Τις «πρώτες μικρές διευκολύνσεις για την Ελλάδα» ετοιμάζει η Ευρωζώνη, όπως αναφέρει η εφημερίδα Handelsblatt, επικαλούμενη σχετικό έγγραφο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).
Σύμφωνα με την Handelsblatt, ο ESM επιδιώκει να απαλλάξει τον Ελλάδα από τον κίνδυνο των υψηλών επιτοκίων. «Τη Δευτέρα ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ θα παρουσιάσει τα σχετικά μέτρα στους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης. Από το (γερμανικό) υπουργείο Οικονομικών διαφαίνεται συγκατάθεση στις βραχυπρόθεσμες διευκολύνσεις για το χρέος» σημειώνει η γερμανική εφημερίδα.
Όπως διευκρινίζει η γερμανική εφημερίδα, στο έγγραφο περιέχονται τρία διαφορετικά μέτρα: «Η περίοδος αποπληρωμής δανείων από τον παλαιό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης (EFSF) παρατείνεται κατά τέσσερα έτη, κατά μέσο όρο. Επιπλέον, θα μπορούσαν να διαγραφούν κάποια τέλη για την Ελλάδα, ώστε η χώρα να εξοικονομήσει τον επόμενο χρόνο 220 εκατομμύρια ευρώ. Αλλά το κεντρικό ζήτημα είναι να προστατευθεί η Αθήνα από τον κίνδυνο των αυξανόμενων επιτοκίων. (…) Για να επιτευχθεί αυτό, ο ESM θα μπορούσε να εκδώσει δάνεια με προθεσμία εξόφλησης 30 ετών ή να αξιοποιήσει τα λεγόμενα swaps επιτοκίων».
Όλα αυτά τα μέτρα, συνεχίζει η Handelsblatt, «θα μπορούσαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ESM, να μειώσουν το χρέος κατά 21,8 μονάδες του ΑΕΠ μέχρι το 2060».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, μία τέτοια εξέλιξη «είναι σημαντική για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), την παραμονή του οποίου στο ελληνικό πρόγραμμα επιθυμούν οι Ευρωπαίοι». «Κυβερνητικές πηγές (στο Βερολίνο) αναφέρουν ότι τώρα πλέον το ΔΝΤ θα μπορούσε να συμπεριλάβει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα στην ανάλυσή του για τη βιωσιμότητα του χρέους. Ωστόσο το ΔΝΤ επιμένει σε περαιτέρω διευκολύνσεις, κάτι που απορρίπτει ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε», επισημαίνεται στο δημοσίευμα.
Η Handelsblatt σημειώνει τέλος ότι το Σαββατοκύριακο υπάρχει πιθανότητα τηλεφωνικής συνδιάσκεψης για το ελληνικό ζήτημα με τη συμμετοχή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και άλλων υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης με εκπροσώπους της Ε.Ε., του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).