Fitch: Αναθεώρησε ανοδικά την πρόβλεψή του για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2021 στο 6% από 4,3% που προέβλεπε τον Ιούλιο.Στο 6% αναβάθμισε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch την πρόβλεψή του για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2021, από 4,3% που προέβλεπε τον Ιούλιο, χάρη «στην ισχυρότερη της αναμενόμενης επίδοση στο πρώτο εξάμηνο».
Η αναθεώρηση αυτή δεν μειώνει τις προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα, λόγω της ανοδικής αναθεώρησης της πρόβλεψης για το ΑΕΠ, αλλά θεωρεί ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ έχει κορυφωθεί σε χαμηλότερο επίπεδο από την προηγούμενη πρόβλεψη και ότι η ανάπτυξη θα στηρίξει τη μείωση του ελλείμματος από το επόμενο έτος.
Στο 4,5% το πραγματικό ΑΕΠ
Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε 4,5% στο πρώτο τρίμηνο του 2021 (σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο) και κατά 3,4% στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, συμπληρώνοντας τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης μετά τη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 που προκλήθηκε από την πανδημία. Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ήταν περίπου 7% στο πρώτο εξάμηνο του 2021 και το πραγματικό ΑΕΠ επανήλθε το δεύτερο τρίμηνο στο προ πανδημίας επίπεδό του, αναφέρει ο οίκος.
Η ανάπτυξη στο πρώτο εξάμηνο φαίνεται ότι είχε την εγχώρια ζήτηση στην αιχμή της καθώς τόσο οι επενδύσεις όσο και η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκαν σε σύγκριση με το 2020, ενώ η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών αντισταθμίστηκε από την αύξηση των εισαγωγών.
Μεταβλητότητα στους τριμηνιαίους ρυθμούς αύξησης στο β’εξάμηνο του 2021
Ο Fitch υποθέτει κάποια μεταβλητότητα στους τριμηνιαίους ρυθμούς αύξησης στο δεύτερο εξάμηνο του 2021, η οποία περιορίζει την ανοδική αναθεώρησή του. «Οι περιορισμοί της εφοδιαστικής αλυσίδας στους κύριους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας και σε εγχώριους τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στην αύξηση του κόστους των εισροών, θα μπορούσε να περιορίσει την ανάπτυξη, όπως θα μπορούσε και μία αύξηση των κρουσμάτων κορωνοϊού», σημειώνει σε ανακοίνωσή του.
«Ωστόσο», προσθέτει, «βλέπουμε μεγαλύτερους ανοδικούς παρά καθοδικούς κινδύνους στην πρόβλεψή μας 6%». Ειδικότερα, σημειώνει ότι περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι πλήρως εμβολιασμένα, κάτι που περιορίζει την ανάγκη για νέους περιορισμούς, ότι οι δείκτες υψηλής συχνότητας για το τρίτο τρίμηνο του 2021 δείχνουν πως συνεχίζεται η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες για τον τουρισμό δείχνουν κάποια ανάκαμψη.
Για το 2022, ο Fitch αναθεώρησε πτωτικά την πρόβλεψή του στο 4% από 5,3%, λόγω του λιγότερο θετικού αποτελέσματος μεταφοράς (carryover) από το 2021. «Η ανάκαμψη, όμως, θα συνεχιστεί καθώς η χρήση των πόρων του Next Generation EU (Ταμείου Ανάκαμψης) θα αποκτά δυναμική και θα αυξάνει την πραγματική δαπάνη». Ο οίκος εκτιμά ότι την περίοδο 2021-2023 θα δαπανηθεί σχεδόν το 45% των επιχορηγήσεων ύψους 18,4 δις. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης.
Για το 2023, ο Fitch εξακολουθεί να προβλέπει επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 3,5%, αλλά σημειώνει ότι ο ρυθμός αυτός θα παραμείνει πολύ υψηλότερος από τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης λόγω της σημαντικής αργούσας παραγωγικής δυναμικότητας της οικονομίας.
Για το δημόσιο χρέος εκτιμά ότι έχει κορυφωθεί στο 205,6% του ΑΕΠ το 2020 αντί του 207% το 2021, όπως προέβλεπε τον Ιούλιο. «Προβλέπουμε ότι το χρέος θα αρχίσει να μειώνεται φέτος, φθάνοντας το 196,2% το 2023», σημειώνει, προσθέτοντας ότι το χρέος είναι διογκωμένο από τα πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού δημοσίου που φθάνουν περίπου στο 18% του ΑΕΠ το 2021.
Ο Fitch αναφέρει ότι η οικονομική ανθεκτικότητα το πρώτο εξάμηνο του 2021 συνοδεύτηκε από την ισχυρή μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών, λόγω κυρίως των συνεχιζόμενων πωλήσεων τιτλοποιημένων χαρτοφυλακίων κόκκινων δανείων από τις τράπεζες, οι οποίες διευκολύνονται από το κρατικό σύστημα εγγυήσεων στο πλαίσιο του «Ηρακλή».
Τον Ιανουάριο του 2022 η επόμενη αξιολόγηση
Η επόμενη αξιολόγηση της Ελλάδας από τον Fitch είναι προγραμματισμένη για τον Ιανουάριο του 2022. «Μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην επάνοδο του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ σε μία σταθερή καθοδική τροχιά και η συνεχής βελτίωση στην ποιότητα ενεργητικού του τραπεζικού τομέα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θετική πιστοληπτική αξιολόγηση. Μία αδυναμία μείωσης του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αρνητική αξιολόγηση», καταλήγει ο οίκος.