Ο Γιώργος Χρήστου από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται, περιγράφει καρέ-καρέ το πως ξέσπασε η πυρκαγιά, μέχρι τη στιγμή που έφτασε στην Ελλάδα με εγκαύματα τρίτου βαθμού.
«Μαζί μας είναι κι ένας Ιταλός ναύτης, που μας λέει ότι είδε τη φωτιά με το που ξεκίνησε. Μιλάμε στα αγγλικά. Υποστηρίζει πως δεν μπορούσε να την πλησιάσει, γιατί τα φορτηγά ήταν πολύ πυκνά παρκαρισμένα. Και όταν τον ρωτάμε “γιατί δεν σήμανες συναγερμό;” μας απαντάει πως “το είπα στους αξιωματικούς”. Γιατί δεν έκαναν τίποτε οι αξιωματικοί; Γιατί δεν σήμαναν συναγερμό; Με το που κάνει την αποκάλυψη, φωνάζω άλλους τέσσερις-πέντε οδηγούς, για να τους έχω μάρτυρες και τον ρωτάω ξανά. Μας λέει ακριβώς το ίδιο. Ισχυρίζεται πως η πυρκαγιά ξέσπασε από ένα ψυκτικό μηχάνημα που δίνει ψύξη στα φορτηγά και λειτουργούσε όχι με ρεύμα αλλά με πετρέλαιο. Λόγω βραχυκυκλώματος, άρπαξε φωτιά. Τέτοιο πράγμα, όμως, δεν μπορεί να γίνει, σύμφωνα με την εμπειρία μου. Αυτά τα μηχανήματα έχουν ασφάλειες και σβήνουν αμέσως, ακόμη κι αν έχουν διαρροή πετρελαίου. Αυτό δεν στέκει, αλλά αυτό υποστηρίζει. Έχω κρατήσει το όνομά του».
«21 Έλληνες και 18 αλλοδαποί, είμαστε μέσα στο καράβι, ξεχασμένοι από τον Θεό. Μας μάζεψαν Κυριακή μεσημέρι. Ο καπετάνιος μας άφησε να τηλεφωνήσουμε στις οικογένειές μας μέσα από το καράβι. Τη Δευτέρα ανεβήκαμε κάποια στιγμή στη γέφυρα του πλοίου και ακούγαμε το συντονισμό της επιχείρησης που γινόταν από το ιταλικό πολεμικό πλοίο, το San Giorgio. Ακούγαμε με τα αυτιά μας να λένε από το ένα πλοίο “βλέπουμε δύο σωσίβια” και απαντούσαν οι συντονιστές “πήγαινε κοντά να δεις αν ζουν ή αν είναι πνιγμένοι”.
Πήγαιναν και μετά από λίγο απαντούσαν “είναι πνιγμένοι” και έπαιρναν την εντολή να τους μαζέψουν. Όλη την ημέρα ακούγαμε για πτώματα που μάζευαν. Τις τρεις ημέρες που είμαστε στο καράβι, δεν μας έχει πάρει τηλέφωνο ούτε ένας άνθρωπος από τη δική μας κυβέρνηση. Κανένας! Είναι στο πλοίο Βούλγαροι, Αλβανοί, μια κοπέλα από τη Ρουμανία, ένας Ολλανδός, ένας Τούρκος, δύο Άραβες, τέσσερις Γερμανοί. Όλους τους έχουν τηλεφωνήσει από το υπουργείο της χώρας τους και ζητούσαν να τους μιλήσουν. Τους έλεγαν “μην ανησυχείτε, θα σας περιμένουμε όπου βγείτε, θα σας παράσχουμε ό,τι βοήθεια θέλετε”. Εμάς δεν μας πήρε τηλέφωνο κανένας. Οι μόνοι που μας τηλεφωνούσαν ήταν οι δημοσιογράφοι. Μάλιστα, ο καπετάνιος μας είπε γελώντας: “Ρε παιδιά, όλους τους πήραν τηλέφωνο, εσάς κανένας; Θα έχουν προβλήματα με τα οικονομικά, γι’ αυτό σας ξεχάσανε”. Μας έκανε πλάκα. Και αφού μπήκαν την Τετάρτη το μεσημέρι όλοι οι παρατρεχάμενοι, ήρθε ο πρέσβης επάνω. Του είπαμε “καλά δεν ντρέπεστε, δεν μας πήρε κανένας τηλέφωνο” και η δικαιολογία του ήταν πως “ασχολούμαστε με τους αγνοούμενους”. Και του λέμε “καλά, εσείς ασχολείστε με τους αγνοούμενους, με τους ζωντανούς δεν θα ασχοληθεί κανένας;”.
Δεν θέλαμε κάτι ιδιαίτερο, ένα τηλέφωνο να έκαναν και να έλεγαν “ξέρετε, ρε παιδιά, εμείς είμαστε εδώ, σας περιμένουμε, ό,τι χρειαστείτε είμαστε εδώ”.Ρωτάω τον πρέσβη και για τα χαρτιά μας. Τα έγγραφά μας είχαν καεί, δεν μπορούσαμε να αποδείξουμε καν την ταυτότητά μας. Μου απαντά πως “είναι ενημερωμένες οι νομαρχίες, έχουν δοθεί λίστες και σειρά προτεραιότητας για να εξυπηρετηθείτε άμεσα για να βγάλετε τα έγγραφά σας ”. Βγαίνουμε από το καράβι και πηγαίνουμε στο λιμεναρχείο του Τάραντα. Πήγα μαζί με τον Γιώργο, το ναύτη, για τις πρώτες βοήθειες. Βλέπει η Ιταλίδα γιατρός τα εγκαύματα στα πόδια μου και μου λέει πως πρέπει να μεταφερθώ στο νοσοκομείο. Της απαντώ πως “και το πόδι να μου κόψεις, νοσοκομείο δεν πηγαίνω. Πάω σπίτι μου”. Φοβάμαι πως αν μείνω μόνος μου σε ιταλικό νοσοκομείο, δεν θα γυρίσω στην Ελλάδα. Θα είμαι εκεί ξεχασμένος από όλους. Έτσι, υπογράφω ένα χαρτί, μου δένει τα πόδια αφού μου βάζει αλοιφές και φεύγω. Κάποιοι δίνουν καταθέσεις στους Ιταλούς και στη συνέχεια μας βάζουν σε ένα λεωφορείο και μας πηγαίνουν στο στρατιωτικό αεροδρόμιο του Πρίντεζι, όπου και μας περίμενε ένα ελληνικό C-130. Πήρα ταξί με το που κατέβηκα και έφτασα Θεσσαλονίκη μετά από 12 ώρες. Πήγα στο νοσοκομείο, είχα εγκαύματα τρίτου βαθμού. Ο γιατρός έκοβε το δέρμα και το έγκαυμα είχε φτάσει μέχρι το κόκαλο. Τόσο βαθύ ήταν».