Την πολιτική της Τρόικας που εφαρμόζεται μέσω των Μνημονίων στις χώρες που έλαβαν χρηματοοικονομική βοήθεια, υπεραμύνθηκαν οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Σερβάς Ντερούζ και της ΕΚΤ, Κλάους Μαζούχ, κατά τη διάρκεια δημόσιας ακρόασης που διεξήχθη σήμερα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από την επιτροπή οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων.
Ο επικεφαλής της Οικονομικής Διεύθυνσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Σερβάς Ντερούζ, υποστήριξε ότι το μοντέλο της Τρόικας έχει αποδειχθεί χρήσιμο και ότι η επιτυχία των προγραμμάτων προσαρμογής είναι αισθητή. Ανέφερε ότι απεφεύχθη η άτακτη χρεοκοπία των χωρών που επλήγησαν από την κρίση και πως στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, με εξαίρεση την Κύπρο, προβλέπεται οικονομική ανάπτυξη από το 2014.
Ωστόσο, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στις διασωθείσες χώρες και τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις, ο Σ. Ντερούζ τόνισε ότι είναι δύσκολο να κάνει κανείς ασφαλείς οικονομικές προβλέψεις, αυτήν την περίοδο, λόγω της υψηλής αβεβαιότητας που ακόμα υπάρχει στις αγορές.
Ειδικότερα, για την Ελλάδα, ο Σ. Ντερούζ υπογράμμισε την τεράστια δημοσιονομική προσπάθεια που έχει γίνει από το 2009 και πρόσθεσε ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να επιστρέψει, εν μέρει, στις αγορές από το 2015 και μετά.
Κληθείς να σχολιάσει τις επικρίσεις που συχνά δέχεται η Τρόικα για τη λανθασμένη συνταγή που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, ο Σ. Ντερούζ παραδέχθηκε ότι υπήρξαν αστοχίες. Όπως είπε, μετά τον πρώτο χρόνο του προγράμματος, άλλαξαν τα δεδομένα και η οικονομική κατάσταση της χώρας επιδεινώθηκε. «Βάσει των στοιχείων που είχαμε τότε, ο σχεδιασμός του ελληνικού προγράμματος ήταν ο κατάλληλος» πρόσθεσε ο Σ. Ντερούζ.
Για το ίδιο θέμα, ο Κλ. Μαζούχ ανέφερε ότι την άνοιξη του 2010, τα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας που είχε η Τρόικα δεν ήταν ακριβή. Παράλληλα, υποστήριξε ότι οι αποκλίσεις στις προβλέψεις της Τρόικας, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό, στις σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και στην πολιτική κρίση που υπήρχε στην Ελλάδα.
Ερωτηθείς για τη λήψη πρόσθετων μέτρων στην Ελλάδα, ο Σ. Ντερούζ απάντησε ότι είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι τα μέτρα αυτά θα πρέπει να στοχεύσουν στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη βελτίωση της είσπραξης των φόρων.
Εξάλλου, ερωτηθείς γιατί καθυστερεί η ευρωζώνη να λάβει σημαντικές αποφάσεις για την Ελλάδα, ο Σ. Ντερούζ είπε ότι η Τρόικα αναμένει την επικύρωση των ελληνικών δημοσιονομικών στοιχείων για το 2013, από τη Eurostat, τον Απρίλιο.
Από την πλευρά της ΕΚΤ, ο Κλ. Μαζούχ υποστήριξε ότι το υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος στις χώρες οι οποίες έχουν συνάψει μνημόνια ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και των μεγάλων μακροοικονομικών ανισορροπιών που προϋπήρχαν αυτής.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, επανέλαβε ότι οι σημαντικές αυξήσεις στις κρατικές δαπάνες (κυρίως σε μισθούς και συντάξεις) την τελευταία δεκαετία, οδήγησαν σε πολύ υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και σε μη βιώσιμη συσσώρευση του δημόσιου χρέους. «Αυτό συνέβαλε στην υπερθέρμανση της οικονομίας και στην απώλεια της ανταγωνιστικότητας», ανέφερε.
Ένας από τους βασικούς λόγους του υψηλού κόστους προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, της χαμηλής παραγωγικότητας και της εκτίναξης της ανεργίας, ήταν κατά τον Κλ. Μαζούχ, η καθυστερημένη εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στη χώρα. Όπως είπε, η ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων δεν ήταν ξεκάθαρη από την πολιτική ηγεσία, ενώ υπήρχε απροθυμία να αντιμετωπιστούν ισχυρά κατεστημένα συμφέροντα.
Αναφερόμενος στα «επιτεύγματα» της Ελλάδας μεταξύ του 2009-2012, ο Κλ. Μαζούχ υπογράμμισε ότι η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα ήδη από φέτος.
Σε γενικές γραμμές, ο Κλ. Μαζούχ αναγνώρισε ότι σε όλες τις χώρες του Μνημονίου υπάρχουν «σημάδια κόπωσης» για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, αλλά πρόσθεσε πως πρέπει να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα.
Σε ό,τι αφορά το ρόλο της ΕΚΤ στην Τρόικα, ο Κλ. Μαζούχ τόνισε ότι η ΕΚΤ θεωρεί θετικό το ότι είναι μέλος της Τρόικας, όχι μόνο επειδή συμβάλει με την εμπειρογνωμοσύνη της, αλλά και επειδή έχει στηρίξει τη ρευστότητα του τραπεζικού τομέα σε χώρες όπως η Ελλάδα.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το ΔΝΤ δε δέχτηκε να συμμετάσχει στη δημόσια ακρόαση.