Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Η «δυσανάγνωστη» ουκρανική κρίση και η παρερμηνεία της ρωσικής αντίδρασης

Της Έρης Τσάκωνα

 

Ίσως χρειαστεί να παρέλθουν αρκετά χρόνια ωσότου οι μελλοντικοί ηγέτες της ΕΕ επιχειρήσουν τον απολογισμό της ικανότητας διαχείρισης της «ουκρανικής κρίσης» και της επιδείνωσης των διπλωματικών και οικονομικών δεσμών με την Ρωσία. Η πρώτη επίσημη αμφισβήτηση ήρθε με την πρώτη επέτειο από την πτώση του Ουκρανού προέδρου Γιανουκόβιτς. Σε πρόσφατη έκθεσή της, η επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της βρετανικής Βουλής των Λόρδων, επικρίνει την ΕΕ, συνεπώς και τη Βρετανία, ότι εισήλθαν «υπνοβατώντας» στην ουκρανική κρίση λόγω μειωμένης διπλωματικής εμπειρογνωμοσύνης και καταστροφικής «ανάγνωσης» του προφίλ της Ουκρανίας και της «νέας» Ρωσίας του προέδρου Βλ. Πούτιν.

 

Αρκετοί θα αναρωτηθούν: Είναι η διπλωματία, μαντική τέχνη; Πώς θα προβλεφθεί μία κρίση; Όχι, δεν είναι. Ωστόσο, μεταξύ άλλων, είναι η τέχνη της ανάλυσης των εθνοτικών, , γλωσσικών, θρησκευτικών παραγόντων που θα καθορίσουν την συμπεριφορά, τις αντιδράσεις και τις αποφάσεις της άλλης πλευράς. Όπως εξηγεί στην έκθεση ο πρόεδρος της επιτροπής Κρίστοφερ Τάγκεντχατ, απουσιάζουν πλέον τόσο από την βρετανική όσο και την ευρωπαϊκή διπλωματία, εκείνοι οι εξειδικευμένοι αναλυτές που έχουν βαθιά γνώση σύνθετων και ενίοτε πολύπλοκων παραγόντων. Προς επίρρωσιν, όπως υποστηρίζεται σε μία παλαιότερη έκθεση της Βουλής των Κοινοτήτων που δημοσιεύθηκε το 2012, τα τελευταία δέκα χρόνια, τόσο στην ΕΕ όσο και στη Βρετανία, επιλέγονται διπλωμάτες με «διαχειριστικές» ικανότητες, ήτοι «μάνατζερ». Ως εκ τούτου, εκλείπουν οι διπλωματικοί σύμβουλοι που έχουν τις ικανότητες να αναλύσουν το ιστορικό και πολιτισμικό υπόβαθρο μια χώρας, καθώς και τους ευρύτερους γεωπολιτικούς συσχετισμούς.

 

Γιατί λοιπόν, η ΕΕ δεν προέβλεψε την ένταση της ρωσικής αντίδρασης και τον ουκρανικό εμφύλιο; Η πολιτική της διεύρυνσης προς ανατολάς «κυοφόρησε» προσδοκίες στο Κίεβο για το ευρωπαϊκό του μέλλον. Η «αθόρυβη» προσπάθεια προσέλκυσης της Ουκρανίας από την ΕΕ, ποτέ δεν πέρασε απαρατήρητη από την Ρωσία, η οποία έβλεπε την ίδια στιγμή τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους του ΝΑΤΟ να εγκαθίστανται λίγα χιλιόμετρα από τα δυτικά σύνορά της. Η συντριπτική πλειονότητα των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών έχουν προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ, με εξαίρεση τη Λευκορωσία και την Ουκρανία. Αν η ΕΕ και οι ΗΠΑ δεν προσδοκούσαν την αντίδραση της Ρωσίας στην επαπειλούμενη «περικύκλωσή» της, τότε είτε παραπλανήθηκαν ηθελημένα πιστεύοντας ότι οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί στην περιοχή είχαν αλλάξει μονίμως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, είτε απλώς αποδείχθηκαν αδαείς.

 

Υπερθεματίζοντας, αν στα παραπάνω συνυπολογιστεί και ο ιστορικός παράγοντας, καταλήγουμε στο ερώτημα: Πόσες πιθανότητες επιτυχίας θα είχε μια «διελκυστίνδα» Δύσης και Ρωσίας για την ολοκληρωτική επιρροή σε μία εκ προοιμίου «διηρημένη» χώρα η οποία στις δύο δεκαετίες της ανεξαρτησίας της προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία της μεταξύ του ρωσόφωνου ορθόδοξου πληθυσμού στα ανατολικά με το καθολικό και ουκρανόφωνο στα δυτικά;

 

Λένε ότι το ευκολότερο είναι να κηρύξεις έναν πόλεμο, όμως το πιο δύσκολο είναι πώς θα τον τελειώσεις. Ίσως η Ουκρανία να αποτελεί τη μεγαλύτερη αποτυχία της διεθνούς διπλωματίας στη σύγχρονη ιστορία. Αν δεν υπάρξει ως «ουδέτερο» κράτος μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, θα διχοτομηθεί. Σε αυτό το σημείο πρέπει να εστιάσει η ευρωπαϊκή διπλωματία και να οδηγήσει την Ουκρανία στη συμφιλίωση και να υπεραμυνθεί του δικαιώματος της χώρας στην αυτοδιάθεση. Αν το διπλωματικό της προσωπικό είχε ερμηνεύσει εξ αρχής με σχολαστικότητα και σε βάθος την πολυπλοκότητα της σύγκρουσης, σήμερα η Ουκρανία θα έκανε σήμερα τα πρώτα της βήματα για την έξοδο από την ύφεση του 2008 και η Ρωσία θα ήταν ένας καλύτερος γείτονας για την Ε.Ε.

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ