ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ βαρύτητα στις αποφάσεις που θα λάβει η κυβέρνηση για το επόμενο πακέτο στήριξης της ελληνικής οικονομίας θα έχουν τα στοιχεία για την εξέλιξη του ΑΕΠ στο δεύτερο τρίμηνο του 2020. Το εν λόγω πακέτο θα ανακοινωθεί από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη από τη Θεσσαλονίκη και θα αποτελέσει το πρώτο στάδιο παρεμβάσεων πριν από την ενεργοποίηση των μέτρων που θα χρηματοδοτηθούν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.
Ρεπορτάζ ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΟΥΚΑΚΗΣ
Στη βάση αυτή, τα στοιχεία για το βάθος της ύφεσης στο διάστημα Απριλίου Ιουνίου 2020 που θα ανακοινωθούν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στις 4 Σεπτεμβρίου αφενός θα δώσουν στην κυβέρνηση μια πρώτη εικόνα για το ποιοι κλάδοι δέχθηκαν το μεγαλύτερο χτύπημα από τις οικονομικές επιπτώσεις του κορωνοϊού και το lockdown, αφετέρου θα καταδείξουν τους τομείς στους οποίους η δημόσια στήριξη που δόθηκε μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου είχε τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Εχοντας διαθέσιμες αυτές τις πληροφορίες, το οικονομικό επιτελείο θα είναι σε θέση να κατευθύνει πιο αποτελεσματικά τις επόμενες πολιτικές στήριξης και να διασφαλίσει πως τα νέα χρήματα που θα δοθούν θα πιάσουν τόπο.
Τα στοιχεία
Πρέπει να σημειωθεί πως τα στοιχεία για το ΑΕΠ Απριλίου Ιουνίου 2020 αναμένεται να είναι τα πλέον δυσμενή στη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, με τις εκτιμήσεις να μιλούν για ύφεση ακόμη και κατά 20% σε ετήσια βάση. Είναι ενδεικτικό πως το τρίμηνο Απριλίου Ιουνίου 2019 ήταν το καλύτερο από πλευράς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από το 2009, με το ΑΕΠ να σημειώνει σε ετήσια βάση άνοδο 2,8%. Αυτό θα μετρήσει πρόσθετα στα στοιχεία που αναμένεται να ανακοινώσει η ΕΛΣΤΑΤ, ειδικά στη σύγκριση του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Αλλά και σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2020 η συρρίκνωση της οικονομίας αναμένεται να είναι διψήφια στο δεύτερο τρίμηνο.
Υπενθυμίζεται πως το ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο 2020 υποχώρησε κατά 0,9% σε ετήσια βάση και κατά 1,6% σε τριμηνιαία βάση, ήτοι είχαμε ύφεση χωρίς ακόμη να έχει υπάρξει σημαντική επίδραση από τον ιό σε δραστηριότητες όπως ο τουρισμός και οι μεταφορές. Αυτή η επίδραση θα μετρηθεί στο ΑΕΠ του δευτέρου τριμήνου αλλά και στο ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου, στο οποίο παραδοσιακά καταγράφεται η δραστηριότητα που σχετίζεται με τον τουρισμό.
Οι πιέσεις στις καταναλωτικές δαπάνες το δεύτερο τρίμηνο αναμένεται να είναι πρωτοφανείς, κυρίως από την αναστολή της λειτουργίας των καταστημάτων λιανικού εμπορίου, εστίασης κ.ά., των ξενοδοχείων και των επιχειρήσεων διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Σε αντίθεση με την ιδιωτική κατανάλωση, η πανδημία του κορωνοϊού οδήγησε σε εκτεταμένη διεύρυνση της δημόσιας κατανάλωσης. Αυτή προήλθε από τις έκτακτες δαπάνες για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, όπως επίσης από τις δαπάνες που ήδη απαιτήθηκαν και θα χρειαστούν για την προστασία της δημόσιας υγείας. Το κατά πόσον η δημόσια κατανάλωση είχε αποτέλεσμα θα φανεί από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Εξαγωγές
Στο πεδίο των εξαγωγών, που τα προηγούμενα χρόνια τονώθηκαν από τις εισπράξεις από τον διεθνή τουρισμό, το γεγονός ότι τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας και ειδικά ο ταξιδιωτικός αποκλεισμός έλαβαν χώρα μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 θα μετρήσει πολύ στα σχετικά μεγέθη. Είναι ενδεικτικό πως στοιχεία που δημοσιοποίησε μεσοβδόμαδα η Τράπεζα της Ελλάδος κατέδειξαν πως οι τουριστικές εισπράξεις διαμορφώθηκαν στο πρώτο εξάμηνο του 2020 σε 678 εκατ. ευρώ, έναντι εισπράξεων 5,4 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2019. Τον Ιούνιο του 2020 ανήλθαν σε μόλις σε 64 εκατ. ευρώ, έναντι εισπράξεων 2,5 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2019. Οι επιδόσεις των τουριστικών εισπράξεων θα αποκαλυφθούν σε όλο το εύρος τους όταν ανακοινωθούν τα στοιχεία για το ΑΕΠ τρίτου τριμήνου. Και με τα σημερινά δεδομένα τα έσοδα από τον τουρισμό δύσκολα θα ξεπεράσουν σε επίπεδο έτους τα 4 δισ. ευρώ!
Αυτή η αρνητική επίδοση θα έχει συνακόλουθα επίπτωση στα δημόσια έσοδα, αλλά κυρίως στην ανεργία. Και θα απαιτηθούν ειδικές δράσεις για να στηριχθούν και η αγορά εργασίας και τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου που βρίσκονται υπό διαρκή πίεση.
Τα μέτρα στήριξης
Η κυβέρνηση ήδη εστιάζει την προσοχή της σε δύο τομείς που εκτιμά πως θα προσφέρουν λύσεις στις επιχειρήσεις και θα φρενάρουν την ανεργία και την ύφεση. Ο πρώτος τομέας σχετίζεται με τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, κάτι που θα επιδιωχθεί με τη μείωση των εισφορών. Πέραν της καθαρής μείωσής τους ενδεχομένως κατά 2 μονάδες από το 2021, επιχειρείται διεύρυνση της ελάφρυνσης μέσω της διασύνδεσης της μείωσης των εισφορών με συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο Εργασίας εξετάζει τη θέσπιση ενός ενιαίου σταθερού ασφαλίστρου υγείας για όλους τους μισθωτούς (όπως ισχύει από τις αρχές του 2020 για τους επαγγελματίες), που θα οδηγήσει σε οριζόντια μείωση στις εισφορές, π.χ. στις εισφορές υπέρ του ΟΑΕΔ, και σε μείωση έως και κατά 50% των ανώτατων ασφαλιστέων αποδοχών. Να τονιστεί πως εάν ο ανώτατος ασφαλιστέος μισθός μειωνόταν κατά 50%, θα έφτανε στα 3.250 ευρώ. Σε αυτήν την περίπτωση το καταβλητέο ποσό για εργοδοτικές εισφορές θα μειωνόταν κατά 50%, ενώ οι καθαρές αποδοχές του εργαζομένου θα αυξάνονταν κατά 8%.
Πέραν της παρέμβασης για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, η κυβέρνηση εξετάζει και την παροχή πολύ ισχυρών κινήτρων για επενδύσεις. Σε αυτόν τον τομέα το πιο σημαντικό κανάλι παρέμβασης είναι η βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, που θα επιτρέψει μια ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση των επενδύσεων. Προς αυτήν την κατεύθυνση δίνεται βάρος στην υιοθέτηση της ψηφιακής τεχνολογίας στη δημόσια διοίκηση, καθώς εκτιμάται πως θα συνδράμει τόσο στην αύξηση της παραγωγικότητας όσο και στην αύξηση της συμμετοχής στην εργασία.
ΣΤΗΝ ΚΟΜΙΣΙΟΝ ΘΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ
Τα παραπάνω μέτρα και παρεμβάσεις θα αποτελέσουν και μέρος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης που καταρτίζει η Αθήνα και το οποίο θα σταλεί μέσα στις επόμενες οκτώ εβδομάδες στην Κομισιόν. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, υπό μορφήν προσχεδίου, αναμένεται να υποβληθεί στην Κομισιόν μετά τις 15 Οκτωβρίου, ενώ στην πλήρη του μορφή θα αποκαλυφθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2021, οπότε έχει τεθεί και το σχετικό ορόσημο από την ΕΕ.
Υπενθυμίζεται πως στη βάση των αποφάσεων στις οποίες κατέληξε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής τον Ιούλιο, η Ελλάδα δικαιούται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης 31 δισ. ευρώ, ήτοι επιχορηγήσεις ύψους 19 δισ. ευρώ και δάνεια 12 δισ. ευρώ. Για να λάβει τα χρήματα αυτά στο σύνολό τους, η χώρα μας θα πρέπει να εκπληρώσει συγκεκριμένες υποχρεώσεις και κυρίως θα πρέπει να καταρτίσει το προαναφερόμενο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης που θα περιγράφει τη μεταρρυθμιστική ατζέντα της χώρας για τα έτη 2021- 2023.
Το σχέδιο αυτό θα αναθεωρηθεί και θα προσαρμοστεί ανάλογα με τις ανάγκες το 2022, ώστε να ληφθεί υπόψη η τελική κατανομή των κονδυλίων για το 2023. Το σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει μια σειρά πολιτικών που θα είναι σύμφωνες με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, το οποίο ισχύει για όλες τις χώρες. Μετά την κατάθεση Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έχει στη διάθεσή της δύο μήνες διορία προκειμένου να το εγκρίνει. Το σχέδιο πρέπει να εγκριθεί και από τα άλλα κράτη-μέλη και αυτό θα πρέπει να διενεργηθεί τέσσερις εβδομάδες μετά την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Εκταμιεύσεις
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, τα χρήματα θα εκταμιευθούν στην Ελλάδα από το 2021 και μετά, αρχής γενομένης με την προκαταβολή του 10% του ποσού αυτού. Καθώς κάποια από τα χρήματα που θα εκταμιευθούν θα καλύψουν δαπάνες που έχουν ήδη γίνει μέσα στο 2020, αφενός θα λειτουργήσουν καταλυτικά προκειμένου να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός, αφετέρου η έγκρισή τους θα γίνει με τρόπο πιο άμεσο. Να σημειωθεί πως μέχρι να ξεκινήσει η εισροή των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης (το 2021), από τον Αύγουστο μέχρι τον Νοέμβριο του 2020 αναμένονται στα κρατικά ταμεία πόροι «γέφυρα» άνω των 3 δισ. ευρώ, περιορίζοντας έτσι το δημοσιονομικό κόστος. Αφορούν, μεταξύ άλλων, στην κάλυψη δαπανών από τα κοινοτικά προγράμματα, που μέχρι στιγμής έχει εγκριθεί περί το 1,2 δισ. ευρώ, ενώ από το σχέδιο SURE -για τη στήριξη της απασχόλησης- αναμένεται περί το 1,5 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, σημαντική ένεση αποτελούν και οι δόσεις των 640 εκατ. ευρώ από τα κέρδη της ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από ελληνικά ομόλογα, που θα δοθούν στο πλαίσιο της επόμενης αξιολόγησης. Τα κρατικά διαθέσιμα βρίσκονται στα επίπεδα των 34,7 δισ. ευρώ, έναντι 37,5 δισ. ευρώ τον προηγούμενο Μάρτιο, κάτι που οδηγεί την κυβέρνηση στο να προγραμματίσει νέα έξοδο στις αγορές τον Σεπτέμβριο για την άντληση 1-2 δισ. ευρώ, προκειμένου το ταμειακό μαξιλάρι να παραμείνει στα επίπεδα των 33,5 δισ. ευρώ.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί