Έρευνες ειδικών υποστηριζόμενες από εμπειρικά δεδομένα χρόνων καταδεικνύουν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν οδηγεί σε απολύσεις, λουκέτα και κατ’ επέκταση αύξηση της ανεργίας, όπως υποστηρίζουν οι Ενώσεις εργοδοτών κάθε φορά που τίθεται το θέμα, αλλά και οι δανειστές των μνημονιακών χωρών.
Μάλιστα ο Σάββας Ρομπόλης, πανεπιστημιακός και επιστημονικός διευθυντής στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ σε συνέντευξή του στο in.gr είχε υποστηρίξει ότι βάσει έρευνας που διεξήγαγε το Ινστιτούτο προκύπτει ότι με υψηλό κατώτατο μισθό η ανεργία μειώνεται πιο αποτελεσματικά από ότι με χαμηλό κατώτατο μισθό.
Όπως εξηγούσε, «μέσω των υψηλών κατώτατων μισθών αυξάνεται η ζήτηση και η κατανάλωση, επομένως δημιουργείται ανάπτυξη και νέες θέσεις απασχόλησης. Αντίστοιχη μελέτη υπάρχει και για τις 23 χώρες της ΕΕ, η οποία καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα».
«Το αποτέλεσμα μιας αύξησης του κατώτατου μισθού είναι η βελτίωση της καθημερινότητας των φτωχών και μη προνομιούχων τμημάτων του εργατικού δυναμικού», σημειώνει στη βρετανική «Guardian» ο αυστραλός αρθρογράφος Ντέιβ Όλιβερ με αφορμή την αύξηση κατά 3% του κατώτατου μισθού που αποφάσισε η Επιτροπή Δίκαιης Εργασίας της Αυστραλίας.
«Εφέτος οι Σειρήνες συνέχισαν το ίδιο τραγούδι τους, με τον Τζο Χόκι να σιγοντάρει δεμένος στο κατάρτι. Ωστόσο, η αύξηση 3% των μισθών, που η κυβέρνηση Αμποτ θεωρεί πολύ υψηλή, είναι πολύ ταπεινή για να απειλήσει τα κέρδη των επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα είναι αρκετή για να στηρίξει τη διαβίωση πολλών συμπολιτών μας», σημειώνει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος.
Ο Τζο Χόκι είναι ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων του Τόνι Αμποτ στην Αυστραλία.
Μηδενική έως ελάχιστη επιρροή
Ο αρθρογράφος Ντέιβ Όλιβερ αναφέρεται στα συμπεράσματα έρευνας που διεξήγαγε η υπεύθυνη για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, Επιτροπή Δίκαιης Εργασίας της Αυστραλίας. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «μια συγκρατημένη αύξηση των αποδοχών των χαμηλόμισθών έχει από μηδενική έως ελάχιστη επιρροή στην απασχόληση».
Η διάσημη μελέτη που εκπόνησαν το 1990 ο Καναδός καθηγητής Οικονομικών στο Μπέρκλεϊ Ντέιβιντ Καρντ και ο Αμερικανός συνάδελφός του στο Πρίνστον Άλαν Κρούγκερ, συνέκρινε την απασχόληση στους κλάδους ταχείας εστίασης στο Νιου Τζέρσεϊ και στην Πενσιλβάνια έπειτα από την αύξηση των κατώτατων μισθών σε μία εκ των δύο Πολιτειών. Η μελέτη κατέδειξε ότι η αύξηση αυτή δεν είχε καμία ουσιαστική επίδραση στις θέσεις εργασίας.
Άλλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 288 περιπτώσεις γειτονικών χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο έδειξε ότι όπου επιβάλλονται δια νόμου ελάχιστες αμοιβές, αυτές συμβάλλουν στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων δίχως να επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την απασχόληση.
Στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα κατέληξε και μελέτη της Βρετανικής Εφημερίδας Βιομηχανικών Σχέσεων (British Journal of Industrial Relations) για τη Βρετανία, η οποία υιοθέτησε τον κατώτατο μισθό το 1999, δύο χρόνια μετά από την εκλογή των κατηγορηθέντων (και όχι αδίκως) για υπέρμετρο νεοφιλελευθερισμό Νέων Εργατικών του Τόνι Μπλερ.
Η έρευνα της British Journal of Industrial Relations σημειώνει ότι την τελευταία 15ετία ο κατώτατος μισθός στη Βρετανία αυξήθηκε κατά 75%, ενώ το ίδιο διάστημα ο δείκτης τιμών καταναλωτή στη χώρα αυξήθηκε μόνο κατά 37%. Η μεγάλη αυτή αύξηση της πραγματικής αγοραστικής αξίας των Βρετανών χαμηλόμισθων δεν στοίχισε θέσεις εργασίας, σύμφωνα με τους ερευνητές.
«Είναι αλήθεια ότι συγκριτικά η Αυστραλία έχει υψηλούς κατώτατους μισθούς. Αλλά και στις ΗΠΑ οι χαμηλοί μισθοί δεν εμπόδισαν την ανεργία να φτάσει το 10% κατά την πρόσφατη ύφεση», γράφει ο αυστραλός αρθρογράφος.
Πόσο επηρεάζει η μείωση
Υπάρχει και το επιχείρημα ότι η θέσπιση κατώτατου μισθού δίνει άλλοθι στους εργοδότες για να δώσουν λιγότερα σε εργαζομένους με προσόντα και δεξιότητες που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν υψηλότερες αμοιβές. Πρόκειται για κάτι που πολλοί υποστήριξαν κατά την συζήτηση για την καθιέρωση κατώτατων αμοιβών στη Γερμανία (θεσπίστηκε εν τέλει κατώτατο ωρομίσθιο 8,5 ευρώ).
Αν όμως έστεκε το επιχείρημα αυτό, οι εργοδοτικές οργανώσεις θα ήταν οι πρώτες που θα ζητούσαν και θα στήριζαν την καθιέρωση κατώτατου μισθού. Συμβαίνει, όμως, ακριβώς το αντίθετο. Διότι, προφανώς, οι εργοδότες θεωρούν ότι μπορούν να βρουν πιο φθηνό εργατικό δυναμικό από το φθηνότερο που θα καθόριζε ο κατώτατος μισθός.
Οι έρευνες των ειδικών δεν απαντούν στο ερώτημα αν οι μειώσεις των κατώτατων μισθών – ή ενδεχομένως και η κατάργησή τους – δίνουν ώθηση στην απασχόληση, όπως υποστηρίζουν οι δανειστές των χρεοκοπημένων οικονομιών του Ευρωπαϊκού Νότου.
Υποψιάζεται, ωστόσο, κανείς ότι το εύρημα των μελλοντικών ερευνών για την περίπτωση μείωσης των κατώτατων μισθών θα είναι ανάλογο με εκείνο της αύξησής τους: ότι δεν θα έχουν, δηλαδή, οι μειώσεις καμία επίδραση στην αγορά εργασίας, όπως άλλωστε αποδεδειγμένα δεν έχουν και στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας.
Διότι η αγορά εργασίας και η ανταγωνιστικότητα επηρεάζονται από παράγοντες και συνδυασμούς παραγόντων, που σε περιπτώσεις ύφεσης και χρεοκοπίας μεγεθύνονται τόσο που καθίστανται απολύτως ακαταμάχητοι με όπλα κατηγορίας σφεντόνας, όπως είναι μείωση των μισθών και δη του κατώτατου.
Από την πλευρά των επιχειρήσεων, βεβαίως, η ευκαιρία είναι μοναδική για να μετακινήσουν προς τα πίσω τη γραμμή εκκίνησης σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό του λειτουργικού τους κόστους.