Η απόφαση των ΗΠΑ να αναγνωρίσουν τη Γενοκτονία των Αρμενίων ήρθε έπειτα από πολλά χρόνια κατά τα οποία η Τουρκία και οι λομπίστες της στην Ουάσιγκτον έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να εμποδίσουν μια τέτοια εξέλιξη.
Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑ∆Η
Η απόφαση των ΗΠΑ έπειτα από 106 χρόνια ανάβει… φωτιές στον Ερντογάν και βγάζει τους Τούρκους στους δρόµους
Το αφήγημά τους που απέτρεπε μια τέτοια απόφαση ήταν ότι αν η Ουάσιγκτον χρησιμοποιούσε τον όρο «γενοκτονία» για ένα έγκλημα που διαπράχθηκε πριν από 106 χρόνια, τότε η Άγκυρα θα κινούνταν γρήγορα επιβάλλοντας κυρώσεις στις ΗΠΑ κλείνοντας τις βάσεις της και θα συμμαχούσε με το Ιράν, την Κίνα και τη Ρωσία.
Αυτή η προσπάθεια της Άγκυρας να αποτρέψει την απόφαση της αναγνώρισης της Γενοκτονίας λειτούργησε καλά, για πολλά χρόνια, προβάλλοντας τον εαυτό της ως το κλειδί της βοήθειας στη ∆ύση για την αντιμετώπιση των Σοβιετικών.
Όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση το 1989, η Τουρκία μετέτρεψε το μοτίβο της άρνησης σε ισχυρισμούς ότι ήθελε να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι αποτελούσε τη γέφυρα μεταξύ ∆ύσης και Ασίας και ότι εάν την πρόσβαλλαν με μια τέτοια απόφαση θα την έριχναν στις αγκάλες του ισλαμικού εξτρεμισμού αναγκάζοντας την Άγκυρα θα συνταχθεί με τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν ενάντια στις δυτικές δημοκρατίες.
Καθεστώς
Έγινε όμως έτσι; Επί πολλά χρόνια αυτό που η ∆ύση εισέπραξε από την Τουρκία είναι πως ήταν και παραμένει μια χώρα με αυταρχικό καθεστώς που δύσκολα με τις υπάρχουσες συνθήκες θα μπορούσε να προσχωρήσει σε μια δημοκρατική και φιλελεύθερη Ε.Ε. και πως είναι μια χώρα που αντιτίθεται ανοιχτά σε χώρες του ΝΑΤΟ, όπως η Ελλάδα και η Γαλλία, και που ποτέ και κανείς δεν την εμπόδισε να εισβάλει στο Κουρδικό Αφρίν το 2018 και να συνεχίσει ανενόχλητη την εθνοκάθαρση των Κούρδων.
Όσο για την απειλή πως θα συνεργαστεί με τη Ρωσία, αυτή δεν ισχύει καθώς ήδη συνεργάζεται, με αποκορύφωμα την αγορά των S-400, όπως κατέρρευσε και η δικαιολογία του να κρατηθεί μακριά η συνεργασία της Τουρκίας με την Κίνα, αφού ήδη συνεργάζεται ανοιχτά μαζί της και με την οποία σχεδιάζει περισσότερες χερσαίες συνδέσεις, οδικές και σιδηροδρομικές μέσω Ρωσίας, Κεντρικής Ασίας και Ιράν.
Κάθε επιχείρημα λοιπόν για να μην αναγνωρίσουν οι ΗΠΑ τη Γενοκτονία των Αρμενίων που βασιζόταν στο ότι οι ΗΠΑ πρέπει να σκέφτονται «γεωπολιτικά» και πως δεν έπρεπε παρθούν αποφάσεις που θα πλήγωναν τα αισθήματα της Τουρκίας εκ των πραγμάτων δεν υφίσταται. Και αυτό είναι κάτι που αντιλήφθηκε η κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία προφανέστατα προχώρησε στη λογική πως η «γεωπολιτική» που απαιτεί να κατευνάζεις και να ικετεύεις μια χώρα χωρίς η σχέση αυτή να είναι αμφίδρομη με βάση τον σεβασμό και τη δύναμη, δεν είναι ρεαλιστική.
Επίσης, αν και μόνο η αναφορά στη Γενοκτονία ανάγκαζε την Τουρκία να φύγει από το ΝΑΤΟ, αυτό σημαίνει ότι η συμμαχία του ΝΑΤΟ, μια τεράστια στρατιωτική συμμαχία αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, δεν είναι τόσο ισχυρή όσο κάποιοι μπορούν να τη θεωρούν αφού μπορεί να καταρρεύσει κάτω από έναν εκβιασμό για ένα γεγονός που έγινε 100 χρόνια πριν.
Εξάλλου το ζήτημα δεν είναι μείζον, καθώς το κυβερνών κόμμα του Ερντογάν, το AKP, το οποίο έχει τις ρίζες του στην ισλαμική κουλτούρα, θα μπορούσε να έχει ρίξει το φταίξιμο για τις φρικαλεότητες στις προηγούμενες τουρκικές κυβερνήσεις και ιδιαίτερα στους Κεμαλιστές που αποτελούν τη συνέχεια των Νεοτούρκων, κάτι που σαφώς εξυπηρετεί τον Ερντογάν στα σχέδιά του.
Εξτρεμισμός
Για πολλούς αναλυτές ούτε η αναγνώριση της Γενοκτονίας (ως προειδοποίηση) θα εμποδίσει την Τουρκία να συνεχίσει να προωθεί τον ισλαμικό εξτρεμισμό στη ∆ύση για ίδιον όφελος.
Η πολιτική της Τουρκίας μέχρι τώρα ήταν να προσποιείται ότι ήταν υπεράνω της Ιστορίας, υπεράνω κριτικής και έτσι μπορούσε να κάνει όποιες κινήσεις θέλει χωρίς να έχει συνέπειες. Τακτική που φάνηκε σε όλο της το μέγεθος όταν πέρυσι εκτός από την κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο δημιούργησε και την κρίση με τη Γαλλία σε σχέση με τις γελοιογραφίες του Charlie Hebdo που δημοσιεύθηκαν πριν από χρόνια. Μια ρητορική η οποία και πιθανόν οδήγησε σε τουλάχιστον μία τρομοκρατική επίθεση εντός Γαλλίας.
Επίσης, έχει απειλήσει πολλές φορές να χρησιμοποιήσει τους πρόσφυγες εναντίον της Ευρώπης, ώστε η ΕΕ να της καταβάλλει περισσότερα χρήματα, ενώ εν τω μεταξύ, ριζοσπαστικοποιεί τους πρόσφυγες και τους χρησιμοποιεί ως μισθοφόρους κάνοντας για την Αλ Κάιντα αυτό που έκαναν το Πακιστάν και το Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1990: παροχή βάσεων και αγωγών εξτρεμισμού.
Ένα εκ των πιθανών αντιποίνων που θα μπορούσε να εφαρμόσει η Τουρκία είναι να παγώσει τη Συμφωνία Άμυνας και Οικονομικής Συνεργασίας που επέτρεψε τη συνεργασία με τις ΗΠΑ σε περιφερειακές συγκρούσεις όπως η Συρία και το Ιράκ.
Το σύμφωνο, επίκεντρο της αμυντικής συνεργασίας, παρέχει τόσο στην Τουρκία όσο και στις ΗΠΑ βοήθεια ασφαλείας, επιτρέποντας την ανταλλαγή πληροφοριών, κοινές ασκήσεις και αυξημένη στρατιωτική πρόσβαση των ΗΠΑ στις τουρκικές αεροπορικές βάσεις.
Επίσης, να αρνηθεί την πρόσβαση των ΗΠΑ σε ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης στο Kurecik, ένα κρίσιμο μέρος των αμυντικών δυνατοτήτων σε βαλλιστικούς πυραύλους του ΝΑΤΟ, καθώς και στην αεροπορική βάση Incirlik κοντά στη Συρία και που χρησιμοποιείται από το Πεντάγωνο για την αποθήκευση τακτικών πυρηνικών όπλων.
«Αντίποινα»
Προς το παρόν, αυτά τα «αντίποινα» μένουν σε θεωρητικό επίπεδο. Αυτό που έκανε όμως άμεσα η Τουρκία είναι να ξεκινήσει μια διασυνοριακή επίθεση εναντίον αυτονομιστών Κούρδων μαχητών στο βόρειο Ιράκ και δεν είναι απίθανο να την δούμε να επιτίθεται εναντίον συμμαχικών Κούρδων στη Συρία που έλαβαν αμερικανική βοήθεια για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους.
Τέλος, δεν αποκλείεται να αυξήσει την υποστήριξή της στο Αζερμπαϊτζάν, το οποίο βρίσκεται σε σύγκρουση με την Αρμενία με επίκεντρο το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Σε γενικές γραμμές αυτή είναι η πολιτική που η Τουρκία θα συνεχίσει να εφαρμόζει και φυσικά η απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν δεν θα την εμποδίσει να συνεχίσει τη συνεργασία της με τον ισλαμικό εξτρεμισμό ή με συμφέροντα αντίθετα από αυτά των ΗΠΑ και των ΝΑΤΟ. Πολύ περισσότερο δεν θα την οδηγήσει να ζητήσει συγγνώμη και να επιδιώξει «συμφιλίωση» με τις χώρες στις οποίες επιτέθηκε τα τελευταία χρόνια, γιατί απλά η Ιστορία απέδειξε πως δεν υπάρχει καμία μα καμία ένδειξη ότι η άρνηση της Γενοκτονίας των Αρμενίων συνέβαλε ώστε η Άγκυρα να διατηρηθεί πιο φιλελεύθερη, πιο ανεκτική, πιο δημοκρατική, πιο ανοιχτόμυαλη και πιο κοντά στη ∆ύση όλα αυτά τα χρόνια.
Η Τουρκία, δυστυχώς, δεν θα προσπαθήσει να αντιμετωπίσει το παρελθόν της, να κάνει αυτοκριτική και να ανοίξει μια νέα σελίδα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Από την άλλη πλευρά, ο αντι-αμερικανισμός θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, καθώς με την εξαίρεση του Λαϊκού ∆ημοκρατικού Κόμματος [HDP], τα περισσότερα από τα κόμματα χρησιμοποιούν μια κοινή ρητορική απέναντι στις ΗΠΑ.
Η Γενοκτονία των Αρμενίων θεωρείται η πρώτη μαζική εθνοτική σφαγή, με ανάλογα χαρακτηριστικά, του 20ού αιώνα και εκλαμβάνεται από τους περισσότερους ιστορικούς ως ένα είδος αιματηρού «προοιμίου» του Ολοκαυτώματος των Εβραίων και των άλλων ναζιστικών εθνοτικών εγκλημάτων των ναζί, όπως εκείνα εναντίον των Σλάβων και των Ρομά.
Πογκρόμ από τους Νεότουρκους και μαζικές εκκαθαρίσεις πληθυσμού
Οι Αρμένιοι χριστιανοί ήταν μία από τις σημαντικότερες εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες. Λαός με εμπορική δεινότητα και πλούσιες παραδόσεις, οι Αρμένιοι διακρίνονταν επιπλέον και από ανυπότακτο πνεύμα, έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1880 διεκδίκησαν την αυτονομία τους μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Στις 17 Οκτωβρίου του 1895, Αρμένιοι επαναστάτες κατέλαβαν την Εθνική Τράπεζα στην Κωνσταντινούπολη, έπιασαν ομήρους και απαίτησαν ευρεία γεωγραφική και πολιτική αυτονομία του αρμενικού πληθυσμού. Αν και με τη μεσολάβηση της Γαλλίας το συμβάν αυτό τέλειωσε αναίμακτα και ειρηνικά, ωστόσο οι Οθωμανοί προχώρησαν σε σειρά πογκρόμ εναντίον των Αρμενίων. Υπολογίζεται ότι μέχρι και το 1896 είχαν δολοφονηθεί περισσότεροι από 80.000 Αρμένιοι!
Συμβολική μέρα της Γενοκτονίας των Αρμενίων θεωρείται η 24η Απριλίου του 1915, όταν ξεκίνησε πογκρόμ εναντίον της αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης από τους Νεότουρκους κατά το οποίο λιντσαρίστηκαν εκατοντάδες άνθρωποι.
Στις 27 Μαΐου, ψηφίστηκε ο νόμος περί αναγκαστικών εκτοπίσεων και ξεκίνησαν οι μαζικές απελάσεις του αρμενικού πληθυσμού. Λίγους μήνες μετά, στις 13 Σεπτεμβρίου, ψηφίστηκε και ο νόμος που επέτρεπε στους Τούρκους να κατάσχουν τις περιουσίες που άφηναν πίσω τους οι εξόριστοι.
Το κίνηµα
Το κίνημα των Νεότουρκων ξεκίνησε σαν μια προοδευτική επανάσταση το 1908 προβάλλοντας μια σειρά αιτημάτων για μεταρρυθμίσεις και περιορισμό της απολυταρχίας, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτών. Αλλά το πραγματικό πρόσωπο του νέου καθεστώτος δεν άργησε να φανεί. Ξεκίνησε με την άγρια καταστολή των εργατικών και αγροτικών κινητοποιήσεων που διεκδικούσαν την επέκταση των κοινωνικών αλλαγών και προς τα κατώτερα λαϊκά στρώματα και συνεχίστηκε με τις εθνικές μειονότητες. Με όχημα την ιδεολογία του «παντουρκισμού» οι Νεότουρκοι έδωσαν ειδικό βάρος και έμφαση στην καλλιέργεια μιας τουρκικής εθνικής ταυτότητας, κηρύσσοντας μεν επισήμως την τυπική ισότητα για όλους – ανεξαρτήτως εθνότητας μπροστά στον νόμο, στην ουσία όμως αρνούνταν πως υπάρχει εθνικό ζήτημα στην Τουρκία, επιδιώκοντας στην πορεία να αφομοιώσουν με τη βία τις μειονότητες. Έτσι ξεκίνησε ο βίαιος εκτουρκισμός των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων της αδύναμης και καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κλιμακώθηκε με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τον οποίο οι Νεότουρκοι χρησιμοποίησαν ως αφορμή για την εφαρμογή του.
Σφαγιάστηκαν
Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία περισσότεροι από 2.000.000 Αρμένιοι. Από αυτούς εκτιμάται ότι σφαγιάστηκε το 1.500.000, σε αντίθεση με τις τουρκικές πηγές που κάνουν λόγο για 600.000 έως 800.000 νεκρούς.
Με εντολές της κεντρικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη, οι περιφερειακές αρχές, με τη συμμετοχή παρακρατικών ένοπλων ομάδων και σε ορισμένες περιπτώσεις του τοπικού πληθυσμού, πραγματοποίησαν μαζικές εκτελέσεις και απελάσεις. Οι ένοπλοι των στρατιωτικών σωμάτων και των υπηρεσιών ασφαλείας, καθώς και οι υποστηρικτές τους, εξόντωσαν την πλειονότητα των Αρμένιων ανδρών σε ηλικία εργασίας, αλλά και χιλιάδες γυναίκες και παιδιά.
Κατά τη διάρκεια του εκτοπισμού όσων επέζησαν μέσα από την έρημο, δίχως τροφή και νερό, ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά έγιναν στόχος επιθέσεων και λιντσαρίσματος από τις τοπικές αρχές, από συμμορίες νομάδων και από ομάδες πολιτών. Κατά τη διάρκεια αυτών των επιθέσεων και ληστειών των λιγοστών υπαρχόντων των εκτοπισμένων, έλαβαν χώρα και εξευτελισμοί, όπως για παράδειγμα το ξεγύμνωμα των θυμάτων, αδιακρίτως φύλου, βιασμοί, απαγωγές νέων γυναικών και κοριτσιών, εκβιασμοί, βασανιστήρια και δολοφονίες.
Εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι πέθαναν χωρίς να φτάσουν ποτέ στα νεοτουρκικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκτός από τις δολοφονίες και τις απαγωγές, κάποιοι αυτοκτόνησαν, ενώ ένας τεράστιος αριθμός πέθανε από την πείνα, την αφυδάτωση, την έκθεση στις σκληρές καιρικές συνθήκες και τις ασθένειες.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί