Πώς έκρυψαν τις σβάστικες, τους μαίανδρους και τα λοιπά σύμβολα. Οι επιθέσεις σε λαθρομετανάστες και η… πανηγυρική είσοδος στη Βουλή
Τον Μάιο του 2012 ένα περιθωριακό εξωκοινοβουλευτικό Κόμμα, η Χρυσή Αυγή, με χαμηλά ποσοστά, αντιπροσωπευτικά της μερίδας των ψηφοφόρων θιασωτών του ολοκληρωτισμού και του εθνικοσοσιαλισμού εκτινάσσεται σχεδόν στο 7% μπαίνοντας στη Βουλή, με 21 βουλευτές και τον αμέσως επόμενο μήνα τον Ιούνιο, στις διπλές εκλογές κατορθώνει να διατηρήσει τη δύναμή της και να μπει στον Ναό της Δημοκρατίας με 18 βουλευτές.
Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
Τι είχε συμβεί; Πώς χιλιάδες Έλληνες πολίτες εντελώς ξαφνικά ανακάλυψαν ένα πολιτικό μόρφωμα με κωμικό πρόγραμμα και δυστοπικό όραμα για τη χώρα και το έφεραν στην επιφάνεια;
Καθημερινότητα
Η απάντηση είναι απλή. Η Χρυσή Αυγή έκανε δύο απλά πράγματα: κεφαλαιοποίησε πολιτικά τον θυμό των ανθρώπων της κρίσης και ήρθε να γεμίσει το κενό που δημιούργησε η απόσυρση του κράτους δικαίου από την καθημερινότητα των πολιτών που μέρα με την ημέρα κάτω από την μπότα του ΔΝΤ, γινόταν ολοένα και πιο δυσβάστακτη. Η Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1980, ως περιοδικό εθνικοσοσιαλιστικού προβληματισμού σε μια εποχή που η ακροδεξιά αποτελούμενη από βασιλόφρονες, αλλά και θιασώτες της δικτατορίας είχε μπει (όχι οριστικά, όπως δυστυχώς αποδείχτηκε) στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ωστόσο, η Χρυσή Αυγή υπό την ηγεσία του Νίκου Μιχαλολιάκου, πρώην αρχηγού της ΕΠΕΝ την οποία είχε ιδρύσει ο Γιώργος Παπαδόπουλος, ξεκίνησε την πολιτική της δράση αποκηρύσσοντας στο καταστατικό της – που περιέργως έγινε δεκτό από τον Άρειο Πάγο – κάθε έννοια δημοκρατίας, όπως αποκάλυψε ο Δημήτρης Ψαρράς στο βιβλίο του «η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής»- όπου δηλώνει ρητά ότι «ο δημοκρατικός τρόπος διακυβέρνησης δεν είχε θέση στο κίνημά μας».
Αποχή
Μέχρι και το 1993 η οργάνωση κήρυττε την αποχή από τις εκλογές με το σύνθημα «μαύρο στους πολιτικάντηδες», αλλά ο Νίκος Μιχαλολιάκος σιγά – σιγά και μεθοδικά αφήνει στην άκρη τις φιλοναζιστικές του δηλώσεις, αρχίζει να εμφανίζεται ως πατριώτης και πιστός χριστιανός και αποφασίζει να μετρήσει τις δυνάμεις του μορφώματός του στις εκλογές του 1993 και του 1996. Φυσικά σε εκείνες τις εκλογές απέτυχε παταγωδώς, όμως ήδη η Χρυσή Αυγή από περιοδικό έχει γίνει πολιτικό κόμμα, με στρατιωτική δομή και πειθαρχία και με στόχο την είσοδο στο Κοινοβούλιο. Το 2010 κι ενώ η Ελλάδα βρίσκεται ήδη στο πρώτο μνημόνιο, η «Χρυσή Αυγή» πρωτοστατεί κατά της «λαθρομετανάστευσης» και σημειώνει την πρώτη εκλογική της επιτυχία με την παρουσία του Νίκου Μιχαλολιάκου στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας. Στη συνέχεια, η Χρυσή Αυγή εκμεταλλεύεται τη λαϊκή δυσαρέσκεια από τα μνημονιακά μέτρα απευθυνόμενη σε ένα κοινό που είχε διαρρήξει τους δεσμούς του με την παραδοσιακή του εκπροσώπηση (συνήθως στη Δεξιά) και επιζητούσε «πράξεις και όχι λόγια» και ο αγώνας του κόμματος γίνεται διμέτωπος.
Χωρίς να ξεχνά τους «λαθρομετανάστες», εμφανίζεται από το 2011 με έντονα αντιμνημονιακό προσωπείο. Με την υπόσχεση ότι «θα ξεβρώμιζε τον τόπο» από ανθρώπους που βρέθηκαν στη χώρα μας ως μετανάστες, προσπάθησε να κρύψει τις σβάστικες και τους μαιάνδρους που ήταν ζωγραφισμένα στα σώματα των μελών της ,συστήθηκε ως «εθνικιστικό, πατριωτικό κόμμα» και στις εκλογές του 2012 πέτυχε την είσοδό της στη Βουλή.
Για όσους ξέρουν και μπορούν να αποκωδικοποιούν την πολιτική η άνοδός της και το πώς μπόρεσε αυτή η αποδεδειγμένα πια εγκληματική οργάνωση να έχει ένα τόσο μαζικό ακροατήριο και να φτάσει να μπει στο κοινοβούλιο, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Η Χρυσή Αυγή και ο φασισμός σαν ιδεολογία φούντωσε μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες και βοηθήθηκε από συγκεκριμένες πολιτικές. Φούντωσε μέσα σε μια βαθιά πολιτική κρίση που έδωσε ξανά χώρο σε απόψεις ξενοφοβικές και αυταρχικές. Βοηθήθηκε από το γεγονός ότι άλλα κόμματα, αλλά και πολλά ΜΜΕ σιγόνταραν άμεσα ή έμμεσα ρατσιστικές ή ξενοφοβικές απόψεις και βέβαια πάτησε πάνω στο γεγονός ότι μέσα στην ελληνική κοινωνία, στους απλούς ανθρώπους, στις γειτονιές, σε κομμάτια της νεολαίας και ρατσισμός υπάρχει και ξενοφοβία και βαθύς συντηρητισμός.
Δολοφονίες
Ο απλός Έλληνας πολίτης ή δεν γνωρίζει ή ξεχνά εύκολα. Ξέχασε τις δεκάδες επιθέσεις τόσο σε Έλληνες, όσο και σε μετανάστες των μελών της οργάνωσης από τα μέσα του ’90, ξέχασε ή δεν γνώριζε τν δολοφονική επίθεση κατά του Δημήτρη Κουσουρή το 1998, δεν έμαθε ποτέ για τα νεοναζιστικά κάμπινγκ, ούτε για τα μέλη της οργάνωσης που πολέμησαν στη Σεμπρένιτσα, συμμετέχοντας στη γενοκτονία εις το όνομα της «ορθοδοξίας».
Έκλεισε τα μάτια στο πογκρόμ εις βάρος Αλβανών και υπό το σύνθημα «δεν θα γίνεις ‘Ελληνας ποτέ» στην Ομόνοια το 2004 κατά τους πανηγυρισμούς για την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου από την εθνική ομάδα, έκλεισε τα αφτιά στις κορώνες περί Άριας φυλής στη δίκη του Περίανδρου, υψηλόβαθμου στελέχους της Χρυσής Αυγής και αρχηγού της φάλαγγας της οργάνωσης, γύρισε το βλέμμα αλλού, στις επιθέσεις στις γειτονιές με προπύργιο τον Άγιο Παντελεήμονα, με το πρόσχημα του …«αγανακτισμένου κατοίκου».
Κολακεύτηκε με τα συσσίτια «μόνο για Έλληνες» και τις δωροδοκίες των φτωχών οικογενειών με σκοπό να οργανωθούν οι «αγανακτισμένοι» και φυσικά, με την on camera βία με το χαστούκι του Ηλία Κασιδιάρη στη Λιάνα Κανέλλη, χαστούκι στο παλιό πολιτικό σύστημα που ευθύνεται για την εξαθλίωσή του.
Χρειάστηκε να χυθεί το αίμα του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι, για να έρθει η αρχή του τέλους της Χρυσής Αυγής, με τη δικογραφία να ανοίγει και να αποκαλύπτει δεκάδες ποινικές υποθέσεις, από επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους και πολίτες, έως ακόμα και μαστροπεία, «προστασία» σε μαγαζιά και άλλες «μαφιόζικες» δράσεις για να καταλάβει ο κόσμος πού μπορεί να οδηγήσει η άκριτη υιοθέτηση κάθε λαϊκιστικής ρητορικής που στοχεύει στην ανάγκη των εξαθλιωμένων στρωμάτων της κοινωνίας για απόκτηση δύναμης με ρεβανσιστικές διαθέσεις. Στην απότομη και απόλυτη μεταστροφή μιας εύρωστης φαινομενικά δημοκρατίας σε φασιστικό καθεστώς.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί