθεια θέλετε”. Εμάς δεν μας πήρε τηλέφωνο κανένας. Οι μόνοι που μας τηλεφωνούσαν ήταν οι δημοσιογράφοι. Μάλιστα, ο καπετάνιος μας είπε γελώντας: “Ρε παιδιά, όλους τους πήραν τηλέφωνο, εσάς κανένας; Θα έχουν προβλήματα με τα οικονομικά, γι’ αυτό σας ξεχάσανε”. Μας έκανε πλάκα. Και αφού μπήκαν την Τετάρτη το με­σημέρι όλοι οι παρατρεχάμενοι, ήρθε ο πρέσβης επάνω. Του είπαμε “καλά δεν ντρέπεστε, δεν μας πήρε κανένας τηλέ­φωνο” και η δικαιολογία του ήταν πως “ασχολούμαστε με τους αγνοούμενους”. Και του λέμε “καλά, εσείς ασχολείστε με τους αγνοούμενους, με τους ζωντανούς δεν θα ασχοληθεί κανένας;”.

Δεν θέλαμε κάτι ιδιαίτερο, ένα τηλέφωνο να έκαναν και να έλεγαν “ξέρετε, ρε παιδιά, εμείς είμαστε εδώ, σας περιμένουμε, ό,τι χρει­αστείτε είμαστε εδώ”.Ρωτάω τον πρέσβη και για τα χαρτιά μας. Τα έγγραφά μας είχαν καεί, δεν μπορούσαμε να αποδεί­ξουμε καν την ταυτότητά μας. Μου απα­ντά πως “είναι ενημερωμένες οι νομαρχίες, έχουν δοθεί λίστες και σειρά προτεραιότητας για να εξυπηρετηθείτε άμεσα για να βγάλετε τα έγγραφά σας ”. Βγαίνουμε από το καράβι και πηγαίνουμε στο λιμεναρχείο του Τάραντα. Πήγα μαζί με τον Γιώργο, το ναύτη, για τις πρώτες βοήθειες. Βλέπει η Ιταλίδα γιατρός τα εγκαύματα στα πόδια μου και μου λέει πως πρέπει να μεταφερθώ στο νοσοκο­μείο. Της απαντώ πως “και το πόδι να μου κόψεις, νοσοκομείο δεν πηγαίνω. Πάω σπίτι μου”. Φοβάμαι πως αν μείνω μόνος μου σε ιταλικό νοσοκομείο, δεν θα γυρίσω στην Ελλάδα. Θα είμαι εκεί ξεχα­σμένος από όλους. Έτσι, υπογράφω ένα χαρτί, μου δένει τα πόδια αφού μου βάζει αλοιφές και φεύγω. Κάποιοι δίνουν κα­ταθέσεις στους Ιταλούς και στη συνέχεια μας βάζουν σε ένα λεωφορείο και μας πηγαίνουν στο στρατιωτικό αεροδρόμιο του Πρίντεζι, όπου και μας περίμενε ένα ελληνικό C-130. Πήρα ταξί με το που κα­τέβηκα και έφτασα Θεσσαλονίκη μετά από 12 ώρες. Πήγα στο νοσοκομείο, είχα εγκαύματα τρίτου βαθμού. Ο γιατρός έκοβε το δέρμα και το έγκαυμα είχε φτά­σει μέχρι το κόκαλο. Τόσο βαθύ ήταν».

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ