Τη γνωστή παροιμία «όπου φτωχός κι η μοίρα του», με την έννοια του ότι οι φτωχοί τελικώς επιβαρύνονται περισσότερο από τα πιο εύπορα κοινωνικά στρώματα για όλα, επιβεβαιώνει και η νέα μελέτη του καθηγητή Οικονομικών της Υγείας Ιωάννη Υφαντόπουλου, προέδρου του Ινστιτούτου Οικονομικών, Πολιτικών και Κοινωνικών Ερευνών για τον αντίκτυπο της υποεπένδυσης στη φαρμακευτική περίθαλψη και στις υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα.
Της ΑΛΕΞΙΑΣ ΣΒΩΛΟΥ
Όλα όσα αναφέρει η νέα μελέτη του καθηγητή Οικονομικών της Υγείας Ιωάννη Υφαντόπουλου
Έχοντας βγει από την πανδημική κρίση, με τις εισαγόμενες κρίσεις της ακρίβειας και του πληθωρισμού και της ενέργειας να συνεχίζονται και μετρώντας στο παρελθόν, από το 2010, μία δεκαετία μνημονιακής κρίσης, οι αλλεπάλληλες μειώσεις των δαπανών στην υγεία μεγάλωσαν τις ανισότητες σε ό,τι αφορά την πρόσβαση αλλά και το κόστος της περίθαλψης, επιβαρύνοντας αυτούς που θα έπρεπε να προστατευθούν, δηλαδή τους πιο αδύναμους.
«Σε όρους Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε χρόνο κερδίζαμε μέχρι την πανδημία του κορωνοϊού τέσσερις μήνες ζωής και ό,τι κερδίσαμε μέσα σε μία δεκαετία το χάσαμε μέσα σε μία Covid χρονιά», λέει ο καθηγητής Ιωάννης Υφαντόπουλος. Στην Ελλάδα η ζημιά από την πανδημία μεταφράζεται σε απώλεια 1,4 χρονών ζωής, ενώ στη Ρουμανία η απώλεια έφτασε τα τέσσερα χρόνια ζωής. Η υποεπένδυση στην υγεία και στο δημόσιο Σύστημα Υγείας έχει οδηγήσει την πατρίδα μας στο να έχει μία από τις μεγαλύτερες συμμετοχές στην ιδιωτική περίθαλψη. Το μέσο νοικοκυριό φορτώθηκε αναγκαστικά τις δαπάνες, πληρώνοντας από την τσέπη του και σ’ ένα σημαντικό ποσοστό οι δαπάνες αυτές εξελίχθηκαν σε «καταστροφικές» δαπάνες. Έτσι χαρακτηρίζεται από τους οικονομολόγους η κατάσταση κατά την οποία ένας άνθρωπος αναγκάζεται να κόψει από ζωτικές δαπάνες διαβίωσης για να πληρώσει για φάρμακα και περίθαλψη, δηλαδή περιορίζοντας την αγορά τροφίμων ή μετακομίζοντας σε μικρότερο σπίτι για να έχει μικρότερο ενοίκιο.
Όταν η Ελλάδα βγήκε από τα μνημόνια, αύξησε σε ποσοστό 2,5% του ΑΕΠ τις δαπάνες υγείας αλλά σε όρους επιβίωσης κέρδισε μόλις 2,8 έτη ζωής. Ως κάκιστο παράδειγμα προς μίμηση, οι ΗΠΑ αύξησαν τις δαπάνες υγείας στο 6,3% του ΑΕΠ – μία πολύ μεγάλη αύξηση που ωστόσο συνοδεύεται από το χειρότερο προσδόκιμο επιβίωσης όλων των κρατών! Αντίστοιχα, θετικό παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί η Πορτογαλία που αύξησε 2% του ΑΕΠ τις δαπάνες για την υγεία, κερδίζοντας συνολικά 4,3 χρόνια ζωής, δηλαδή κατάφερε να μεταφράσει σε διπλάσιο ποσοστό το όφελος σε όρους επιβίωσης.
Πολυνοσηρότητα
Στην πατρίδα μας, η στροφή από το δημόσιο στο ιδιωτικό σύστημα υγείας αυξήθηκε κατά 30%, δηλαδή από το 78% έπεσε στο 50% σε ό,τι αφορά τη «χρήση» των υπηρεσιών του δημόσιου συστήματος υγείας, με την πολυνοσηρότητα σε επίπεδο νοικοκυριών να αυξάνεται από το 41,5% στο 50,5%. Αυτό σημαίνει ότι η εμφάνιση των χρόνιων νοσημάτων αυξήθηκε κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες, με το επίπεδο της υγείας του πληθυσμού να καταρρακώνεται.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων, η χώρα μας βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα των κρατών όπου υπάρχουν ανεκπλήρωτες ανάγκες περίθαλψης, με ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια να παραμένει η ελλιπής φροντίδα των ασθενών στο σπίτι. Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικές δαπάνες, οι φτωχοί πληρώνουν δύο φορές περισσότερο από ό,τι οι εύποροι, οι ηλικιωμένοι πληρώνουν δύο φορές περισσότερο, πράγμα αναμενόμενο γιατί καταναλώνουν και περισσότερες υπηρεσίες υγείας, και οι γυναίκες πληρώνουν δύο φορές περισσότερο – ένα εύρημα που επιβεβαιώνει το γεγονός ότι οι γυναίκες φροντίζουν την υγεία τους πολύ περισσότερο από τους άντρες. Επιπλέον οι άνθρωποι που έχουν προβλήματα υγείας πληρώνουν τρεισήμισι έως τέσσερις φορές περισσότερο από εκείνους που είναι υγιείς – κάτι που αναδεικνύει και τη μεγάλη ανάγκη να γίνουν η πρόληψη και οι προληπτικές εξετάσεις κουλτούρα ζωής. Ένα γενικό συμπέρασμα που επίσης προκύπτει από την έρευνα είναι πως η Ελλάδα αποκλίνει από κάθε ομάδα κρατών στην Ευρώπη, σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση του Συστήματος Υγείας.
Ευρήματα
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας Θοδωρής Τρύφων τονίζει ότι το 70% των φαρμακευτικών αναγκών των πολιτών στην Ελλάδα μπορεί να καλυφθεί και καλύπτεται από τα επώνυμα ελληνικά φάρμακα, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι παλιά και δοκιμασμένα σκευάσματα τα οποία έχουν και χαμηλό κόστος. Στη χώρα μας λοιπόν πρέπει να ληφθούν όλα εκείνα τα μέτρα που διασφαλίζουν ότι τα παλιά καλά φάρμακα θα μείνουν στο σύστημα και δεν θα σταματήσει η παραγωγή τους, καθώς θα δίνονται κίνητρα στις εταιρείες να τα παραγάγουν. Αν σταματήσουν να παράγονται και εξαφανιστούν από τη φαρμακευτική αγορά, είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι θα υποκατασταθούν από νεότερα και ακριβότερα σκεπάσματα που θα εκτοξεύσουν τη φαρμακευτική δαπάνη.
Η χώρα μας, με όλες της τις ιδιαιτερότητες, έχει το πλεονέκτημα ότι από τις τετρακόσες μονάδες παραγωγής φαρμάκων που υπάρχουν στην Ευρώπη οι 45 βρίσκονται επί ελληνικού εδάφους και καλύπτουν σε μεγάλο μέρος τις φαρμακευτικές ανάγκες των Ελλήνων. Παράλληλα, εξάγουν τα προϊόντα τους στα πέρατα του κόσμου. Πρέπει λοιπόν αυτές οι μονάδες να προστατευτούν και να συνεχίσουν να επενδύουν, καθώς η επένδυση στην υγεία έχει πολύ υψηλή ανταποδοτικότητα. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Ιωάννης Υφαντόπουλος, «οι δαπάνες της υγείας δεν είναι κοινές δαπάνες, αποτελούν επένδυση στην ευζωία των πολιτών».