Γυναίκες, ακριβά αυτοκίνητα, πολυτελή κότερα, ταξίδια σε όλο τον κόσμο και τραπεζικές καταθέσεις με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Ο Γιάννης Μαρδάκης, ο Γαλαξιδιώτης νεαρός που έφυγε μετανάστης το 1960 στην Αμερική στα 27 του, κατάφερε από οδηγός ταξί να γίνει ζάπλουτος και να ζήσει μια ζωή σαν μυθιστόρημα.
Από τον Σταύρο Ζαγκανά
Το ιστορικό μαγαζί της Κ. Κηφισιάς που σύχναζε με την Δήμητρα και η… παρέλαση επωνύμων που άφησαν εποχή όπως θυμάται ο ιδιοκτήτης του Γιάννης Μαρδάκης και μοιράζεται με τους αναγνώστες της «Μ»
Λιμουζίνες, 12 ταξί και συναναστροφές με τους πιο πλούσιους επιχειρηματίες, λαμπερούς ηθοποιούς, όπως ο Χάρι Μπελαφόντε και ο Στιβ ΜακΚουίν, αλλά και πασίγνωστους πολιτικούς των ΗΠΑ, όπως την Κοντολίζα Ράις και τον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Σουλτς.
Το ταξίδι στην Αμερική
«Την ιδέα να πάω στην Αμερική την έβαλαν οι θείοι μου» μας λέει ο κ. Μαρδάκης ξετυλίγοντας το κουβάρι της ζωής του.
Έφυγε από την Ελλάδα στις 7 Ιανουαρίου 1960.
Η πρώτη του δουλειά ήταν οδηγός στα ταξί του θείου του. Ο καιρός πέρασε, ο Γιάννης μάζεψε χρήματα και αφού έγινε Αμερικανός υπήκοος, το 1964 απέκτησε το δικό του ταξί, πληρώνοντας 22.000 δολάρια.
Ο γάμος με την αγαπημένη του Νάνσυ
Την Πρωτομαγιά του 1965, και έπειτα από δύο χρόνια γνωριμίας, ο κ. Μαρδάκης αποφασίζει να παντρευτεί την αγαπημένη του Νάνσυ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.
Ζούσε στο Σαν Φρανσίσκο, σε ένα σπίτι που όμοιό του δεν υπήρχε στην περιοχή. Ήταν επιβλητικό, με τεράστιο κήπο, πισίνα και γκαράζ που χωρούσε 5 αυτοκίνητα. Σε μία από αυτές τις θέσεις πάρκαρε όλο καμάρι τη χρυσαφί τζάγκουαρ που κόστιζε μια περιουσία. Είχε όμως λεφτά ο «Giannis the Greek» και δεν τα τσιγκουνεύτηκε ποτέ. Ήταν κιμπάρης, αγαπούσε την ωραία και άνετη ζωή. Όμως το μυαλό του ήταν πάντα πίσω στην πατρίδα. Ήθελε να μην τον «φάει» η ξενιτιά. Είχε ήδη 12 ταξί, τα οποία πούλησε σε μια νύχτα!
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Το 1980, μετά από πολλά χρόνια στην Αμερική, αποφασίζει να γυρίσει στην Ελλάδα και να επενδύσει τα χρήματα της ξενιτιάς σε μια επιχείρηση διασκέδασης, όπως τη φανταζόταν από τότε που βρισκόταν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Και έχτισε το ιστορικό κοσμικό κέντρο «Ο Ίμερος του Αρία». Μια έπαυλη στο ρέμα της Χελιδονούς, στην Κάτω Κηφισιά, ανάμεσα στα δέντρα, όπου εμφανισιακά δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από ένα ελβετικό σαλέ! Όλο το ανφάν γκατέ του επιχειρηματικού, εφοπλιστικού, αλλά κυρίως πολιτικού κόσμου διασκέδασε εκεί: πρωθυπουργοί, βουλευτές και ηγέτες ξένων κρατών. Ντυμένο στη χλιδή με κόκκινη βελούδινη επένδυση από τοίχο σε τοίχο, ήταν χτισμένο αμφιθεατρικά με δύο τεράστια τζάκια στις απέναντι πλευρές της πίστας, που γύρω της υπήρχαν καναπέδες. Όλοι σε μοβ χρώμα. Ο μετρ, τα γκαρσόνια και οι βοηθοί είχαν την εμφάνιση «γαμπρών» με λευκά κοστούμια το καλοκαίρι και βυσσινί τον χειμώνα, πάντα με παπιγιόν! Οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες φορούσαν ακριβά ρούχα, που πλήρωνε ο επιχειρηματίας. «Μου άρεσε η κομψότητα και η καθαριότητα» δηλώνει o Γιάννης Μαρδάκης.
Όσο για το όνομα; «Ο Ίμερος ήταν ένας από τους εραστές της Αφροδίτης, που τα έκανε όλα τέλεια. Ο Αρίας ήταν ο γνωστός κονφερανσιέ της εποχής, Φίλων Αρίας, που με βοήθησε πολύ με τις γνωριμίες του».
Το μενού μπορούσε να ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό. «Το μενού περιελάμβανε φαγητά του φούρνου, μαγειρευτά και της ώρας. Μάλιστα, είχα κάνει ειδική συμφωνία με κρεοπώλη της Κηφισιάς να μαζεύει με φορτηγό-ψυγείο τα καλύτερα φιλέτα από τα γύρω καταστήματα αλλά και την επαρχία. Ήταν πιάτο ‘‘της μόδας’’ όπως και οι γαρίδες.
Στις 23 Δεκεμβρίου 1978 έγιναν τα εγκαίνια. Ήταν το γεγονός της χρονιάς! Καλεσμένοι πρόσωπα πολύ σημαντικά που έφταναν με αστραφτερά πανάκριβα αυτοκίνητα. Οι κυρίες με τις γούνες τους και οι άντρες με κασμιρένια κοστούμια περνούσαν το κατώφλι με άνεση που τους εξασφάλιζε το χρήμα. Υπήρχε dress code ο οποίος τηρούνταν ευλαβικά. ‘‘Δεν τολμούσαν να έρθουν χωρίς γραβάτα’’».
Μανώλης Αγγελόπουλος: «Εγώ είμαι για παρακάτω»
Τη διαφορετικότητα του «Ίμερου» από τα υπόλοιπα νυχτερινά μαγαζιά της τότε Αθήνας, μαρτυρά και το περιστατικό με τον Μανώλη Αγγελόπουλο. «Είχε πάει στο καζίνο και σταμάτησε να πιει ένα ποτό. Καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι και συζητούσαμε για αρκετή ώρα. Μου λέει λοιπόν, κάποια στιγμή: ‘‘Ρε φίλε, το θαυμάζω το μαγαζί σου. Είναι πάρα πολύ ωραίο, αλλά για μένα δεν κάνει. Εγώ δεν είμαι για εδώ. Είμαι για παρακάτω…’’».
Παρέλαση τραγουδιστών
Μπορεί το μαγαζί να ήταν «πολύ» για τον Μανώλη Αγγελόπουλο, όμως οι υπόλοιποι καλλιτέχνες της εποχής δεν είχαν κανένα πρόβλημα. «Είχαν έρθει πολλά μεγάλα ονόματα της εποχής. Θυμάμαι την Άντζελα Ζήλεια, τον Γιώργο Πολυχρονιάδη, τον Γιάννη Πάριο, τη Μαρινέλλα, τον Στράτο Διονυσίου, την Αλέκα Κανελλίδου, την Κατερίνα Κούκα, την Κλεοπάτρα, τον Δάκη, μέχρι και ο Γιάννης Δημαράς είχε τραγουδήσει ένα βράδυ, με τον Θανάση Πολυκανδριώτη να του παίζει μπουζούκι».
Ο Ανδρέας, η Μιμή και η… πλάτη αεροδρόμιο!
Από το 1981 και μετά το μαγαζί απέκτησε… πολιτικούς φίλους, της τότε κυβέρνησης. Του ΠΑΣΟΚ. Παπανδρέου, Αρσένης, Μαρούδας, Κατσιφάρας, Τσοχατζόπουλος, Αθανασόπουλος, Μελίνα…
«Σπάνια υπήρχε μέρα που να μην έρθει στο μαγαζί υπουργός ή βουλευτής τους» λέει ο κ. Μαρδάκης και συνεχίζει. «Τακτικός θαμώνας ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, που συνόδευε πάντα τη Μιμή. Την πρώτη φορά που ήρθαν, με ενημέρωσε για τη άφιξή τους ο μετρ λέγοντάς μου: ‘‘Αφεντικό αυτή έχει κάτι πλάτες… παρκάρει αεροπλάνο’’! Την θυμάμαι με σγουρά μαλλιά, έτσι ψηλή, εντυπωσιακή. Ο αείμνηστος λοιπόν μου ζητούσε ένα συγκεκριμένο τραπέζι. Αυτό που ήταν απέναντι από την ορχήστρα με τον άνετο καναπέ. Ήθελε να το νοικιάσει με τον μήνα! Μου έλεγε: Πόσα θέλεις για να μου κρατάς ρεζερβέ το συγκεκριμένο τραπέζι κάθε μέρα; Και του είπα: Αν ξέρω ότι θα έρθεις, θα σ’ το κρατάω. Αλλιώς, όχι. Και των υπόλοιπων ανθρώπων τα χρήματα έχουν αξία, απαντούσα. Δεν καταλάβαινα από αξιώματα. Την επομένη, να πάλι ο Ανδρέας Παπανδρέου με τη Μιμή, με παρέα τον Ακριβάκη και τη φιλενάδα του, την Τουρλουμούση, ξαδέρφη της Λιάνη. Έπιναν, πετούσαν λουλούδια στην πίστα και γενικά εκείνο το βράδυ είχαν πολύ κέφι. Κάποια στιγμή, πιάστηκαν και οι τέσσερις αγκαλιά και τραγουδούσαν ‘‘Σε όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε…’’».
Κάποιοι από τους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ ήταν αρκετά απαιτητικοί. «Όπως ο πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Μαρούδας. Έφτασε με τη συνοδεία του και ζητούσε τραπέζι. Το μαγαζί όμως ήταν γεμάτο. Αλλά εκείνος επέμενε: Του είπα αγανακτισμένος: ‘‘Πηγαίνετε εσείς μέσα σηκώστε μία παρέα και καθίστε!’’.
Απαιτήσεις άρχισαν να έχουν και οι άνδρες της ασφάλειας του πρωθυπουργού. «Έρχονταν την επόμενη μέρα με τις φιλενάδες τους, έτρωγαν και έπιναν τζάμπα χρεώνοντας τα υπουργεία».
Το διπλωματικό επεισόδιο
Και φτάνουμε στο… διπλωματικό επεισόδιο. «Είχε έρθει ο Ανδρέας Παπανδρέου με όλη του την κλίκα και ο Τσεχοσλοβάκος πρωθυπουργός με τη δική του κλίκα και την κόρη του και διασκέδαζαν. Μου λέει ο Αρκουδέας: Λοιπόν, καπετάνιε, μόλις πάμε τον Παπανδρέου και τα Παπανδρεόπουλα στα σπίτια τους, θα γυρίσει ο Αρκουδέας με τα αρκουδόπουλα να το ξενυχτήσουμε. Και του λέω: ‘’Όχι, δεν θα το ξενυχτήσουμε. Θα το κλείσουμε το μαγαζί, γιατί μας έχετε πει να το κλείνουμε στις δύο η ώρα’’. Εκεί λοιπόν, γίνεται μία αναμπουμπούλα, ακούμε φωνές… Είχε εξαφανιστεί η κόρη του Τσεχοσλοβάκου πρωθυπουργού με τον Κατσιφάρα!».
Το τηλεφώνημα του Δημήτρη Ρίζου και ο… σώγαμπρος
Όπως μας λέει ο κ. Μαρδάκης, την άλλη μέρα άρχισαν τα τηλέφωνα. «Μου τηλεφωνεί ο Δημήτρης Ρίζος, τον οποίο είχα τακτικό πελάτη και μου λέει: Μα, κ. Μαρδάκη, έγιναν όλα αυτά και δεν με πήρες ένα τηλέφωνο».
Ο γνωστός δημοσιογράφος πάντως δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη.
«Πήρε μία φωτογραφία του Κατσιφάρα που χόρευε σε μία πίστα γεμάτη λουλούδια και έβαλε λεζάντα: Και ενώ ο κ. Κατσιφάρας πήγε στον ‘‘Ίμερο’’ με το επιτελείο του κ. Παπανδρέου, μετά αποφάσισε να πάρει την κόρη του Τσεχοσλοβάκου πρωθυπουργού να την πάει σε κανένα σκυλάδικο στην Εθνική οδό και μετά στον Λυκαβηττό να της δείξει την Αθήνα από ψηλά. Και, πού ξέρετε, μπορεί να μας προκύψει και σώγαμπρος από την Τσεχοσλοβακία».
Οι απειλές, οι εκβιασμοί και το τέλος του «Ίμερου»
Ήταν πολύ ωραία χρόνια όλα αυτά όπως θυμάται ο κ. Μαρδάκης. Όμως, το όμορφο αυτό παραμυθάκι δεν είχε το αναμενόμενο χάπι εντ. Όπως μας εκμυστηρεύεται, εκτός από τους βουλευτές και τους υπουργούς, απαιτήσεις άρχισαν να έχουν και οι εφοριακοί που συνεργάζονταν με μπράβους της νύχτας. «Ερχόταν ο μπράβος και μου έλεγε: Τα παιδιά επάνω, εννοούσε τους εφοριακούς, θέλουν ένα καφεδάκι. Το καφεδάκι ήταν από ένα εκατομμύριο δραχμές και πάνω. Και του έλεγα εγώ: Δηλαδή αν ζητήσουν φιλέτο, τι πρέπει να κάνω;». Κάπου εκεί τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άσχημη τροπή. «Βλέποντας όλα αυτά, αποφάσισα να πουλήσω την επιχείρηση».
Το όνειρο γκρεμίστηκε
Ξανά μετανάστης στα 60 του χρόνια. Κουρασμένος, αδέκαρος, απογοητευμένος, δεν γυρίζει στο Σαν Φρανσίσκο, αφού δεν θέλει να τον δουν οι φίλοι και γνωστοί κατεστραμμένο, αλλά πηγαίνει στο Σαν Χοσέ, το σημερινό Σίλικον Βάλεϊ.
Κάνοντας αρκετές δουλειές, μάζεψε χρήματα και κατάφερε να αγοράσει μία λιμουζίνα, μεταφέροντας αρκετούς διάσημους. Τη γνωστή σε όλους μας Κοντολίζα Ράις, τον προκάτοχό της στο υπουργείο Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς, αρκετούς επιχειρηματίες, ηθοποιούς όπως τον Χάρι Μπελαφόντε και αρκετούς άλλους.
Η επιστροφή στην πατρίδα
Πλέον ο κ. Μαρδάκης ζει στο Γαλαξίδι. Το 2009, αποφάσισε να επιστρέψει για πάντα στην πατρίδα, περνώντας ήρεμα και ήσυχα τα τελευταία χρόνια.
Διηγείται στους φίλους του τις αμερικανικές -και όχι μόνο- περιπέτειές του και πάντα συγκινείται όταν η κουβέντα πηγαίνει στον «Ίμερο». Τη μεγάλη του αγάπη, που όπως λέει ακόμη και σήμερα κάποιοι δεν τον άφησαν να τον χαρεί όπως θα ήθελε.