Η προσπάθεια εμπέδωσης θεσμών «δυτικής» δημοκρατίας στο Ιράκ δεν ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι οι θεσμοί αυτοί ήρθαν συνοδεία αμερικανικών βομβαρδισμών και μιας ξένης κατοχής που ακολούθησε πολυετείς κυρώσεις που είχαν αποδιαρθρώσει τον κοινωνικό ιστό της χώρας.
Του Νίκου Βασιλειάδη
Επιπλέον, οι θεσμοί αυτοί πρέπει να αναμετρηθούν μια χώρα με περίπλοκη εθνοτική σύνθεση, σφραγισμένη από τη διαίρεση ανάμεσα σε Σουνίτες και Σιίτες και με τους Κούρδους να είναι εδώ και χρόνια σε μια κατάσταση αυτονομίας.
Η εισβολή
Για την Ιστορία, το 2003 οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεπικουρούμενες από τη Μεγάλη Βρετανία εισβάλλουν στο Ιράκ με τη δικαιολογία πως υπερασπίζονται τον κόσμο απέναντι στην πιθανή χρήση όπλων μαζικής καταστροφής που διέθετε ο Σαντάμ Χουσεΐν.
Πώς ξεκίνησε όμως… Αυτό που συνήθως γνωρίζουμε είναι μια «σύγκρουση πολιτισμών» που φέρνει το Ισλάμ ενάντια στη ∆ύση, που άρχισε με την τρομοκρατική επίθεση στους ∆ίδυμους Πύργους το 2001. Η αλήθεια είναι όμως πως η σύγκρουση αυτή είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, από το 1979 όπου μια σειρά από γεγονότα σημάδεψαν την ανατολή μιας νέας εποχής.
Στο Ιράν, μια λαϊκή επανάσταση ανέτρεψε τη μοναρχία και εξελίχθηκε σε μια ισλαμική θεοκρατία.
Στο Αφγανιστάν, μια γενική ισλαμιστική εξέγερση ενάντια σε μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, η οποία είχε ανατρέψει τη μοναρχία αυτής της χώρας τον προηγούμενο χρόνο, οδήγησε στην εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στη χώρα, με ολέθρια για τους εισβολείς αποτελέσματα.
Στο γειτονικό Πακιστάν υιοθετήθηκε μια ισλαμιστική διακυβέρνηση.
Στη Σαουδική Αραβία, οι ισλαμιστές επαναστάτες κατέλαβαν το Μεγάλο Τζαμί της Μέκκας, το σαουδαραβικό κράτος μπορεί να κατέπνιξε άγρια την εξέγερση, αλλά στη συνέχεια, σε συνεργασία με το Πακιστάν, ενίσχυσε τη δέσμευσή του στην ισλαμιστική διακυβέρνηση, προκειμένου να συμμετάσχει στους ριζοσπάστες και να προβάλλει εαυτόν αντί του Πακιστάν ως ο πραγματικός ηγέτης του ισλαμικού κόσμου.
Τα γεγονότα αυτά έγιναν σε μουσουλμανικές χώρες, οι οποίες έως τότε βάδιζαν σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Στο Ιράν, το Αφγανιστάν και στη Σαουδική Αραβία η εξέγερση είχε τον χαρακτήρα της αντίστασης ενάντια σε μια κοσμική «μη ισλαμική» τυραννία που εξάλειφε με βίαιο τρόπο τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής.
Οι δυτικότροποι «τύραννοι» είχαν διαφθαρεί από ξένους τρόπους και την ξένη επιρροή, και οι ισλαμιστές ήρθαν να πολεμήσουν τη διαφθορά, να αποκαταστήσουν τη θρησκευτική αρμονία και να διατηρήσουν τον νόμο και την τάξη με βάση τον νόμο του Ισλάμ, τη σαρία.
Ο Χουσεΐν
Με όσα συνέβαιναν στον ισλαμικό κόσμο, ο πρόεδρος του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν, εκμεταλλεύτηκε την αναταραχή στο γειτονικό Ιράν για να ξεκινήσει έναν πόλεμο που ήλπιζε ότι θα νομιμοποιούσε και θα επέκτεινε την κυριαρχία του σαν εκφραστή και αρχηγού του σουνιτικού Ισλάμ ενάντια στη σιιτική απειλή του Ιράν. Ένας πόλεμος που θα διαρκέσει οκτώ χρόνια (έως τις 20.8.1988) και θα στοιχίσει τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, μαχητές και αμάχους.
Το 1990 ο Σαντάμ Χουσεΐν, χρεοκοπημένος από τον πόλεμό του εναντίον του Ιράν, στρέφεται πια νότια για να αρπάξει τον πετρελαϊκό πλούτο από τις μοναρχίες του Κόλπου για να μπορέσει να επιβιώσει οικονομικά.
Η εισβολή αυτή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ το 1990 ήταν και η αιτία που για πρώτη φορά ο δυτικός κόσμος συνασπίσθηκε και εναντιώθηκε στον Ιρακινό δικτάτορα καταφέροντάς του ένα ισχυρό πλήγμα που πραγματοποίησαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία με τις ευλογίες των Ηνωμένων Εθνών.
Για να πετύχει η επιχείρηση Ιράκ οι δυτικές δυνάμεις κυνηγούν ανελέητα όλα τα μέλη του Μπάαθ και του κρατικού μηχανισμού ως εχθρικές δυνάμεις, δίνοντας προνόμια στο σιιτικό στοιχείο σε βάρος του σουνιτικού, πυροδοτώντας ουσιαστικά μια αιματηρή εμφύλια σύρραξη. Ένας πόλεμος μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών που η αλήθεια είναι πως κρατάει εδώ και αιώνες, αφού ξεκίνησε αμέσως μετά τον θάνατο του προφήτη Μωάμεθ, το 632 μ.Χ., και έχει να κάνει με το ποιος θα ήταν ο διάδοχός του, αφού ο ίδιος δεν όρισε κάποιον. Επιπλέον, η κατοχή του Ιράκ και ιδιαίτερα η βίαιη μεταχείριση του ντόπιου πληθυσμού, που αντιμετωπίστηκε συλλήβδην ως εχθρικός και επικίνδυνος, ήταν ακόμη ένας σοβαρός παράγοντας που δικαιολογημένα προκάλεσε την αντίσταση του ιρακινού λαού απέναντι στις δυνάμεις κατοχής.
Οι Αμερικανοί
Όταν λοιπόν το 2011 αποχώρησε ο κύριος όγκος των αμερικανικών δυνάμεων, έμειναν αρκετές χιλιάδες Αμερικανοί σε «συμβουλευτικό» ρόλο προς την κυβέρνηση του Ιράκ. Στην πραγματικότητα αυτός ο επαναπροσδιορισμός του αμερικανικού ρόλου στην περιοχή ήταν ένα «σκηνοθετημένο έργο διπλωματικού θεάτρου», όπως εξάλλου το χαρακτήρισαν οι «New Υοrk Times».
Η αμερικανική παρουσία στο Ιράκ αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί ένα είδος κοινού μυστικού. Κάτι για το οποίο σχεδόν όλοι συμφωνούν στην ουσία, αλλά κανένας πολιτικός δεν τολμά να το υποστηρίξει δημόσια.
Μάλιστα «οι περισσότεροι Ιρακινοί αρχηγοί, ακόμη κι εκείνοι που δεν το λένε ανοιχτά, αναγνωρίζουν τη σημασία της παρουσίας των ΗΠΑ » παρατηρεί ο Ρενάντ Μανσούρ, διευθυντής της Πρωτοβουλίας για το Ιράκ με έδρα στο Λονδίνο, όπου σύμφωνα με τον Μανσούρ «οι ΗΠΑ συνεχίζουν να προσφέρουν κάλυψη για μια ισχυρότερη παρουσία της ∆ύσης στην περιοχή».
Μέσα σε αυτό το τοπίο και σε συνδυασμό με τον εμφύλιο πόλεμο στη γειτονική Συρία, εμφανίστηκε και το Ισλαμικό Κράτος που διεκδίκησε να αποκτήσει εδαφικότητα για να εγκαθιδρύσει το «Χαλιφάτο», αποτελώντας μια μείζονα απειλή στη σταθερότητα και την εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ. Σαν να μην έφταναν τα προβλήματα στη λειτουργία των κρατικών θεσμών, τις ελλείψεις στις υποδομές και την εκτεταμένη διαφθορά στο σύνολο σχεδόν των παραδοσιακών πολιτικών παρατάξεων, ένα μεγάλο μέρος της χώρας ανάμεσα στο 2014 και το 2017 χρειάστηκε να υποστεί και την καταστροφική εμπειρία του Ισλαμικού Κράτους.
Σε αυτό το σημείο εμπλέκεται και το Ιράν που υποστήριξε ένα στρατιωτικό σώμα ένοπλων ομάδων, τις Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης, που μαζί με τον ιρακινό στρατό είχε σημαντική συμμετοχή στην ήττα του Ισλαμικού Κράτους. Αυτές οι ένοπλες ομάδες συνέχισαν να υπονομεύουν την πολιτική μετάβαση και ειρήνευση της χώρας, η οποία όμως έχει σχεδιαστεί με τις δυτικότροπες επιταγές των Αμερικανών συμβούλων.
Οι εκλογές
Λογικά οι ΗΠΑ δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι αυτή την ιρανική επιρροή στο Ιράκ και την άνοδο της δημοτικότητας των φιλοϊρανικών κομμάτων, ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του 2018, και έτσι στις πρόσφατες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 2021 υποστήριξαν κόμματα αντίθετα με τα φιλοϊρανικά, με αποτέλεσμα να κερδίσει τις εκλογές ο Μουκτάντα αλ Σαντρ με 73 βουλευτικές έδρες.
Αντίθετα η συμμαχία Φατάχ, πολιτική βιτρίνα του Χασντ αλ-Σάαμπι, ισχυρού συνασπισμού φιλοϊρανών βετεράνων παραστρατιωτικών των πολιτικοφυλακών των Μονάδων Λαϊκής Κινητοποίησης, κέρδισε μόλις 14 έδρες αντί των 48 που είχε στην προηγούμενη εκλογική διαδικασία του 2018 και έσπευσε να μιλήσει για χειραγώγηση του εκλογικού αποτελέσματος (από τις ΗΠΑ) και νοθεία, κατηγορώντας τον Μουσταφά αλ-Καντίμι ως «συνεργό» σε αυτή την «απάτη».
Η κατάσταση δεν άργησε να ξεφύγει μετά τις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου. Οι Σιίτες παραστρατιωτικοί αμφισβητούν τα αποτελέσματα και έχουν στρατοπεδεύσει στις παρυφές της Πράσινης Ζώνης, ενώ πολλές βίαιες συγκρούσεις έλαβαν χώρα στη Βαγδάτη μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και υποστηρικτών πολιτικών παρατάξεων που έχουν τη στήριξη του Ιράν, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν ένοπλες πτέρυγες.
Η επίθεση…
Αυτό το μπλεγμένο πολιτικό σκηνικό είχε ως αποτέλεσμα την επίθεση της 7ης Νοεμβρίου 2021, με τρία drones με εκρηκτικά στην κατοικία του νυν (προσωρινού μέχρι να σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση) πρωθυπουργού του Ιράκ Μουσταφά αλ-Καντίμι, μόλις μία μέρα αφότου τον είχε απειλήσει ο διοικητής της φιλοϊρανικής ένοπλης ομάδας Ασαΐμπ αλ-Χακ, Καΐς αλ-Καζαλί.
Η απόπειρα δολοφονίας πραγματοποιήθηκε με «τρία μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τα δύο από τα οποία καταρρίφθηκαν» από τη φρουρά του Μουσταφά αλ-Καντίμι.
Από την επίθεση τραυματίστηκαν επτά μέλη της φρουράς του πρωθυπουργού, ο οποίος λίγο αργότερα εμφανίστηκε σε βίντεο που έδωσε στη δημοσιότητα το γραφείο του, όπου προεδρεύει σε μια συνάντηση με ανώτατους διοικητές ασφαλείας για να συζητήσουν την επίθεση.
«Το σπίτι μου ήταν στόχος μιας άνανδρης επίθεσης. Χάρη στον Θεό, εγώ και οι συνεργάτες μου είμαστε καλά. Οι ηρωικές δυνάμεις ασφαλείας και ο στρατός εργάζονται για την προστασία του Ιράκ και της σταθερότητάς του. Οι άνανδρες ρουκέτες και τα άνανδρα drones δεν χτίζουν χώρες, δεν χτίζουν το μέλλον. Εργαζόμαστε για την οικοδόμηση της πατρίδας μας σεβόμενοι το κράτος και τους θεσμούς και χτίζοντας ένα καλύτερο μέλλον για όλους τους Ιρακινούς», δήλωσε ο Μουσταφά αλ-Καντίμι, τονίζοντας μάλιστα ότι αυτοί που κρύβονται πίσω από την απόπειρα κατά της ζωής του είναι όλοι γνωστοί και θα εκτεθούν.
Οι αλληλοκατηγορίες
Φυσικό ήταν λοιπόν οι υποψίες να πέσουν στις φιλοϊρανικές ομάδες. Για τον λόγο αυτό, στέλεχος της ένοπλης φιλοϊρανικής ομάδας Καταΐμπ Χεζμπολάχ την αμέσως επόμενη μέρα καταδίκασε την επίθεση αλλά και υπαινίχθηκε ότι η επίθεση οργανώθηκε από τον ίδιο τον Καντίμι και απόδειξη γι’ αυτό είναι πως καταδικάστηκε σχεδόν αμέσως από την ιρανική κυβέρνηση, που επίσης στην ανακοίνωσή της μίλησε για συνωμοσία.
Επισήμως, το Ιράν καταδίκασε την επίθεση και κάλεσε σε «επαγρύπνηση για να αποτραπούν συνωμοσίες που αποσκοπούν στην ασφάλεια» της γειτονικής του χώρας.
Ένας άλλος αξιωματούχος της ασφάλειας της υποστηριζόμενης από το Ιράν οργάνωσης Καταΐμπ Χεζμπολάχ στο Ιράκ απέρριψε επίσης τις εικασίες ότι οι φιλοϊρανικές οργανώσεις βρίσκονται πίσω από την επίθεση εναντίον του Καντίμι. «Σύμφωνα με τις επιβεβαιωμένες πληροφορίες μας, κανένας στο Ιράκ δεν επιθυμεί να σπαταλήσει ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος στο σπίτι ενός πρώην πρωθυπουργού», ανέφερε ο Αμπού Άλι αλ-Ασκάρι.
Το δύσκολο έργο του νικητή των εκλογών
Το τι θα αποκαλυφθεί τελικά πίσω από αυτή την απόπειρα αποµένει να το δούµε. Το σίγουρο πάντως είναι πως ο δρόµος µέχρι να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας ο Σαντρ δεν θα είναι στρωµένος µε λουλούδια.
Ο ίδιος ο Μουκτάντα αλ-Σαντρ µάλιστα, αντιλαµβανόµενος το «εύφλεκτον» της ατµόσφαιρας και θέλοντας να στείλει ένα µήνυµα ενότητας, υποστήριξε πως η επίθεση ήταν «µια σαφής και ρητή στοχοποίηση του Ιράκ και του λαού του», που επεδίωκε να ωθήσει τη χώρα σε µια κατάσταση χάους, που θα επέτρεπε «να ελεγχθεί από µη κρατικές δυνάµεις και παρεµβάσεις». Ωστόσο εξακολουθεί να έχει προβλήµατα στο να µπορέσει να σχηµατίσει µια κυβέρνηση που να έχει το δικό του στίγµα στην περίπλοκη πολιτική γεωµετρία των εκλογικών αποτελεσµάτων, αν και δείχνει να χαίρει της εκτίµησης της πλειοψηφίας του ιρακινού λαού αφού προέρχεται από µια εµβληµατική σιιτική οικογένεια. Ο πατέρας του, Μοχάµαντ Σαντέκ αλ-Σαντρ, ήταν από τις σηµαντικότερες θρησκευτικές και πολιτικές µορφές των Σιιτών του Ιράκ, µε µεγάλο κύρος επειδή είχε υψώσει το ανάστηµά του ενάντια στον Σαντάµ Χουσεΐν µε αποτέλεσµα να δολοφονηθεί µαζί µε δύο γιους του. Όµως και ο ίδιος ο Σαντρ είναι γνωστός µετά την εισβολή στο Ιράκ το 2003 ως υποστηρικτής της αντίστασης στους Αµερικανούς και έχει αποκτήσει µεγάλο κύρος, ιδίως ανάµεσα στους φτωχούς Σιίτες πολλών περιοχών της Βαγδάτης. Οι ένοπλες οµάδες των οποίων ηγήθηκε υπήρξαν σηµαντικός πονοκέφαλος για τους Αµερικανούς το 2004.
Ο συνδυασµός ανάµεσα στη σιιτική ταυτότητα και την έµφαση σε έναν ιρακινό εθνικισµό, η αντίσταση στις ΗΠΑ, καθώς και η αµφισβήτηση της παρουσίας όλων των ξένων δυνάµεων στη χώρα (και του Ιράν συµπεριλαµβανοµένου) έκαναν τον Σαντρ και τον εκλογικό συνασπισµό του να µπορεί να εκπροσωπήσει ένα σηµαντικό µέρος µιας δυσαρεστηµένης ιρακινής κοινωνίας που φαίνεται να αποζητά -απαλλαγµένη από τον βραχνά του Ισλαµικού Κράτους- λύση στα σοβαρά και µακροχρόνια προβλήµατά της, αφού το Ιράκ, µια χώρα µε τεράστιο ενεργειακό πλούτο, αδυνατεί να εξασφαλίσει ακόµη και τη λειτουργία των βασικών υποδοµών του (Ηλεκτρισµός, Ύδρευση, Υγεία, Εκπαίδευση) ή να προσφέρει ασφάλεια, όσο οι διάφοροι διακανονισµοί για την κατανοµή της εξουσίας ανάµεσα στις διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές οµάδες για χρόνια έχουν εδραιώσει ένα σύστηµα καταλήστευσης των δηµοσίων πόρων από τις κυρίαρχες πολιτικές ελίτ.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ ” 14/11/2021
Διαβάστε ακόμη
Το Ιράν βλέπει συνωμοσία πίσω από την επίθεση στον Ιρακινό πρωθυπουργό
Ιράκ: Πώς έγινε η απόπειρα δολοφονίας του πρωθυπουργού – Διεθνείς αντιδράσεις (Βίντεο)