Ο Γιώργος Μαργαρίτης ήταν ο καλεσμένος της Έλενας Κατρίτση στην εκπομπή «ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ» στην ΕΡΤ1 το βράδυ της Παρασκευής 11 Δεκεμβρίου.
Ένας από τους τελευταίους της γενιάς των λαϊκών τραγουδιστών που στη φωνή τους αποτυπώνονται προσωπικά βιώματα, μίλησε για τους δρόμους που τράβηξε στη ζωή του, για τους ανθρώπους που συνάντησε και τις στιγμές που «έγραψαν» μέσα του.
Πρώτος σταθμός μας το Κορωπί, όπου βρέθηκε 15 χρόνων παιδί, όταν πήρε το λεωφορείο από το χωριό του στα Τρίκαλα, με λίγες δραχμές στην τσέπη που του είχε δώσει η μητέρα του και ένα τσουβαλάκι. Και από εκεί πήγαμε στη Γούβα, στον Άγιο Αρτέμιο. Ήταν εποχές δύσκολες, που αναζητούσε το μεροκάματο και ζούσε «από πλυσταριό σε πλυσταριό και από παράγκα σε παράγκα».
Θυμάται τον πατέρα του, τον ήρωα όπως τον αποκαλεί, που ποτέ δεν κατάλαβε τη φήμη του γιου του και που, όταν του έδωσε χρήματα, νόμιζε ότι κάποιος θα τα «έκλαιγε» γιατί τα είχε κερδίσει στα ζάρια.
Μιλάει για τον τζόγο και τις «καβάτζες» του, στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης: «Έφτασε μέχρι εκεί η αρρώστια μου, που είχα κάποιες πέτρες, η μία ήταν στις αρχές Βουλιαγμένης, η άλλη πιο κάτω στην Αλίμου, κι όταν έφερνα μια καλή ζαριά έβαζα από κάτω κάνα 20άρικο, να έχω όταν θα το χρειαζόμουν».
Διηγείται την ιστορία του τραγουδιού και τη δική του ιστορία, στο κελί 33. Θυμάται ιστορίες που έζησε, ως «παιδί της νύχτας», σε ζόρικες εποχές, όταν οι παραγγελιές, τα σπασίματα πιάτων και οι καβγάδες ήταν συνηθισμένα
.«Ξεκινούσαμε στις 2 το πρωί και τελειώναμε στις 9. Έχω δει μπουζουξή να τρέχουν αίμα τα δάχτυλά του, απ’ τις πολλές ώρες». Ακόμα, αναφέρεται στο περιστατικό που τον έκανε να φοβηθεί περισσότερο, αλλά και σε άλλες δύσκολες στιγμές που έζησε τη νύχτα:
«Ζητούσε ένας πελάτης κάποιο τραγούδι επίμονα, το ”Αντιλαλούν οι φυλακές”. Το λέω μια φορά. Μετά από 10 λεπτά, το ζητάει πάλι, του κάνω νόημα ‘όχι’ και σηκώνει το σακάκι για να δω το ‘κέρατο’, το πιστόλι. Το τραγουδάω δεύτερη και τρίτη φορά… Κι όπως έφερνε γύρα πάνω στην πίστα, το παίρνω και το πετάω, το έκρυψαν σε κάτι πιάτα και το θέμα τελείωσε εκεί».