Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή:
Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
η κατοικία αποτελεί, ως γνωστόν, θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται σε πλήθος διεθνών και ευρωπαϊκών κειμένων, αλλά και εθνικών συνταγμάτων.
Ως πρωταρχική ανθρώπινη ανάγκη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αξιοπρέπεια και την προστασία που οφείλει το Κράτος και η κοινωνία στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.
Η κατοχύρωσή της δεν αφορά άμεσα μόνο τον ιδιοκτήτη ή μισθωτή της, αλλά όλους όσοι συνοικούν σε αυτή, όπως ο/η σύζυγος, τα παιδιά, άλλα προστατευόμενα μέλη κ.λπ., αποτελώντας δηλαδή, τη βασική συνθήκη για την στοιχειώδη ανθρώπινη διαβίωση και την ομαλή ανάπτυξη και συγκρότηση της προσωπικότητάς τους.
Η απόκτηση πρώτης κατοικίας αποτέλεσε στη χώρα μας τον ιδεώδη στόχο της οικογενειακής ασφάλειας για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες της, ανεξάρτητα από τις οικονομικές τους δυνατότητες.
Αυτή η διαχρονική προσήλωση και προτεραιότητα για την απόκτησή της ενθαρρύνθηκε μεταπολιτευτικά από εξειδικευμένες πολιτικές και ευνοϊκές φορολογικές διατάξεις, ενώ το πολιτικό και τραπεζικό σύστημα κατηύθυνε και χειραγώγησε την ανάγκη για κατοικία μέσα από τον εκτεταμένο δανεισμό.
Βεβαίως, η αναγκαστική απώλεια της κατοικίας ήταν πάντοτε δυνατή από κάθε κίνδυνο που θα μπορούσε να προκύψει στη ζωή του ιδιοκτήτη της.
Επαγγελματικές ή προσωπικές αποτυχίες δημιουργούσαν ανυπέρβλητες οικονομικές υποχρεώσεις που μπορούσαν να οδηγήσουν στον εκπλειστηριασμό της με τις νόμιμες προϋποθέσεις.
Παρά την διακήρυξη του ελληνικού Συντάγματος ότι «η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται ή στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του κράτους», εν τούτοις ποτέ δεν υπήρξε καθολική και μόνιμη προστασία της πρώτης κατοικίας από τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν στη ζωή του ιδιοκτήτη της.
Η όποια προστασία βασιζόταν σε εθιμικούς κανόνες κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών χωρίς να λάβουν όμως θεσμικό χαρακτήρα.
Ουσιαστικά το δικαίωμα του ιδιοκτήτη στην πρώτη κατοικία του ήταν απροστάτευτο στις φορολογικές, αστικές και λοιπές απαιτήσεις του δημοσίου ή τρίτων.
Παρότι με το νόμο για την προστασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, αλλά και την αναστολή των πλειστηριασμών συγκροτήθηκε ένα σημαντικό δίκτυ ασφαλείας για κάποιους ιδιοκτήτες πρώτης κατοικίας, εν τούτοις αυτό δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα.
Αντιθέτως, έχει βραχύ ορίζοντα και η συζήτηση που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα -όπως τώρα- για την παράταση ή μη των ευμενών προσωρινών διατάξεων δημιουργεί μια αίσθηση αναβολής «θανατικής ποινής», που δυστυχώς, παράγει μια συνεχή ομηρία, εμποδίζοντας εγκλωβισμένους ιδιοκτήτες να προχωρήσουν δημιουργικά στη ζωή τους.
Μάλιστα, όταν από την 1-1-2016 πρόκειται να εφαρμοστεί ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, θα έχει υποχωρήσει κάθε μικρή, αλλά εξασφαλιστική δικλείδα του παρελθόντος, όπως η χρήση περισσότερων ενδίκων μέσων για την ανατροπή πλειστηριασμού, αλλά και αυτή ακόμα η προστασία του περιεχομένου της κατοικίας, όπως τα οικογενειακά κειμήλια, έπιπλα ή βιβλία.
Αντί δηλαδή, για την προοδευτική κατοχύρωση του δικαιώματος στην κατοικία απειλείται η καθολική υποχώρησή του, που θα είναι καταστροφική για χιλιάδες συμπολίτες μας, αφού η πρώτη κατοικία είναι το τελευταίο τους καταφύγιο μέσα στην κρίση, ειδικά όταν είναι άνεργοι, ηλικιωμένοι, περιστασιακά εργαζόμενοι ή κατεστραμμένοι επαγγελματίες.
Στη χώρα μας πρέπει λοιπόν να γίνει η συζήτηση που ποτέ δεν ξεκίνησε.
Εν μέσω κρίσης, πρέπει πρώτα να θεσμοθετήσουμε το διαρκές δίκαιο προστασίας και στη συνέχεια να μιλήσουμε για τα θέματα πλειστηριασμού.
Η προστασία της πρώτης κατοικίας δεν μπορεί να αποτελεί την εξαίρεση μέσα στον κανόνα για τους πλειστηριασμούς, αλλά το αντίθετο.
Με εκατομμύρια συμπολίτες μας κάτω από τα όρια της φτώχιας και την απειλή του πλειστηριασμού για χιλιάδες πρώτες κατοικίες, είναι αναγκαία λοιπόν, η διεκδίκηση μόνιμης λύσης.
Χωρίς να είναι αναγκαία η αναθεώρηση του Συντάγματος, πρέπει τώρα να υπάρξει το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο που θα προστατεύσει μόνιμα και σταθερά την πρώτη κατοικία.
Κύριε Υπουργέ, απευθυνόμαστε σε εσάς και ζητάμε
την προσθήκη της πρώτης κατοικίας στις πάγιες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ως ακατασχέτου, κάτι που ποτέ μέχρι σήμερα δεν συζητήθηκε και το οποίο πρέπει άμεσα να θεσμοθετηθεί, με όρους και προϋποθέσεις που θα καθορισθούν από ευρεία δημόσια διαβούλευση με τη συνδρομή νομοπαρασκευαστικής επιτροπής.
Ο δημόσιος πολιτικός, κοινωνικός και νομικός διάλογος πρέπει να ανοίξει από και προς κάθε κατεύθυνση και προσβλέπουμε στις πρωτοβουλίες σας.
Γιάννης Ιωαννίδης
Δικηγόρος, τ. ΓΓ Υπουργείων Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Μόσχος Κορασίδης
Γεωπόνος, τ. ΓΓ Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Μαρίνος Σκανδάμης
Δικηγόρος, τ. ΓΓ Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.