Μέσα σε 671 σελίδες η εισαγγελέας Πρωτοδικών Ελένη Μιχαλοπούλου περιγράφει και αναλύει όλα εκείνα τα στοιχεία που την οδήγησαν να εισηγηθεί την παραπομπή σε δίκη τριών μελών της οικογένειας Κουτσολιούτσου και ακόμα 18 κατηγορουμένων για την υπόθεση της Folli Follie.
Η εισαγγελική λειτουργός αξιολογώντας τα στοιχεία της ανακριτικής διαδικασίας προτείνει να παραπεμφθούν στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων 21 εκ των 31 προσώπων που αρχικά είχαν διωχθεί. Μεταξύ αυτών εκτός από την οικογένεια των Δημήτρη, Τζώρτζη και Καίτης Κουτσολιούτσου, περιλαμβάνονται ακόμα τέσσερις κατηγορούμενοι, οι οποίοι είναι καταζητούμενοι, ο άλλοτε στενός συνεργάτης της οικογένειας, CFO του Υποομίλου της FFG στην Ασία και τρεις Ασιάτες. Διαφορετική ποινική μεταχείριση επιφύλαξε η εισαγγελέας για άλλους οκτώ κατηγορουμένους εισηγούμενη την απαλλαγή τους, ενώ για άλλους δύο προτείνει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω θανάτου.
Τα αδικήματα για τα οποία κατά περίπτωση η εισαγγελέας ζητεί να λογοδοτήσουν οι κατηγορούμενοι στην υπόθεση αυτή που λειτουργούσε σαν «καλοκουρδισμένο ρολόι» είναι απάτη σε βάρος του επενδυτικού κοινού, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, χειραγώγηση της αγοράς, συγκρότηση, διεύθυνση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία και κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα.
Σύμφωνα με την εισαγγελέα «ο Δημήτριος Κουτσολιούτσος, με τους Γεώργιο (Τζώρτζη) Κουτσολιούτσο και τον CFO του Υποομίλου στην Ασία, με πρόθεση, συγκρότησαν επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα, στην οποία εντάχθηκαν οι ίδιοι ως μέλη και εν συνεχεία η Αικατερίνη Κουτσολιούτσου, οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι αλλά και άγνωστοι μέχρις στιγμής υπάλληλοι και στελέχη του Ομίλου Folli Follie, υποτάσσοντας τη βούλησή τους έκαστος σε αυτήν, ως μέλη της, επιδιώκοντας και πετυχαίνοντας, στο πλαίσιο της συμφωνηθείσας εγκληματικής τους δράσης, βάσει οργανωμένου σχεδίου, που προέβλεπε ιεραρχική διάρθρωση και διακριτούς ρόλους, επιδιώκοντας την κατ’ εξακολούθηση τέλεση κακουργηματικής πλαστογραφίας και απάτης υπό οποιαδήποτε συμμετοχική έκφανση, προς σκοπό αποκόμισης παράνομου περιουσιακού οφέλους, διαμοιράζοντας τα παράνομα κέρδη ανάλογα με τον ρόλο, τη δραστηριότητα και την ιεραρχική τους θέση, βλάπτοντας ή αποσκοπώντας να βλάψουν την περιουσία ιδιωτών και Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ)».
Σκοπός της εγκληματικής οργάνωσης, κατά την εισαγγελική κρίση, «ήταν να παρέχει μια εξωραϊσμένη και παραπλανητική εικόνα ως προς τα οικονομικά μεγέθη του Ομίλου εντός και εκτός Ελλάδος, να εμφανίζει την εταιρεία FF ως μία υγιή, φερέγγυα, κερδοφόρα επιχείρηση, με μεγάλους ετήσιους τζίρους, σταθερά ετήσια κέρδη, ταμειακά διαθέσιμα, προοπτικές ανάπτυξης και περαιτέρω κερδοφορίας και να την καταστήσει ελκυστική επένδυση, αφού με τα ψευδή στοιχεία κατάρτιζε συμφέρουσες επιχειρηματικές συμφωνίες και είχε άνετη πρόσβαση σε δανεισμό μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων, μεταθέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο (πιστωτικό, επενδυτικό κ.λπ.) εν γνώσει των μελών της».
Αξίζει να σημειωθεί τέλος, ότι, όπως προκύπτει από την εισαγγελική πρόταση, το επενδυτικό κοινό δεν θα προέβαινε στην αγορά μετοχών, η τιμή των οποίων είχε αθεμίτως διογκωθεί και υπερτιμηθεί λόγω των παραπλανητικών οικονομικών καταστάσεων.