Το γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ απάντησε σε όσα με δήλωση του ανέφερε ο Αλέξης Κούγιας σχετικά με τις τοποθετήσεις βουλευτών αναφορικά με την αποφυλάκιση του Δημήτρη Λιγνάδη.
“Όπως πολύ καλά γνωρίζει ο κ. Κούγιας το άρθρο 497 παρ. 8 του ΚΠΔ ισχύει σήμερα ακριβώς όπως ίσχυε από το 2010, πριν δηλαδή από την μεταρρύθμιση του 2019.
Μετά την υπερασπιστική γραμμή που ακολούθησε, ότι ο κ. Λιγνάδης είναι δήθεν θύμα πολιτικής σκευωρίας του ΣΥΡΙΖΑ και την καταδίκη για 2 βιασμούς ανηλίκων, το ερώτημα που γεννάται είναι για ποιόν λόγο προσπαθεί να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη; Τίνος το πολιτικό παιχνίδι παίζει;” σημειώνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αναλυτικά, στη δήλωσή του ο κ. Κούγιας αναφέρει τα ακόλουθα:
«Απάντηση Αλέξη Κούγια στον Νάσο Ηλιόπουλο και στους πολιτικούς που ενώ ορκίστηκαν πίστη στο Σύνταγμα και τους νόμους αλλά και στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, παραβαίνουν σήμερα τον όρκο τους με ταπεινού επιπέδου δηλώσεις και ανακοινώσεις.
Λυπάμαι που βρίσκομαι στη δύσκολη θέση άλλη μια φορά, η προηγούμενη ήταν στην υπόθεση Ριχάρδου, ενός αθώου Έλληνα πολίτη, ανεξαρτήτως της αντιπάθειας όλων μας στο επάγγελμά του, ο οποίος άδικα και μόνο για λόγους πολιτικών εντυπώσεων κλείστηκε στις φυλακές με ενενήντα ακόμη αθώους ανθρώπους και με πολιτικούς που θριαμβολογούσαν γι’ αυτή την ακραία παράβαση των ποινικών νόμων και του Συντάγματος, μόνο και μόνο για να αποκομίσουν πρόσκαιρα ψηφοθηρικά οφέλη, ενώ ήταν παντελώς αθώος.
Σήμερα, ο εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και πολλοί βουλευτές και πρώην υπουργοί, ενώ η Πρόεδρος και οι Τακτικοί Δικαστές του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου των Αθηνών αποφάσισαν ότι ο κύριος Δημήτρης Λιγνάδης είναι αθώος όλων των πράξεων για τις οποίες κατηγορήθηκε και ενώ γνωρίζουν ότι τον κύριο Λιγνάδη καταδίκασαν, με πλειοψηφία μίας ψήφου, ένορκοι που και το νόμο δεν γνωρίζουν και το κυριότερο, ότι αυτοί παραπλανήθηκαν από αγράμματους νομικά και ασυνείδητους ηθικά, παρουσιαστές και παρουσιάστριες, lifestyle εκπομπών της τηλεόρασης, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι όχι η δημοσιογραφία, αλλά μόνο η τηλεθέαση μέσα από ένα ατελείωτο κουτσομπολιό, τόλμησαν, πάλι για ψηφοθηρικούς και μόνο λόγους, να αμφισβητήσουν τη σημερινή απόφαση της ανεξάρτητης ελληνικής Δικαιοσύνης, η οποία αποφάσισε, εφαρμόζοντας ένα νόμο και συγκεκριμένα το άρθρο 497 παράγραφος 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τον οποίο μόνο το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε, δεν υπήρχε στον προηγούμενο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και το οποίο άρθρο διατάσσει τους Δικαστές και τα Δικαστήρια να αποφασίζουν υποχρεωτικά την αναστολή εκτελέσεως της ποινής όταν ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε:
- έχει μόνιμη και γνωστή κατοικία στην Ελλάδα,
- δεν είναι ύποπτος φυγής
- δεν έχει προετοιμάσει τη φυγή του στο εξωτερικό,
- δεν είναι φυγόποινος,
- δεν είναι φυγόδικος,
- δεν έχει καταδικαστεί για κακούργημα και
- δεν υπάρχει φόβος να διαπράξει, εάν μείνει ελεύθερος, εγκλήματα
Ο κύριος Λιγνάδης καταδικάστηκε με ψήφους τέσσερις έναντι τριών αθωωτικών για μία πράξη που τελέστηκε τον Μάρτιο του 2015, δηλαδή πριν επτά ολόκληρα χρόνια, χωρίς επί επτά χρόνια, ζώντας ελεύθερος, να έχει διαπράξει έστω και τροχαία παράβαση και έχοντας επί σχεδόν πενήντα έτη, λευκό ποινικό μητρώο.
Επομένως, σύμφωνα με το νόμο που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή, ο ασκηθείς μαζί μου ως δικηγόρος, πρώην συνεργάτης του γραφείου μου, τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Καλογήρου, τον οποίο παμψηφεί ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ και ήταν έναν από τα σωστότερα και αρτιότερα νομοθετήματα μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το Δικαστήριο έπρεπε υποχρεωτικά να αφήσει ελεύθερο τον κύριο κατηγορούμενο, διότι διαφορετικά θα παραβίαζε με ακραίο τρόπο το νόμο και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Μετά από όλη αυτή τη νομική ανάλυση, είμαι βέβαιος ότι, τόσο ο εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και όσοι παραπλανήθηκαν αγνοώντας αυτό που πριν τρία χρόνια ψήφισαν, θα ζητήσουν συγγνώμη, τόσο από τους Τακτικούς Δικαστές, όσο και από ολόκληρο τον ελληνικό Λαό για το λάθος, το οποίο διέπραξαν με αυτές, λόγω αγνοίας νόμου, τοποθετήσεις.
Επιτέλους, οι πολιτικοί, ανεξαρτήτως κόμματος και χρώματος, να αφήσουν τη Δικαιοσύνη έξω από τα πολιτικά παιχνίδια τους, γιατί προκαλεί τουλάχιστον θυμηδία όταν οι δικαστικές αποφάσεις τους εξυπηρετούν, να υπερηφανεύονται γι’ αυτές και όταν τους βλάπτουν πολιτικά, να επιτίθενται σ’ αυτές».