H απότομη πτώση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, λόγω μιας σφοδρής εξωγενούς οικονομικής διαταραχής, τυπικά αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση του πλούτου των νοικοκυριών.
Ωστόσο, αυτό φαίνεται να μην συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, με βάση τα στοιχεία του 2020, σε παγκόσμιο επίπεδο, αναφέρει ανάλυση στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Σύμφωνα με σχετική μελέτη της Credit Suisse (Global Wealth Report, Ιούνιος 2021), ο πλούτος ανά ενήλικο άτομο (χρηματοοικονομικός και μη χρηματοοικονομικός πλούτος, μείον το ιδιωτικό χρέος) ακολούθησε αντίθετη πορεία από την οικονομική δραστηριότητα, κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, καθώς αυξήθηκε το 2020, σε ετήσια βάση, κατά 6%, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Παρά τις απώλειες που κατέγραψαν οι χρηματαγορές, στο πρώτο τρίμηνο του 2020, η άμεση αντίδραση των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών έναντι των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας -μέσω της άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και ιδιαίτερα χαλαρής νομισματικής πολιτικής- είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών, τόσο των κινητών αξιών, όσο και των ακινήτων, σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Παράλληλα, η αποχή από την κατανάλωση, είτε λόγω των περιοριστικών μέτρων, είτε λόγω της αβεβαιότητας, οδήγησε σε άνοδο των αποταμιεύσεων οι οποίες ενίσχυσαν το απόθεμα χρηματοοικονομικού πλούτου.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σε χώρες που είχαν πληγεί έντονα από την πανδημία καταγράφηκαν και οι υψηλότερες αυξήσεις του πλούτου ανά ενήλικο άτομο. Από την άλλη πλευρά, οι πολιτικές που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε αρκετές περιπτώσεις και άνω των 20 ποσοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η μεταβίβαση εισοδήματος από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και ο περιορισμός των καταναλωτικών δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα την ανθεκτικότητα του πλούτου των νοικοκυριών.
Στη χώρα μας, το 2020, η ήπια άνοδος του συνολικού καθαρού πλούτου μπορεί να αποδοθεί κυρίως στους εξής παράγοντες:
- Στην ενίσχυση των καταθέσεων των νοικοκυριών, κατά περίπου Ευρώ 10 δισ. (άθροισμα μηνιαίων καθαρών ροών).
- Στην ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, όπως αυτή αποτυπώνεται στην άνοδο των τιμών των κατοικιών κατά 4,3% σε ετήσια βάση.
- Στην οριακή, μόνο, αύξηση του ιδιωτικού χρέους ανά ενήλικο άτομο (+0,3% σε ετήσια βάση)
Ο πλούτος των νοικοκυριών διακρίνεται σε χρηματοοικονομικό, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχές κ.λπ.), σε μη χρηματοοικονομικό που προσεγγίζεται κατά κύριο λόγο με τις αξίες των ακινήτων και, τέλος, σε ανθρώπινο κεφάλαιο που προσδιορίζεται ως η παρούσα αξία των προσδοκώμενων αποδοχών, σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του ατόμου (lifetime human wealth).
Αν και η τελευταία συνιστώσα του πλούτου είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, αναμένεται ότι τα επόμενα χρόνια θα ενισχυθεί, παράλληλα με την εισροή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, την υλοποίηση επενδύσεων, τη βελτίωση των προοπτικών για την οικονομική ανάκαμψη και την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και κατά συνέπεια την άνοδο του μελλοντικού μέσου εισοδήματος.
Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση του πλούτου στην Ελλάδα και την Ισπανία, το ποσοστό που καταλαμβάνει ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς προσεγγίζει το 70% του συνολικού πλούτου της χώρας, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ιταλία και την Ευρώπη κυμαίνονται περί του 55%, ένδειξη της σημασίας που έχει η ακίνητη περιουσία για τη μέση ελληνική οικογένεια. Επιπρόσθετα, το χρέος των νοικοκυριών ως ποσοστό του συνολικού πλούτου διαμορφώθηκε το 2020 σε 12,2% έναντι 13% στην Ευρώπη, 9,1% στην Ιταλία και 9,8% στην Ισπανία.