Η ΑΣΗΜΙΝΑ Νομικού, γέννημα-θρέμμα των Φούρνων Κορσεών, έκλεισε τα 104 χρόνια και τα ’χει τετρακόσια! Δεν παίρνει ούτε ένα φάρμακο -για πίεση, ζάχαρο, χοληστερόλη-, δεν χρειάζεται καμία βοήθεια στην καθημερινότητά της και διηγείται τη ζωή της, χωρίς να ξεχνά ούτε μία λεπτομέρεια!
Αποστολή στους Φούρνους Κορσεών ΑΛΕΞΙΑ ΣΒΩΛΟΥ
Η Ικαρία θεωρείται η πατρίδα των υπεραιωνόβιων (και των πανηγυριών, που φέτος δεν έγιναν λόγω κορωνοϊού), αλλά οι γειτονικοί Φούρνοι έχουν τη… χάρη. Σε ένα νησί ακριτικό, με μόλις 800 κατοίκους τον χειμώνα, οι άνθρωποι που έχουν κλείσει έναν αιώνα ζωής μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών, ενώ δεκάδες Φουρνιώτες έχουν πατήσει τα 90! Ανάμεσά τους η γιαγιά Ασημίνα Νομικού παίρνει το «χρυσό» στη μακροζωία, αποδεικνύοντας πως «σόι πάει το βασίλειο»: Ο αδελφός της Παντελής, το πρωτοπαλίκαρο του νησιού, φλερτάρει με τα 100, ενώ η κόρη της Μαρία μοιάζει με εξηντάρα, ενώ έχει πατήσει τα 80.
Η Ασημίνα, παρά τον έναν και βάλε αιώνα ζωής της, παραμένει σε εξαιρετική φόρμα, δεν πάσχει από κάποια ασθένεια και δεν παίρνει κανένα φάρμακο. Καθισμένη στην καταπράσινη βεράντα της απέναντί μου, αντιμετωπίζει τη ζωή με στωικότητα και φιλοσοφημένη διάθεση και δεν γκρινιάζει για τίποτα την ώρα που εμείς παραπονιόμαστε για το αν θα φορέσουμε ή όχι μάσκα!
Τα µυστικά
Το τέσσερα είναι ο αριθμός που τη χαρακτηρίζει όχι μόνο γιατί φέτος έκλεισε τα 104 και τα έχει τετρακόσια, αλλά γιατί επιπλέον τέσσερα είναι τα μυστικά της μακροζωίας της. Ο πρώτος άσος στο καρέ των μυστικών της είναι ότι πάντα της άρεσε να είναι αδύνατη. Ετρωγε λίγο καθώς υπήρξε για πολλές δεκαετίες η μοδίστρα του νησιού και χρησιμοποιούσε τον εαυτό της ως «φιγουρίνι» για να κόβει τα πατρόν για τα ρούχα της. «Ξέρεις, κόρη μου, όταν ήμουν μικρή και ζούσα στη Χρυσομηλιά (ένα μικρό χωριό στο βόρειο άκρο του νησιού) όλα τα κορίτσια γύρω μου ήταν παχουλά. Ετσι ήταν τότε η μόδα. Εμένα δεν μου άρεσε να είναι κάποιος ‘‘φορτωμένος’’ (σ.σ. με περιττά κιλά). Ετσι έμεινα για μια ζωή. ‘‘Στέκα’’ δεν ήμουν, αλλά πάντως μου άρεσε να είμαι αδύνατη, αφού πήρα τη δουλειά της μητέρας μου μόλις χήρεψα και δούλεψα σκληρά ως μοδίστρα, οπότε ήθελα να φοράω τα ρούχα που έραβα» λέει γελώντας.
Η Κατοχή
Το δεύτερο μυστικό της είναι η αγάπη της για τα παιδιά της που την όπλισε με δύναμη να εργαστεί σκληρά από 22 χρόνων, όταν έμεινε χήρα, ένα βράδυ στη διάρκεια της Κατοχής που έχασε τον άνδρα της. Ο Ματθαίος -ο σύζυγός της συμμετείχε σε επικίνδυνα ταξίδια, κατά τα οποία οι Φουρνιώτες φόρτωναν ψάρια στα καΐκια τους και πήγαιναν μέχρι τη Σάμο να τα ανταλλάξουν με λάδι, ελιές και άλλα προϊόντα. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, το καΐκι του έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή και πνίγηκε ο ίδιος μαζί με άλλους δύο. Μονάχα ένας σώθηκε. «Εκλαιγα που τον έχασα» λέει η κυρία Ασημίνα «και εκεί που έκλαιγα ερχόταν κάποιος και μου έλεγε ένα αστείο και γέλαγα και αγκάλιαζα τα δύο παιδιά μου και καταλάβαινα πως έπρεπε να παλέψω και να μείνω δυνατή και να γελάσω για χάρη τους».
Απίστευτη πραγματίστρια, μου εξηγεί πως την πάντρεψαν με συνοικέσιο και δεν τον ήθελε τον άνδρα της στην αρχή. «Οταν όμως παντρευτήκαμε συνειδητοποίησα πως αυτός ο άνθρωπος είναι δικός μου και τον αγάπησα. Οταν ‘‘χάθηκε’’ του έταξα πως δεν θα ξαναπαντρευτώ ποτέ και του ζήτησα να με περιμένει…». Με κοιτάει και γελάει με την ξεγνοιασιά 20χρονου κοριτσιού γιατί ξέρει πως ο Ματθαίος θα περιμένει ακόμα…
Το τρίτο της μυστικό μακροζωίας είναι ότι έτρωγε πολύ ψάρι, που ακόμα και στα φτωχικά χρόνια της Κατοχής υπήρχε στο νησί σε αφθονία. Τη ρωτώ ποιο είναι το αγαπημένο της φαγητό και μου απαντά: «Τα ψάρια! Πάντοτε είχαμε ψάρια, ενώ κρέας ελάχιστο. Τα όσπρια δεν τα συμπαθώ, αλλά αν είχαμε όσπρια στο σπίτι όταν ήμουν παιδί, ένα μικρό πιάτο το έτρωγα αδιαμαρτύρητα». Το μυαλό της τρέχει πίσω σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια που ήταν παιδί στη Χρυσομηλιά.
Οι µαγειρικές
«Τότε οι νοικοκυρές φτιάχνανε χειροποίητα ζυμαρικά και εγώ μεγάλωσα με τις χειροποίητες φασούλες -τα μακαρόνια- που θυμίζουν το σχήμα του φασολιού. Το μοναδικό κρέας που τρώγαμε ήταν χοιρινό, από ένα μοναδικό γουρούνι που είχε κάθε οικογένεια. Οταν το σφάζαμε, το σιγοβράζαμε ψιλοκομμένο σε μια γάστρα με πολλά μπαχάρια, να χυλώσει, και το κάναμε καβουρμά. Μετά το βάζαμε σε πήλινα δοχεία, τα σφραγίζαμε με λίπος και τα αφήναμε σε πάγκους σε σκιερά υπόγεια να διατηρηθούν όλο τον χρόνο, αφού τότε ψυγεία δεν υπήρχαν. Οταν λοιπόν φτιάχναμε τις φασούλες, βάζαμε και μια μικρή κουτάλια καβουρμά από πάνω καυτή να τσιτσιρίζει και γινόταν το φαγητό ‘‘λουκούμ πιλάφ’’, όπως έλεγε ο πατέρας μου που είχε καταγωγή από την Πόλη. Τρώγαμε όμως και πολλά κηπευτικά και φρούτα, φραγκόσυκα, σταφύλια, σύκα και κούμαρα, χαρούπι και τσάι από φασκόμηλο, ήταν το καθημερινό μας φαγητό» λέει η γλυκιά γιαγιά.
Το τέταρτο μυστικό μακροζωίας της -όπως λέει η ίδια- είναι πως έχει κλάψει τόσο πολύ στη ζωή της όταν χήρεψε, που το μυαλό της από τα τόσα δάκρυα ξεπλύθηκε και γι’ αυτό δουλεύει ακόμα. «Μου έδωσε ο Θεός ένα τσουβάλι χρόνια και τα ζω και σου εύχομαι και σένα να φτάσεις τα χρόνια μου, κόρη μου», λέει καθώς με κερνά σπιτική λεμονάδα στο μπαλκόνι της.
Η ποίηση
Η κυρία Ασημίνα εκτός από μοδίστρα, καλή μητέρα και αφοσιωμένη σύζυγος, είναι και ποιήτρια. Εχει αφιερώσει ποιήματα στον γιο της και στην κόρη της και μάλιστα το ποίημα που έχει γράψει στην κόρη της το θυμάται απέξω και μου το λέει τραγουδιστά: «Κόρη μου, κορούλα μου, όμορφη παιδούλα μου, εσύ μου δίνεις τη ζωή, εσύ και την αναπνοή. Και εγώ σου δίνω την ευχή μου από μέσα απ’ την ψυχή μου και απ’ όλη τη ζωή μου». Δεν ξέρω αν με ξαφνιάζει περισσότερο το γεγονός ότι μια γυναίκα 104 χρόνων έχει την όρεξη και τη διαύγεια να γράφει στίχους ή το ότι ξέρει το ποίημα απέξω! Φεύγω από τη βεράντα της καθώς κοντεύουν μεσάνυχτα και ξέρω ότι του χρόνου θα την ξαναβρώ εδώ. Τους ανθρώπους αυτούς δεν τους αγγίζει ούτε ο χρόνος ούτε ο φόβος του κορωνοϊού. Αλλωστε έχουν ζήσει δύσκολες καταστάσεις που εμείς μόνο σε ταινίες έχουμε δει. Εχουν ακούσει τις βόμβες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια τους, έχουν δει τους Γερμανούς να ξεκληρίζουν χωριά, έχουν αντιμετωπίσει τα αφρισμένα κύματα του Ικαρίου που απειλούσαν να καταπιούν τα καΐκια τους. Τι να φοβηθούν τώρα, μετά από τόσες εμπειρίες και 104 χρόνια σκληρού, καθημερινού αγώνα…
ΤΑ ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΦΟΥΡΝΩΝ ΕΞΙΣΤΟΡΟΥΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ ΓΕΜΑΤΗΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
Η Φιλιώ, ο Παντελής, ο κυρ Νικόλας, η Αφροδίτη, η Καλλιόπη είναι μόνο μερικοί από τους αιωνόβιους ή σχεδόν αιωνόβιους κατοίκους του νησιού, που κάθε απόγευμα κάθονται στα πεζούλια έξω από τα ασβεστωμένα σπίτια τους και συζητούν, χαμογελώντας σε ντόπιους και τουρίστες.
Καθώς περιφέρομαι από σπίτι σε σπίτι για να συναντήσω όλα τα περήφανα γηρατειά των Φούρνων, η Καλλιόπη Αμοργιανού, νύφη της Ασημίνας, μου διηγείται την ιστορία της νάρκης η οποία έσκασε στη Χρυσομηλιά το 1950, μετά τον πόλεμο, παίρνοντας μαζί της στον θάνατο τέσσερις ανθρώπους. «Τέσσερις χωριανοί βρήκανε στη θάλασσα μία ‘‘νάρκα’’ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη βγάλανε στην παραλία. Ανάμεσά τους κι ο πατέρας μου που ήξερε πώς να βγάζει την πυρίτιδα. Ήμουν 15 ετών και τους θυμάμαι που προσπάθησαν να αφαιρέσουν τη γόμωση. Ο αδελφός μου και κάποια άλλα παιδιά είχαν μείνει σε απόσταση και παρακολουθούσαν τους μεγάλους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το… μπουμ, μια εκκωφαντική έκρηξη, ένα τεράστιο σύννεφο καπνού σαν μανιτάρι που σηκώθηκε πάνω απ’ όλο το χωριό. Το ωστικό κύμα ήταν τόσο μεγάλο που παρέσυρε τα μικρά παιδιά και τα έριξε στη θάλασσα, ευτυχώς όμως δεν πνίγηκαν. Οι τέσσερις άντρες όμως που είχαν σκαρφαλώσει επάνω στη ‘‘νάρκα’’ σκοτώθηκαν. Μετά το τραγικό συμβάν, οι γυναίκες τους πήγαν στην παραλία και μάζεψαν ό,τι απομεινάρια βρήκαν από τις σορούς τους, τα έβαλαν σε μια μαξιλαροθήκη και τα έθαψαν» θυμάται η Καλλιόπη. Τι να φοβηθούν αυτοί οι άνθρωποι από τον κορωνοϊό, διερωτώμαι εγώ, για δεύτερη φορά εκείνο το απόγευμα…
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί