[quote_text color=”#000000″ text_color=”#ffffff”]H ελληνική κρίση αποδείχθηκε τριπλή καταστροφή. Για τους Έλληνες, για τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύθηκε και για τη δημοσιονομική πολιτική παντού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η τεράστια μείωση του ΑΕΠ μπορεί να μην ανακτηθεί ποτέ. Είναι μία θλιβερή ιστορία.[/quote_text]
«Πριν από 2.500 χρόνια η Ελλάδα διαμόρφωσε τη δυτική σκέψη. Πιο πρόσφατα, διαμόρφωσε τον τρόπο αντίδρασης στην οικονομική κρίση. Η Ελλάδα υπέστη μία καταστροφή και ο φόβος των άλλων χωρών ότι θα ακολουθήσουν, δικαιολόγησε τη λιτότητα. Το αποτέλεσμα ήταν μία ασθενική ανάκαμψη από την ύφεση της κρίσης, κυρίως στην Ευρωζώνη και τη Μ. Βρετανία. Αλίμονο, η Ελλάδα αντιμετώπισε την λάθος κρίση στη λάθος στιγμή», αναφέρει ο Μάρτιν Γουλφ στο άρθρο του στην εφημερίδα Financial Times.
Στη συνέχεια παραθέτει σε μορφή περίληψης τις «αποτυχίες που καταγράφηκαν στην κρίσιμη αξιολόγηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για το πρόγραμμα της Ελλάδας που συμφωνήθηκε το Μάιο του 2010» για να καταλήξει ότι:
«Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποτίθεται ότι δανείζει σε μια χώρα μόνο αν το χρέος της έχει γίνει βιώσιμο. Το χρέος της Ελλάδας δεν ήταν. Αντί για να κάνει το χρέος βιώσιμο, το πρόγραμμα απλώς επέτρεψε σε πολλούς ιδιώτες πιστωτές να διαφύγουν αλώβητοι, μέχρι που, στο τέλος, επιβλήθηκε μείωση του χρέους στους ιδιώτες πιστωτές. Ωστόσο, το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει, αναμφισβήτητα, υπερβολικά υψηλό: το ΔΝΤ προβλέπει ότι το 2020 θα είναι σχεδόν το 120% του ΑΕΠ. Αυτό το υπερβολικό χρέος θα καταστήσει δύσκολο για την Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές και την οικονομική ευεξία. Μια βαθύτερη μείωση του χρέους εξακολουθεί να είναι απαραίτητη», τονίζει ο Γουλφ και προσθέτει:
«Όλα αυτά μας λένε θλιβερά πράγματα για την πολιτικοποίηση του ΔΝΤ και την ανικανότητα της Ευρωζώνης να δράσει προς το συμφέρον των πιο αδύναμων χωρών. Αλίμονο, η ελληνική κρίση έχει δύο παγκόσμια αποτελέσματα:
Πρώτον, μέσα στην Ευρωζώνη, το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που αντιμετώπισε προβλήματα έδωσε βαρύτητα στην άποψη των βορειοευρωπαίων ότι η κρίση ήταν δημοσιονομική. Η Ελλάδα, πράγματι, ήταν περίπτωση αξιοσημείωτης δημοσιονομικής σπατάλης, με καθαρό δημόσιο χρέος που ξεπερνούσε το 100% του ΑΕΠ ακόμη και προ κρίσης. Σε άλλα κράτη, ωστόσο, η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική: ο ιδιωτικός δανεισμός ήταν η ρίζα της κρίσης στην Ιρλανδία, την Ισπανία και – σε μικρότερο βαθμό – στην Πορτογαλία. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας ήταν υψηλό, αλλά όχι λόγω πρόσφατης σπατάλης. Αποφασίζοντας ότι η κρίση ήταν κατά κύριο λόγο δημοσιονομική, οι αξιωματούχοι αγνόησαν την αλήθεια, ότι η βασική αιτία της αποδιοργάνωσης ήταν ο ανεύθυνος διακρατικός δανεισμός, για τον οποίο οι χορηγοί της πίστωσης είναι αδιαμφισβήτητα εξίσου υπεύθυνοι με εκείνους που έπαιρναν τα δάνεια. Εάν είχε γίνει κατανοητή η ευθύνη και των δύο πλευρών –δανειστών και οφειλετών– τότε τα ηθικά επιχειρήματα για τη διαγραφή χρεών θα ήταν πιο σαφή.
Δεύτερον, η ελληνική κρίση φόβισε τους πολιτικούς παντού. Αντί να επικεντρώσουν τις προσπάθειές στην αντιμετώπιση της κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού κλάδου και στη μείωση του υπερβολικού ιδιωτικού χρέους, που ήταν οι βασικές αιτίες της κρίσης, επικεντρώθηκαν στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτά όμως, ήταν κυρίως σύμπτωμα της κρίσης, αν και -εν μέρει- θα μπορούσαν επίσης να είναι η κατάλληλη πολιτική απάντηση σε αυτή».
«Το πιο θλιβερό στην ιστορία αυτή είναι ότι δεν ήταν αναγκαίο να φτάσουν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο», τονίζει παρακάτω. «Αρχικά μπορεί να έμοιαζε λογικό να φοβάται κανείς ότι η ελληνική κρίση ήταν το πρώτο ξέσπασμα μίας δημοσιονομικής κρίσης με μορφή πανδημίας. Σύντομα, όμως, έγινε σαφές ότι οι χώρες με τα δικά τους ελεύθερα συναλλασσόμενα νομίσματα μπορούσαν ακόμη να πουλήσουν δημόσιο χρέος με εξαιρετικά χαμηλό κόστος. Αυτό έγινε εν μέρει λόγο της ‘ποσοτικής χαλάρωσης’ των κεντρικών τραπεζών. Οι κυβερνήσεις που είχαν δικές τους κεντρικές τράπεζες είχαν ένα βαθμό ελευθερίας στη διαχείριση της αντίδρασης σε μία χρηματοοικονομική κρίση. Γι’ αυτές τις χώρες, η κατάλληλη στιγμή για μια ταχεία διαρθρωτική δημοσιονομική σύσφιξη έρχεται μόνο αφού αρχίσει ο ιδιωτικός κλάδος να εξαλείφει τα δικά του δομικά χρηματοοικονομικά πλεονάσματα. Κι αυτό δεν θα ήταν τόσο σύντομα μετά την κρίση. Θα απαιτούσε επίσης αναδιάρθρωση του χρηματοοικονομικού κλάδου και διαγραφές του υπερβολικού ιδιωτικού χρέους».
Το δημοσίευμα καταλήγει λέγοντας: «Με λίγα λόγια, η ελληνική κρίση αποδείχθηκε τριπλή καταστροφή: αρχικά, καταστροφή για τους ίδιους τους Έλληνες. Μετά, καταστροφή για την κοινή άποψη που επικράτησε ως προς την κρίση εντός της ευρωζώνης. Και, τρίτον, καταστροφή για τη δημοσιονομική πολιτική παντού. Το αποτέλεσμα ήταν η στασιμότητα, αν όχι χειρότερα, ειδικότερα στην Ευρώπη.
Σήμερα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι τεράστιες μειώσεις της παραγωγής συγκριτικά με την τάση προ κρίσης, μπορεί να μην ανακτηθούν ποτέ. Κι όμως, η αντίδραση των αξιωματούχων δεν ήταν να αναγνωρίσουν τα λάθη τους, αλλά να επαναπροσδιορίσουν την αποδεκτή απόδοση σε νέα, χαμηλότερα επίπεδα.
Είναι μία θλιβερή ιστορία…».