Ο Τζο Μπάιντεν περιόρισε τη χρήση από τον αμερικανικό στρατό τηλεκατευθυνόμενων μη επανδρωμένων αεροσκαφών (Unmanned Aerial Vehicles, UAVs) για πλήγματα εναντίον τζιχαντιστικών οργανώσεων πέραν των θεάτρων των πολέμων στους οποίους εμπλέκονται επίσημα οι ΗΠΑ, ανακαλώντας την απόφαση για το αντίθετο του προκατόχου του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε πρακτικά δώσει λευκή επιταγή στους στρατηγούς του για χώρες όπως η Σομαλία.
Κάθε πλήγμα που σχεδιάζεται εναντίον τζιχαντιστών πέραν του Αφγανιστάν, της Συρίας και του Ιράκ θα υποβάλλεται προς έγκριση στον Λευκό Οίκο προτού εκτελεστεί, είπε χθες Δευτέρα ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου, ο Τζον Κέρμπι, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
Πρόκειται για «προσωρινές οδηγίες που δόθηκαν ώστε να εξασφαλιστεί ότι ο πρόεδρος έχει την πλήρη εικόνα για τις σημαντικές επιχειρήσεις», διευκρίνισε, επιβεβαιώνοντας πληροφορίες που δημοσίευσαν αμερικανικά ΜΜΕ.
«Αυτό δεν είναι μόνιμο και δεν σηματοδοτεί την αναστολή» των πληγμάτων με τη χρήση UAVs, πρόσθεσε. «Παραμένουμε επικεντρωμένοι στη μόνιμη απειλή που αντιπροσωπεύουν οι εξτρεμιστικές οργανώσεις και είναι σαφές ότι παραμένουμε αποφασισμένοι να συνεργαστούμε με τους εταίρους μας στο εξωτερικό για την αντιμετώπιση απειλών».
Σύμφωνα με την εφημερίδα The New York Times, οι οδηγίες αυτές, που αποκαλύφθηκαν τις τελευταίες ημέρες, είχαν διαβιβαστεί διακριτικά στις στρατιωτικές διοικήσεις αμέσως μετά την άφιξη του Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο την 20ή Ιανουαρίου.
Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ από την αρχή της θητείας του το 2016 χαλάρωσε τον έλεγχο που ασκούσε ο Μπαράκ Ομπάμα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον τζιχαντιστικών οργανώσεων, λέγοντας πως είχε «εμπιστοσύνη στους στρατηγούς του».
Κατόπιν τα πλήγματα των UAVs πολλαπλασιάστηκαν, περνώντας από τα 11 στη Σομαλία το 2015 στα 64 το 2019, σύμφωνα με το παρατηρητήριο Airwars.
Μετατράπηκαν στη μοναδική μέθοδο δράσης σε ορισμένες χώρες όπου ο αμερικανικός στρατός δεν έχει αναπτύξει παρά μερικές δεκάδες μέλη των Ειδικών Δυνάμεων για να υποστηρίζουν τις κυβερνητικές δυνάμεις, όπως στη Σομαλία, όπου οι ΗΠΑ έχουν στο στόχαστρο τους ισλαμιστές μαχητές της οργάνωσης Σεμπάμπ, ή ακόμη η Λιβύη, όπου καταδιώκουν μέλη της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ).
Παρότι οι στρατιωτικοί διαβεβαιώνουν ότι τα πλήγματα αυτού του είδους είναι «χειρουργικά», μη κυβερνητικές οργανώσεις καταγγέλλουν πως προκαλούν θύματα μεταξύ των αμάχων, ενώ η αποτελεσματικότητά τους αμφισβητείται.
Στην πρώτη του δημόσια έκθεση για τις αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Σομαλία, που είχε δημοσιοποιηθεί τον Φεβρουάριο του 2020, ο γενικός επιθεωρητής του υπουργείου Άμυνας, ο Γκλεν Φάιν, θύμιζε ότι η αποστολή που είχε ανατεθεί στη USAFRICOM —το αμερικανικό μεικτό στρατηγείο που είναι αρμόδιο για την Αφρική— ήταν να πλήξει «τη Σεμπάμπ και το ΙΚ στη Σομαλία, καθώς και άλλες εξτρεμιστικές οργανώσεις στην ανατολική Αφρική ώστε να μη μπορούν πλέον να βλάψουν συμφέροντα των ΗΠΑ».
Όμως «παρά τα συνεχή αμερικανικά πλήγματα» και «τη βοήθεια στις αφρικανικές δυνάμεις-εταίρους (των ΗΠΑ), η Σεμπάμπ μοιάζει να αποτελεί μεγεθυνόμενη απειλή», και «φιλοδοξεί να πλήξει το αμερικανικό έδαφος», κατά το γραφείο του γενικού επιθεωρητή.
Τουλάχιστον δέκα άνθρωποι σκοτώθηκαν το βράδυ της Παρασκευής όταν εξερράγη αυτοκίνητο-βόμβα, ενέργεια την ευθύνη για την οποία ανέλαβε η ισλαμιστική οργάνωση Σεμπάμπ, με στόχο δημοφιλές εστιατόριο στη Μογκαντίσου, την πρωτεύουσα της Σομαλίας, σύμφωνα με την αστυνομία.