Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Γεωπολιτικά… διλήμματα φέρνει το ουκρανικό μέτωπο για τη Δύση

Του Νίκου Βασιλειάδη 
Για μια χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο για περισσότερες από 1.000 ημέρες, ο μήνας που διανύουμε είναι ίσως ο πιο δύσκολος για την Ουκρανία: ο εχθρός της, η Ρωσία, έριξε στο πεδίο της μάχης 11.000 νέους στρατιώτες από τη Βόρεια Κορέα και υπάρχουν φήμες ακόμη και για μισθοφόρους από την Υεμένη, ενώ έχει εντείνει τους βομβαρδισμούς της έχοντας κονιορτοποιήσει το ενεργειακό δίκτυο της Ουκρανίας, καθώς οι θερμοκρασίες πέφτουν κάτω από το μηδέν. Απαντώντας στη χρήση των αμερικανικών και των βρετανικών πυραύλων εκτόξευσε πειραματικά όπλα μεσαίου βεληνεκούς, που πραγματικά τρομάζει η δυναμική τους, και συνεχίζει καθημερινά να έχει εδαφικά κέρδη στα ανατολικά. Σαν να μην έφτανε αυτό, Αμερικανός πρόεδρος εξελέγη ο υποψήφιος που προτιμούσε η Ρωσία, υποσχόμενος να τερματίσει τον πόλεμο σε «24 ώρες» – και, απ’ όσο γνωρίζουμε, σίγουρα όχι υπέρ της Ουκρανίας.
Τα σενάρια
Υπάρχουν τέσσερα πιθανά αποτελέσματα για τον πόλεμο πλήρους κλίμακας της Ρωσίας στην Ουκρανία: «μακροχρόνιος πόλεμος», «πάγωμα των συγκρούσεων», «νίκη για την Ουκρανία» και «ήττα για την Ουκρανία». Όμως, ανεξάρτητα από το σενάριο που θα προκύψει, οι εκτεταμένες και τραυματικές κοινωνιολογικές, οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις του πολέμου θα είναι αναπόφευκτες.
Το πρώτο σενάριο αφορά τη συνεχιζόμενη σύγκρουση φθοράς που δίνει σε κάθε πλευρά τη δυνατότητα να εξαντλήσει την άλλη. Η Ουκρανία θα συνεχίσει να μάχεται και να προσπαθεί να ανοικοδομήσει ταυτόχρονα, ενώ θα υποστεί ολοένα μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες στο πεδίο της μάχης και λόγω της μετανάστευσης.
Το δεύτερο σενάριο αφορά μια ανακωχή που θα σταθεροποιούσε την πρώτη γραμμή και θα επέτρεπε και στις δύο πλευρές να ανασυνταχθούν και να ανακτήσουν τις εξαντλημένες δυνάμεις τους προετοιμασμένες για περαιτέρω μάχες, με την Ουκρανία να παραμένει επίσημα προσηλωμένη στον στόχο της πλήρους αποκατάστασης των συνόρων της του 1991.
Το σενάριο της «νίκης για την Ουκρανία» προϋποθέτει μια αλλαγή στη δυτική πολιτική που θα οδηγήσει τους συμμάχους της να παράσχουν τα όπλα και τη στρατιωτική υποστήριξη που θα επέτρεπε στην Ουκρανία να αναγκάσει τον ρωσικό στρατό να επιστρέψει τουλάχιστον στη γραμμή οριοθέτησης της 23ης Φεβρουαρίου 2022.
Τέλος υπάρχει και το σενάριο της αποδοχής από την Ουκρανία των ρωσικών όρων παράδοσης (αλλαγή κυβέρνησης, αποστρατιωτικοποίηση, ουδετερότητα και de facto διχοτόμηση), συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης εδαφικών απωλειών, κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο σε περίπτωση σημαντικής απόσυρσης της δυτικής υποστήριξης από την Ουκρανία και στρατιωτικής κατάρρευσής της.
Ο βαθμός στον οποίο κάθε σενάριο μπορεί να πραγματοποιηθεί θα εξαρτηθεί από τρεις παράγοντες:
1. Την ικανότητα και την προθυμία των Δυτικών συμμάχων της Ουκρανίας να διατηρήσουν την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη για τη χώρα και να παράσχουν μακροπρόθεσμες εγγυήσεις ασφάλειας.
2. Την ικανότητα της Ουκρανίας να διατηρήσει τη λαϊκή υποστήριξη για τον συνεχιζόμενο πόλεμο, ενώ παράλληλα να κινητοποιεί και αναπτύσσει δυνάμεις σε επαρκείς ποσότητες.
3. Στην περίπτωση της Ρωσίας, τη συνεχιζόμενη απουσία αντίθεσης στον πόλεμο από την πλευρά των ελίτ και της κοινωνίας γενικότερα.
Με αυτά τα δεδομένα, η ερώτηση που τίθεται συνεχώς από την περασμένη εβδομάδα, κυρίως από τους υποστηρικτές του σεναρίου της νίκης της Ουκρανίας, είναι το αν και πόσο η Δύση είναι διατεθειμένη να κλιμακώσει τον πόλεμο;
Οι προϋποθέσεις
Και η ερώτηση αναφέρεται στην άρση των περιορισμών που επιβλήθηκαν στην Ουκρανία, οι οποίοι της απαγόρευαν να χρησιμοποιεί τον δυτικό πολεμικό εξοπλισμό που διαθέτει για να χτυπήσει μέσα στο ρωσικό έδαφος.
Μέχρι τώρα η δυτική πολιτική για τον πόλεμο περιγράφεται καλύτερα ως επαυξητική – μια απελευθέρωση όπλων με στάγδην τροφοδοσία, που δίνει στην Ουκρανία ένα σωσίβιο, αλλά σίγουρα δεν της επιτρέπει τη δυνατότητα να απωθήσει τη Ρωσία. Ο λόγος που δεν της έχει δοθεί αυτή η ευκαιρία είναι διπλός.
Πρώτον, κοστίζει πολύ περισσότερο – σε αμυντικές δαπάνες, δωρεές όπλων και διατήρηση της οικονομίας και της κοινωνίας της Ουκρανίας σε λειτουργία. Οι πόλεμοι είναι ακριβοί. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις που εξαρτώνται από τους ψηφοφόρους τους δεν θέλουν να τους το πουν αυτό. Ισχυρό παράδειγμα είναι το αποτέλεσμα από τις εκλογές στις ΗΠΑ και η κόπωση των Ευρωπαίων πολιτών, που εν μέσω μίας μεγάλης κρίσης πληθωρισμού βλέπουν τεράστια κονδύλια να διαρρέουν σε έναν ατέρμονο πόλεμο.
Ο δεύτερος λόγος που ο δυτικός κόσμος δεν έχει δώσει στην Ουκρανία όλα όσα θα μπορούσε, μας επαναφέρει στην κλιμάκωση. Ανεξάρτητα από το πόσο κλιμάκωσε η Ρωσία τη σύγκρουση πιο πρόσφατα με την εκτόξευση ενός «πειραματικού» βαλλιστικού πυραύλου, οι ΗΠΑ ιδιαιτέρως δεν θέλουν να απαντήσουν. Η κυβέρνηση Μπάιντεν και οι Ευρωπαίοι έχουν σαφώς ανησυχήσει από τις πυρηνικές απειλές της Ρωσίας και την ενημέρωση του πυρηνικού της «δόγματος» (παρότι οι δικτάτορες δεν μπαίνουν στον κόπο να συμβουλεύονται εγχειρίδια για το πότε πρέπει να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα). Αυτή είναι μια ζωντανή απεικόνιση του πώς λειτουργεί ο πυρηνικός εκβιασμός.
Σκεφτείτε τη στάγδην τροφοδοσία: πριν από την προσάρτηση της Κριμαίας και την εισβολή της Ρωσίας στο Ντονμπάς της Ουκρανίας το 2014, η Δύση αρνήθηκε να παράσχει στην Ουκρανία οποιαδήποτε στρατιωτική βοήθεια ή να επιβάλει ουσιαστικές κυρώσεις στη Ρωσία, παρά το ιστορικό της σε επιθετικότητα, αποσταθεροποίηση και έναρξη πολέμων σε άλλες περιοχές.
Στα οκτώ χρόνια που μεσολάβησαν από αυτήν και την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας το 2022, παρείχε ελάχιστες ποσότητες στρατιωτικού υλικού και οι κυρώσεις της στη Ρωσία ήταν ελαφριές. Όταν ξεκίνησε η εισβολή, η Γερμανία πρόσφερε μόνο κράνη. Τα τανκς έφτασαν μόνο έναν χρόνο αργότερα. Τα μαχητικά αεροσκάφη F-16 άρχισαν να πετούν μόνο τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους. Και οι πύραυλοι ATACMS των ΗΠΑ και
Storm Shadow του Ηνωμένου Βασιλείου δεν μπορούσαν να εκτοξευθούν στο ρωσικό έδαφος μέχρι την περασμένη εβδομάδα. Οι νάρκες κατά προσωπικού έχουν πλέον εγκριθεί, αλλά δεν έχουν φτάσει ακόμη.
Οι θιασώτες της ουκρανικής νίκης πιστεύουν πως, εάν ο εξοπλισμός είχε δοθεί πριν από την εισβολή και η άδεια χρήσης του είχε δοθεί αμέσως μετά, η Ουκρανία θα ήταν σίγουρα σε καλύτερη θέση τώρα. Δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι η Ουκρανία θα είχε απωθήσει τη Ρωσία από το έδαφός της. Αλλά και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί με σιγουριά ότι η Ρωσία θα είχε εισβάλει αν η Ουκρανία ήταν καλύτερα οπλισμένη. Αυτό που μπορεί να πει κανείς ωστόσο είναι ότι θα ήταν ένας πιο δίκαιος αγώνας και πως λιγότεροι Ουκρανοί θα είχαν πεθάνει – τόσο στην πρώτη γραμμή όσο και στις μεγάλες πόλεις.
Το αίμα τους είναι πρώτα και κύρια στα χέρια της Ρωσίας. Αλλά σε κάποιο βαθμό, σύμφωνα με τους σφοδρούς πολέμιους του Πούτιν, είναι και της Δύσης, καθώς θα μπορούσε να το είχε αποτρέψει.
Αλλαγή δόγματος
Πολλές φορές ακούγεται ότι η Ουκρανία δεν μπορεί (και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν πρέπει) να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο. Σίγουρα ο Κιρ Στάρμερ, ο Όλαφ Σολτς και ο Τζο Μπάιντεν προτιμούν το πιο αφηρημένο «στεκόμαστε με την Ουκρανία όσο χρειαστεί».
Οι επικριτές τους, που επιθυμούν μια άνευ όρων νίκη της Ουκρανίας σε αυτόν τον πόλεμο, υποστηρίζουν πως εάν δεν δοθούν στην Ουκρανία τα εργαλεία με στόχο τη νίκη, δεν μπορεί να κερδίσει.
Αυτά που χρειάζονται σύμφωνα με αυτούς, για να έχει η Ουκρανία πιθανότητες να συνεχίσει ως κυρίαρχο και αυτόνομο κράτος, είναι η χρήση των αποθεματικών 300 δισ. δολαρίων της Ρωσίας, αυστηρότερες κυρώσεις (ειδικά κατά του σκιώδους στόλου της Ρωσίας που μεταφέρει πετρέλαιο), αποστολή υφιστάμενων αποθεμάτων εξοπλισμού και πυρομαχικών (ιδίως συστημάτων αεράμυνας), επενδύσεις σε αμυντικές βιομηχανίες των ευρωπαϊκών κρατών-μελών με συγκεκριμένο στόχο τον εφοδιασμό της Ουκρανίας, άρση τυχόν υφιστάμενων περιορισμών στη χρήση όπλων για τη στόχευση ρωσικών στρατευμάτων, προμηθειών, γραμμών ανεφοδιασμού ή υποδομής εντός της Ρωσίας· καταστρέφοντας ρωσικούς πυραύλους πάνω από το ουκρανικό έδαφος, όπως γίνεται για το Ισραήλ.
Μερικοί προχωρούν ακόμη περισσότερο και προτείνουν ανάπτυξη στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στη δυτική και την κεντρική Ουκρανία για να βοηθήσουν με υλικοτεχνική υποστήριξη, προμήθειες και εκπαίδευση, για να αμβλύνουν την πίεση στον στρατό της ίδιας της Ουκρανίας· και την εκπόνηση σχεδίου ένταξης στο ΝΑΤΟ με στόχο τη μελλοντική ασφάλεια. Όμως, εδώ μιλάμε για την Ουκρανία. Αν ήταν η Πορτογαλία ή η Γαλλία, σίγουρα το ΝΑΤΟ και η Δύση θα είχαν κινήσει γη και ουρανό για να την προστατεύσουν. Η Ουκρανία, όμως, θεωρείται «όχι Ευρώπη» και αγνοείται πιο εύκολα.
Η απάντηση σε αυτό είναι πως η Ουκρανία είναι η πρώτη γραμμή. Αλλά οι χώρες της Βαλτικής, η Πολωνία, η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία νιώθουν καυτή την ανάσα της Μόσχας και καλούν επανειλημμένα την Ευρωπαϊκή Ένωση να οικοδομήσει μια ισχυρή γραμμή άμυνας κατά μήκος των συνόρων του μπλοκ με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία για να προστατεύσει την Ε.Ε. από στρατιωτικές απειλές και άλλες επιβλαβείς ενέργειες από τη Μόσχα, η οποία θεωρεί τις χώρες της Βαλτικής το πιο ευάλωτο κομμάτι του NATO, γεγονός που θα τις καταστήσει επίκεντρο της στρατιωτικής πίεσης σε περίπτωση μίας σύγκρουσης NATO – Ρωσίας.
Τραύματα
Ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου, οι σύμμαχοι της Ουκρανίας πρέπει να προετοιμαστούν για το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της ουκρανικής κοινωνίας έχει τραυματιστεί ανεπανόρθωτα από τη ρωσική εισβολή. Είτε πρόκειται για οικογένειες που έχασαν γιους και κόρες, για νέους που έχασαν άκρα, είτε για παιδιά που έχασαν γονείς. Η επόμενη ημέρα θα φέρει θυμό, παράπονο αλλά και επιθυμία να επιφέρει ριζικές αλλαγές για να βελτιώσει τη ζωή με τρόπο που η Ουκρανία πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν θα χάσει την ειρήνη. Όσο όμως περισσότερο συνεχίζεται ο πόλεμος, τόσο πιο βαθύ είναι το τραύμα και τόσο μεγαλύτερες είναι οι συνέπειές του, και εδώ η Δύση πρέπει να αποφασίσει τι θα πράξει απέναντι σ’ ένα μεγάλο δίλημμα.
Η άτακτη υποχώρηση της Ουκρανίας απέναντι στον Πούτιν θα αποτελούσε ένα βαρύ, ίσως και ανεπανόρθωτο γεωπολιτικό πλήγμα, ενώ ο εγκλωβισμός και η διαρκής τροφοδότηση ενός αδιέξοδου στρατιωτικού – στρατηγικού εγχειρήματος που είναι η νίκη απέναντι στη Ρωσία θα οδηγούσε σε πλήρες αδιέξοδο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

spot_img

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ