Αποκαλυπτική συνέντευξη παραχώρησε ο θρύλος του ελληνικού μπάσκετ, Νίκος Γκάλης, στην εκπομπή “Ελένη” στο MEGA, με τον 66χρονο να κάνει αναδρομή στην καριέρα του, αναφερόμενος, επίσης, στην οικογένεια του και στον επιστήθιο φίλο του Γιάννη Ιωαννίδη. Απάντησε και στο γιατί δεν έγινε ποτέ προπονητής.
Συνέντευξη εφ΄ όλης της ύλης παραχώρησε ο μεγαλύτερος μπασκετμπολίστας που έβγαλε ο ελληνικός αθλητισμός, Νίκος Γκάλης, στην εκπομπή του MEGA “Ελένη”, με τον θρύλο του Άρη να μιλάει -μεταξύ άλλων- για τη ζωή του στην Αμερική, τη φιλία του με τον εκλιπόντα Γιάννη Ιωαννίδη και τους λόγους που επέλεξε να ενσωματωθεί στον Άρη, ενώ είχε γίνει ντραφτ από τους Μπόστονς Σέλτικς.
Επίσης, αναφέρθηκε στην πιο δυνατή στιγμή της καριέρας του, τι σήμαινε το Eurobasket του 1987 για την Ελλάδα και την ανάπτυξη του μπάσκετ, καθώς, επιπλέον, και γιατί δεν ακολούθησε την προπονητική παρά το γεγονός ότι ήταν τόσο οξυδερκής στο παρκέ. Παράλληλα, απάντησε και γιατί δεν έγινε ποτέ προπονητής.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Νίκου Γκάλη:
Για τα παιδικά χρόνια στην Αμερική και την επιλογή του μπάσκετ ως μέσο βιοπορισμού: “Στην Αμερική έπαιζα όλα τα αθλήματα. Στο μπιλιάρδο μπορούσα να γίνω επαγγελματίας. Έπαιζα μπιλιάρδο και επειδή δεν είχα λεφτά, έβαζα στοιχήματα και έπαιρνα χαρτζιλίκι. Με κέρδισε το μπάσκετ όταν στα playground έπαιζα με μεγαλύτερους σε ηλικία από εμένα και εκείνοι με διάλεγαν. Έτσι κατάλαβα ότι ξεχώριζα και το προχώρησα. Πήγα πανεπιστήμιο και από εκεί έμαθαν στην Ελλάδα ότι ο Γκάλης είναι Έλληνας, γιατί το όνομά μου είναι Γεωργαλής. Ήταν ωραία τα χρόνια στην Αμερική, ο πατέρας μου καταγόταν από τη Ρόδο και η μητέρα μου από την Κωνσταντινούπολη. Ήμασταν φτωχή οικογένεια και είναι καλό για έναν αθλητή να ξεκινάει από ένα τέτοιο περιβάλλον, γιατί βάζει στόχους, είναι λίγο ‘πεινασμένος’ για να πάει μπροστά. Ο πατέρας μου ήταν μποξέρ, το ακολούθησα και εγώ για λίγο αλλά ερχόμουν με αίματα στο σπίτι και η μητέρα μου έκλαιγε και δεν ήθελα να την στενοχωρώ»
Για την απόφασή του να ενσωματωθεί στον Άρη και να αρνηθεί την πρόταση του προπονητή των Μπόστον Σέλτικς που τον ήθελε στην ομάδα του: “Ήρθα το 1979 από την Αμερική στη Θεσσαλονίκη και ένιωθα ότι πήγα σε ένα χωριό. Ταίριαξε στον χαρακτήρα μου, την αγάπησα πάρα πολύ. Έλεγα μέσα μου ότι εγώ θα κατακτήσω αυτήν την πόλη και τη χώρα με αυτά που θα τους δείξω. Ένας εγωιστής αθλητής δε θέλει να χάσει ούτε ένα καλάθι. Πιστεύω ότι κατάφερα αρκετά πράγματα. Με τα πρώτα μου χρήματα έδωσα στους γονείς μου να αγοράσουν έπιπλα. Ήμουν ντραφτ από τους Μπόστον Σέλτικς, αλλά στην Ελλάδα μου έδιναν τα διπλάσια λεφτά.”
Για τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του και το που του άρεσε να αγωνίζεται περισσότερο: “Ο κόσμος μπορεί να είναι ο έκτος παίκτης μιας ομάδας. Όταν έπαιζα έκτος έδρας, μπορεί να έπαιζα καλύτερα πολλές φορές γιατί ήθελα να δείξω στους αντιπάλους ότι ‘τους έχω’. Το αποκορύφωμα στην καριέρα μου είναι το Eurobasket που πήραμε το 1987. Άλλαξε όλη την κοινωνία εκείνη την εποχή, δείξαμε στους Έλληνες πως πρέπει να πιστεύουν στον εαυτό τους και κάναμε τα νέα παιδιά να ασχοληθούν με το μπάσκετ. Ο κόσμος ζητούσε κάτι και πιστεύω το δώσαμε”.
Για την επόμενη μέρα μετά το τέλος της καριέρας του, την προπονητική και την ψυχολογία που πρέπει να έχει ένας αθλητής: “Στο μπάσκετ πρέπει να σκέφτεσαι σε κλάσματα δευτερολέπτου να πάρεις τη σωστή απόφαση, είναι δύσκολο άθλημα. Για να πετύχει ένας αθλητής μακροχρόνια καριέρα, πρέπει η ψυχολογία του να μην είναι ούτε πολύ ψηλά ούτε πολύ χαμηλά. Η επόμενη ημέρα όταν σταμάτησα ήταν δύσκολη. Ξαφνικά μπαίνεις σε μια καινούργια ζωή. Από εκεί που είσαι στα φώτα, ξαφνικά σβήνουν, αλλά ο αθλητής έχει ημερομηνία λήξης. Δεν έγινα προπονητής γιατί από την στιγμή που δεν έχω την μπάλα στο χέρι μου, δεν ήθελα ποτέ να με κατηγορήσει κάποιος γιατί έχασε η ομάδα”.
Για τον προσφάτως θανόντα Γιάννη Ιωαννίδη και τι θέση είχε στην καρδιά του: “Ηταν φίλος, μεγάλος αδελφός, ήταν άντρας. Αυτό που ήθελε να σου πει, στο έλεγε στο πρόσωπό σου. Η σχέση μας ήταν σαν μια οικογένεια. Θεωρώ ότι ήμασταν φίλοι και είχαμε αλληλοσεβασμό”.
Τέλος, αναφέρθηκε στην είσοδό του στο Hall Of Fame και τη σύνδεσή με την οικογένειά του: “Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για έναν αθλητή από την εισαγωγή του στο Hall of Fame. Στην απόσυρση της φανέλας συγκινήθηκα γιατί είναι ένα βραβείο για τον αθλητή. Πλέον, είναι πολύ ήσυχη η μέρα μου, θα έλεγα βαρετή. Ξυπνάω, πίνω το καφεδάκι μου και θα κάνω πράγματα με την οικογένειά μου. Η Ελένη ήταν μια πάρα πολύ όμορφη γυναίκα, με κέρδισε όμως το μυαλό της. Είναι χαμηλών τόνων όπως εγώ, είναι πολύ έξυπνη, κάποια στιγμή είχε δουλέψει ως δημοσιογράφος ενώ έχει σπουδάσει φιλοσοφική και νομική. Η Στέλλα είναι πρωταθλήτρια cheerleading και μου λέει ‘εσύ δεν είσαι τώρα πρωταθλητής, εγώ είμαι’. Η κόρη μου είναι πάρα πολύ καλό κορίτσι, πάρα πολύ έξυπνη και χαίρομαι που βρήκε το αντικείμενο που της αρέσει. Δεν την πίεσα ποτέ και θεωρώ ότι είναι λάθος των γονέων όταν το κάνουν στα παιδιά τους. Είμαι περήφανος όταν την βλέπω στους αγώνες. Στη γέννησή της η γυναίκα μου νόμιζε ότι έβγαινα εγώ, επειδή το παιδί είχε μεγάλες πλάτες. Η κόρη μου ξέρει ποιος είμαι και το σέβεται. Η μάνα με την κόρη έχουν άλλη σχέση, σε εμένα μπορεί να ντρέπεται σε κάποια πράγματα. Έχουμε ειλικρινή σχέση και δεν λέμε ψέματα ο ένας με τον άλλον”.
πηγή: sport24.gr