Στη μέγγενη της Εφορίας βρίσκονται οι τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες τα τελευταία τρία χρόνια παρουσιάζουν αναιμική αύξηση, την ώρα που έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας και έχει εκλείψει η αβεβαιότητα.
Οι τραπεζίτες, πλέον είναι πεπεισμένοι ότι για την διστακτικότητα των πολιτών να καταθέσουν τα χρήματά τους στις τράπεζες, ευθύνεται η Εφορία και οι αθόρυβοι πολλαπλοί έλεγχοι που πραγματοποιεί.
Την ώρα που η οικονομία βρίσκεται σε σταθερή ανάπτυξη, η χώρα βγήκε από το μνημόνια πριν από ένα χρόνο, το χρέος έχει ρυθμιστεί και το οικονομικό κλίμα έχει επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα, οι τραπεζικές καταθέσεις έχουν σχεδόν «παγώσει» και αυξάνονται ελάχιστα.
Η μικρή αύξηση των καταθέσεων αποδίδεται αποκλειστικά στην αύξηση της απασχόλησης και του ΑΕΠ και καθόλου στην επιστροφή χρημάτων από το εξωτερικό όπου έχουν μεταφερθεί λόγω της κρίσης ή στα στρώματα και στα ντουλάπια, και στις θυρίδες.
Το χρήμα δηλαδή που έφυγε από τις τράπεζες στα χρόνια της κρίσης, δεν έχει επιστρέψει ακόμη και αυτό φαίνεται και από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Προκύπτει συγκεκριμένα, ότι το ρευστό χρήμα που κυκλοφορεί στην Ελλάδα εκτός τραπεζικού συστήματος υπολογίζεται στο 15% του ΑΕΠ ήτοι μεταξύ 25 και 30 δισ. ευρώ, όταν υπό κανονικές συνθήκες, εκτός τραπεζικού συστήματος βρίσκεται το 6% του ΑΕΠ.
Βέβαια, ο καταθέτης θεωρεί, πως, λόγω της μείωσης των επιτοκίων, δεν έχει σημαντική απόδοση στα χρήματά του, οπότε δεν έχει και σοβαρό κίνητρο να καταθέτει τα χρήματά του στην τράπεζα.
Οι τραπεζίτες, όμως, εκτιμούν ότι αποκλειστικά υπεύθυνη για την ισχνή αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων και τη διατήρηση των χρημάτων εκτός τραπεζών ευθύνεται αποκλειστικά η Εφορία, με τις κατασχέσεις και τους ελέγχους επί των τραπεζικών καταθέσεων.
Υπάρχει ακόμη και ένας άλλος λόγος, που ενισχύει την επιχειρηματολογία των τραπεζιτών. Σε μία χώρα με εκτεταμένη φοροδιαφυγή από μικρούς και μεγάλους, οι μεγάλες καταθέσεις δεν ήταν και τόσο «νόμιμες», οπότε ο κάτοχός τους φοβάται να τις φανερώσει στις τράπεζες και αυτομάτως στην Εφορία.
Ο τρόμος της Εφορίας
Η εφορία τρομάζει τους καταθέτες με δύο τρόπους και συγκεκριμένα:
Με τις κατασχέσεις και τις δεσμεύσεις καταθέσεων για τα φυσικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις που χρωστάνε στο Δημόσιο. Οι συνολικοί οφειλέτες είναι 3,7 εκατ. ενώ άλλοι 1,5 εκατ. χρωστάνε στα Ασφαλιστικά Ταμεία. Από αυτούς, οι περίπου 2 εκατ. οφειλέτες έχουν χρέη άνω των 500 ευρώ, που σημαίνει ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή η εφορία να τους κατάσχει τα ποσά που οφείλουν ή να τους δεσμεύσει τον τραπεζικό λογαριασμό, αν ενταχθούν σε ρύθμιση και μέχρι να τα εξοφλήσουν. Στο πλαίσιο αυτό, κάποιος που χρωστάει στην Εφορία και έχει τα χρήματά του στο στρώμα ή στη θυρίδα ή στο εξωτερικό, δεν πρόκειται να τα καταθέσει στην τράπεζα αν, προηγουμένως δεν κλείσει τις όποιες εκκρεμότητες.
Με τους ελέγχους για φοροδιαφυγή, μέσω του «Ειδικού Λογισμικού Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας», το οποίο αντλεί στοιχεία από τις εγχώριες τράπεζες, τα οποία αφορούν στο σύνολο των χρηματοοικονομικών προϊόντων (καταθέσεις, ομόλογα, αμοιβαία κ.λπ.), καθώς και των διενεργηθέντων σε αυτά αναλυτικών κινήσεων. Στη συνέχεια, από το taxisnet αντλούνται τα δηλωθέντα εισοδήματα του εκάστοτε ελεγχόμενου και συγκρίνονται με τις κινήσεις των λογαριασμών των χρηματοοικονομικών προϊόντων για κάθε φορολογικό έτος χωριστά. Όλη η διαδικασία αυτή και η επεξεργασία των δεδομένων (τραπεζικών και φορολογικών) γίνεται αυτόματα, με την εκτίμηση πρωτογενών καταθέσεων, μέσω της χρήσης μηχανογραφικών ελεγκτικών εντολών, για κάθε φορολογικό έτος και προκύπτει το άθροισμα του συνόλου των δηλωθέντων πραγματικών εισοδημάτων/εσόδων (φορολογητέων, αυτοτελώς φορολογημένων και αφορολόγητων) στα υπό έρευνα έτη.
Σημειώνεται πως η διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη και μόλις διαπιστώνεται δυσαρμονία εισοδημάτων και καταθέσεων, χτυπάει συναγερμός και ο καταθέτης/φορολογούμενος καλείται για εξηγήσεις.
Εκατοντάδες είναι οι περιπτώσεις των φορολογουμένων που «τσίμπησε» το συγκεκριμένο λογισμικό στους οποίους κυριολεκτικά, η εφορία τους άδειασε τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Με τους φόρους και τις προσαυξήσεις η συνολική επιβάρυνση ξεπέρασε το 70% ή και το 90%, όπως προκύπτει από χαρακτηριστικές περιπτώσεις που δημοσιοποίησε το Σin.