Ο 48χρονος πρωτοδίκης Ε.Π., ο οποίος εκτίει σήμερα ποινή κάθειρξης 6 ετών στις φυλακές της Χαλκίδας επειδή υποχρέωνε τον 5χρονο γιο του να δέχεται τις σεξουαλικές του ανωμαλίες, θα ζητήσει από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας να αναβληθεί η εκδίκαση της παραπομπής του σε οριστική απόλυση από το δικαστικό σώμα, μέχρι να αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο οποίο έχει προσφύγει λόγω μη δίκαιης δίκης του.
Ο εν λόγω πρωτοδίκης διοικητικών δικαστηρίων, τον Φεβρουάριο του 2012 καταδικάστηκε από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών σε κάθειρξη 6 ετών και 3ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για «αποπλάνηση ανηλίκου μη συμπληρώσαντος το 10ο έτος της ηλικίας του κατ’ εξακολούθηση». Η υπόθεση αυτή έγινε γνωστή το 2001, όταν η πρώην σύζυγός του κατέθεσε σε βάρος του μήνυση για αποπλάνηση του ανήλικου παιδιού τους.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, ο πρωτοδίκης δεν δίσταζε να υποχρεώνει το γιο του, όταν τον φιλοξενούσε σπίτι του, καθώς ήταν διαζευγμένος, να του ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του επιθυμίες, λέγοντάς του πως αν δεν δεχόταν, δεν θα του έπαιρνε το απόγευμα παγωτό.
Σε άλλο σημείο της δικογραφίας αναφέρεται ότι ο πρωτοδίκης υποχρέωνε ακόμη και εκβιαστικά, με ξυλοδαρμό, στέρηση φαγητού κ.λπ., το 5χρονο παιδί του να δέχεται τις σεξουαλικές του ορέξεις.
Πρωτόδικα ο Ε.Π. είχε καταδικαστεί από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών σε κάθειρξη 13 ετών, αλλά στο δεύτερο βαθμό ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων οι συγγενείς του εμφάνισαν συμπτώματα αδύνατης μνήμης, ξεχνώντας και ανακαλώντας περιγραφές της κακοποίησης που είχε δεχθεί το άτυχο ανήλικο παιδί.
Στην πολύωρη ακροαματική διαδικασία, η οποία έγινε κεκλεισμένων των θυρών, είχαν έρθει στο φως ανατριχιαστικά στοιχεία για τη δράση του «πατέρα» πρωτοδίκη που άφησαν με το στόμα ανοικτό τους δικαστές του.
Μετά την καταδίκη του, ο παιδόφιλος δικαστής δεν το έβαλε κάτω. Ασκησε αναίρεση στον Αρειο Πάγο κατά της εφετειακής απόφασης που του επέβαλε την κάθειρξη 6 ετών και την 3ετή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του.
Οι αρεοπαγίτες όμως το δεύτερο δεκαήμερο του Ιουλίου του 2012 απέρριψαν την αναίρεσή του. Μετά την καταδικαστική απόφαση ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης κ. Αντώνης Ρουπακιώτης τον έθεσε σε αργία από 19.12.2011.
Στη συνέχεια, ο κ. Ρουπακιώτης στις 11.7.2012 έστειλε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ερώτημα, όπως λέγεται, για το αν πρέπει ο παιδεραστής να απολυθεί οριστικά ή όχι από το δικαστικό σώμα, λόγω της καταδίκης του για «αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο».
Στο μεσοδιάστημα μέχρι να προσδιοριστεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσής του, ο πρωτοδίκης ζήτησε από τον Αρειο Πάγο την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας στο Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο. Ωστόσο, οι αρεοπαγίτες απέρριψαν το αίτημά του με την υπ’ αριθμ. 1161/2013 απόφασή τους.
Μετά την πρώτη καταδικαστική εφετειακή απόφαση όμως ο πρωτοδίκης συνέχιζε να είναι ελεύθερος και να ασκεί κανονικά τα δικαστικά του καθήκοντα, μέχρι που εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί στις φυλακές.
Και ασκούσε τα καθήκοντα του έως τότε, καθώς πρώτον, η έφεση που είχε ασκήσει κατά της εφετικής απόφασης είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα και, δεύτερον, δεν μπορούσε να ξεκινήσει σε βάρος του κάποια πειθαρχική διαδικασία, αφού δεν υπήρχε οριστική καταδικαστική ποινική απόφαση.
Σύμφωνα με πληροφορίες από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου που πρόκειται να συζητηθεί το θέμα της οριστικής απόλυσής του από το δικαστικό σώμα, ο πρωτοδίκης θα ζητήσει την αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσής του μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στο οποίο έχει προσφύγει.
Στην προσφυγή του ενώπιον του ΕΔΔΑ ο πρωτοδίκης υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, ενώ παράλληλα αμφισβητεί την κρίση των ποινικών δικαστών και ζητά να εξεταστούν ως μάρτυρες τέσσερις συνάδελφοί του.
Εισηγητής της υπόθεσης αυτής στο ΣτΕ έχει οριστεί ο σύμβουλος Επικρατείας κ. Εμμανουήλ Κουσιουρής, ο οποίος -σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πληροφορίες- θα υποστηρίξει ότι όχι μόνο δεν πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της αποπομπής ή όχι από το δικαστικό σώμα του επίμαχου πρωτοδίκη, αλλά αντίθετα θα τονίσει ότι είναι «επιβεβλημένη η περάτωση» της υπόθεσης αυτής για λόγους δημοσίου συμφέροντος, που ανάγονται στην προάσπιση του κύρους της Δικαιοσύνης.
Ακόμη, ο εν λόγω σύμβουλος Επικρατείας θα υπογραμμίσει ότι το ΕΔΔΑ δεν είναι αναθεωρητικό ή ακυρωτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσία να ακυρώσει ή να αναιρέσει την απόφαση του Αρείου Πάγου.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον κ. Κουσιουρή, η προσφυγή του πρωτοδίκη στο ΕΔΔΑ δεν αποτελεί ένδικο μέσο και δεν επιδρά στο αμετάκλητο της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του.