Εκατό και βάλε χρόνια μετά, θα γιορτάσουν οι ρεμπέτες του ντουνιά. Θα φορέσουν το σακάκι στον έναν ώμο – για να το μετατρέψουν στο δευτερόλεπτο σε ασπίδα αν απειληθούν από σουγιά – θα μπεγλερήσουν, θα στρίψουν τη μουστάκα και θα τραγουδήσουν με βραχνάδα!
Θα ακούσουν το μπουζούκι του Μάρκου και θα ρουφήξουν τα χασίσια τους. Και στην Τρούμπα θα βολτάρουν, με μάγκικο βήμα. Στις συνοικίες του Πειραιά θα αναπτυχθεί η ανά τον κόσμο αναγνωρίσιμη αυτή ελληνική μουσική παράδοση. Ντόπιοι με λασπωμένες γαλότσες θα αναμιχθούν με τους προερχόμενους από την Πόλη αστούς και η μίξη αυτή θα εξελίξει τα τραγούδια που… μουρμούραγαν οι φυλακισμένοι μάγκες παίζοντας ζάρια στη στενή πριν και μετά το 1870 (τα γνωστά μουρμούρικα).
Το ρεμπέτικο τραγούδι εξέφραζε και αστούς και περιθωριακούς, ήταν η ελληνική απάντηση στην προσπάθεια των ευρωπαίων να πασάρουν την πόλκα στον Έλληνα. Κι όταν το 1936 απαγορεύτηκε, τότε ήταν που οι καλοί μπουζουκτσήδες απέκτησαν τη φήμη, τότε ήταν που για να στηθεί μία ρεμπέτικη βραδιά, έπρεπε πρώτα να ανακριθούν οι θαμώνες, μην τυχόν και είναι ανάμεσά τους κάποιους σπιούνος.
Το ρεμπέτικο έμεινε ζωντανό, είναι η μουσική του πολλά βαρύ Έλληνα. Η UNESCO το αναγνώρισε και η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 2003) συμπεριέλαβε στο αντιπροσωπευτικό της κατάλογο το ελληνικό ρεμπέτικο τραγούδι!
Το Υπουργείο Πολιτισμού είχε την ιδέα να καταθέσει φάκελο υποψηφιότητας και φαίνεται πως κάποια αυτιά στην UNESCO ενθουσιάστηκαν, προφανώς διαβάζοντας και την ιστορία του.
Η Παραδοσιακή Μαστιχοκαλλιέργεια της Χίου, η Τηνιακή Μαρμαροτεχνία και το εθιμικό δρώμενο των Μωμόγερων είναι τα υπόλοιπα (μαζί με τη Μεσογειακή Δίαιτα) κληρονομήματα της Ελλάδας που συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο της UNESCO. Για πρώτη φορά, όμως, λαμβάνει θέση σε αυτή τη λίστα μία ξεκάθαρη μορφή καλλιτεχνίας.