Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Η ΕΚΤ ρισκάρει ένα σοβαρό λάθος εν μέσω της τραπεζικής καταιγίδας

Το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κινείτο σε τροχιά αύξησης του επιτοκίου καταθέσεων κατά 50 μονάδες βάσης στο 3%, και όπως αναμενόταν, προχώρησε όντως σήμερα στην έκτη διαδοχική αύξηση των επιτοκίων από τον Ιούλιο. Παρότι, όμως, ο πληθωρισμός παραμένει αναμφισβήτητα ένας υπαρκτός κίνδυνος, η κεντρική τράπεζα δείχνει επικίνδυνα εφησυχασμένη, αγνοώντας την πρόσφατη τραπεζική καταιγίδα. Η αδυναμία του ευρώ να ενισχυθεί έναντι του δολαρίου, παρά τη μεγαλύτερη της αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων, υποδηλώνει ότι οι επενδυτές ανησυχούν πως η κίνηση της ΕΚΤ είναι πιθανόν λανθασμένη.

Άρθρο του Marcus Ashworth (Οικονομικός Συντάκτης του Bloomberg για τις Ευρωπαϊκές αγορές) 

Η συνέχιση των αυξήσεων ανεξαρτήτως των εξελίξεων αναδεικνύει τον εντεινόμενο κίνδυνο υπερβολικής νομισματικής σύσφιξης στην ευρωζώνη. Το τι περιμένει δε, να επιτύχει η ΕΚΤ μην παρέχοντας καμία απολύτως πληροφορία για το τι θα συμβεί στη συνέχεια, μού είναι ασαφές. “Δεν είναι εφικτό να καθοριστεί στην παρούσα φάση ποια θα είναι η πορεία εφεξής”, δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που ακολούθησε μετά την αύξηση των επιτοκίων. Η αγορά μπορεί κάλλιστα να ερμηνεύσει τη στάση αυτή ως ένδειξη ότι τα επιτόκια δεν θα κινηθούν σημαντικά υψηλότερα· αλλά αυτός δεν είναι τρόπος επικοινωνίας των προθέσεων πολιτικής.

Ας ελπίσουμε ότι δεν πρόκειται για μια επανάληψη όσων συνέβησαν το 2011. Όταν η ΕΚΤ υπό τον Ζαν-Κλοντ Τρισέ αύξησε τα επιτόκια δύο φορές, την ώρα που οι μετασεισμοί της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης χάρασσαν την πορεία της Ευρώπης, οδηγώντας την ντουγρού στην κρίση δημοσίου χρέους.

Ο διαχωρισμός του διττού ρόλου της ΕΚΤ, ήτοι της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας από την ευθύνη της να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%, δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση. Συχνά, όπως τώρα, οι δύο αυτοί ρόλοι εμπλέκονται όταν το τραπεζικό σύστημα κλυδωνίζεται λόγω ανησυχιών για τη ρευστότητα.

Και σε μια περιοχή όπου οι επιχειρήσεις ακόμη εξαρτώνται από τον τραπεζικό δανεισμό και όχι από τις χρηματιστηριακές αγορές για τη χρηματοδότηση των επενδύσεών τους, η έλλειψη ρευστότητας μπορεί γρήγορα να καταστεί αντιπληθωριστική – συνθλίβοντας την ανάπτυξη.

Δεν είναι όμως μόνο τα επιτόκια. Η ΕΚΤ έχει ορίσει επίσης τον χρόνο λήξης του γαλαντώμου προγράμματος δανειακής διευκόλυνσης των τραπεζών ύψους 1,35 τρισ. ευρώ, ήτοι του προγράμματος στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTROs), το οποίο πρόκειται να λήξει τον Ιούνιο. Και ξεκίνησε την ποσοτική σύσφιξη αυτόν τον μήνα – σταματώντας την επανεπένδυση κερδών ύψους περίπου 15 δισ. ευρώ τον μήνα από ομόλογα που λήγουν, τα οποία είχε συσσωρεύσει κατά τη διάρκεια της ποσοτικής χαλάρωσης. Οι χρηματοοικονομικές συνθήκες “στενεύουν” ανεξάρτητα από το επίπεδο των επιτοκίων. Ο δομικός πληθωρισμός παραμένει βέβαια ιδιαίτερα υψηλός, τρέχοντας με ετήσιο ρυθμό 5,6% τον Φεβρουάριο – αλλά οι “φάλαγγες” των οικονομολόγων στα γραφεία της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη θα έπρεπε πραγματικά να βλέπουν τα δυσοίωνα σημάδια, ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει απότομα από μόνος του καθώς ο φόβος υπερνικά την απληστία. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ως προς αυτό ακόμη, με βάση την τελευταία αναθεώρηση των προβλέψεων, παρότι η κ. Λαγκάρντ τόνισε ότι έγιναν στις αρχές Μαρτίου, πριν ανακύψει η τρέχουσα αναταραχή.

Η κ. Λαγκάρντ κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να καθησυχάσει τις αγορές και να εξηγήσει τη σημερινή απόφαση της ΕΚΤ, αλλά υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη αίσθηση ότι η κεντρική τράπεζα κατέστη “όμηρος” της προηγούμενης δέσμευσής της και αδυνατεί να αλλάξει πορεία προκειμένου να αντιμετωπίσει την τρέχουσα επιδείνωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών. Εάν η οικονομία όντως επιδεινωθεί, τότε η ΕΚΤ έχει κάνει σαφώς λάθος από πλευράς πολιτικής που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. “Ήταν απόφαση της συντριπτικής πλειοψηφίας”, δήλωσε η Λαγκάρντ. Η μιζέρια θέλει παρέα.

Ωστόσο, παρά τις πρόσφατες εκκλήσεις του επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Αυστρίας, Ρόμπερτ Χόλτσμαν, για τρεις επιπλέον αυξήσεις των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης μετά τη σημερινή, τα “γεράκια” στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δεν θα έχουν πλέον τον κυρίαρχο λόγο. Η ξεκάθαρη έλλειψη guidance στη δήλωση πολιτικής της ΕΚΤ και η επιστροφή στη ρητορική για ανά συνεδρίαση αξιολόγηση των στοιχείων, συνιστά μια συγκεκαλυμμένη επίπληξη. Οι παγκόσμιες επιπτώσεις της κατάρρευσης της Silicon Valley Bank, και τώρα οι ανησυχίες για την Credit Suisse Group AG, καταδεικνύουν ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί πλέον να καθορίζει την πολιτική της μεμονωμένα. Αλλά πρέπει πρώτα να ξυπνήσει.

Όλες οι επενδύσεις υποχωρούν αυτήν τη στιγμή, αλλά μία συγκεκριμένα θα πρέπει να κάνει τα “γεράκια” του πληθωρισμού να χλωμιάσουν – οι αποδόσεις των γερμανικών διετών ομολόγων υποχώρησαν κατά 85 μονάδες βάσης την προηγούμενη εβδομάδα, σημειώνοντας μια άνευ προηγουμένου πτώση. Οι αντεστραμμένες καμπύλες θεωρούνται ξεκάθαροι προάγγελοι ύφεσης, αλλά στην πραγματικότητα η οικονομική ύφεση ξεκινά όταν οι αποδόσεις των βραχείας ωρίμανσης τίτλων ομαλοποιούνται και επιστρέφουν χαμηλότερα αυτών των 10ετών ομολόγων. Η καμπύλη μεταξύ των γερμανικών 2ετών και 10ετών ομολόγων έχει αντιστραφεί κατά σχεδόν 40 μονάδες βάσης σε μία εβδομάδα. Ως εκ τούτου οι αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων ομολόγων παραμένουν ακόμη περίπου 30 μονάδες βάσης υψηλότερα από αυτές των 10ετών, αλλά οι συνθήκες αλλάζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Η οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία του κορονοϊού ήταν αρκετά ρόδινη για τη ζώνη του ευρώ, με την ευπρόσδεκτη εκτίναξη του τουρισμού να ενισχύεται από την ισχυρή δημοσιονομική στήριξη. Το ταμείο NextGeneration EU των 800 δισ. ευρώ έχει επίσης ενισχυθεί από τις κινήσεις των ίδιων των κρατών. Η Γερμανία είναι η πιο “γενναιόδωρη”, προωθώντας δαπάνες σχεδόν 200 δισ. ευρώ.

Η δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία της Ευρωζώνης επιτέλους αποδίδει, σε πλήρη αντίθεση με την κρίση του ευρώ πριν από μία δεκαετία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η νομισματική συνιστώσα της εξίσωσης μπορεί να “αγνοεί” τις εξελίξεις στον πραγματικό κόσμο. Η ΕΚΤ βρίσκεται στην ατυχή θέση να είναι η πρώτη μεγάλη κεντρική τράπεζα του πλανήτη που καλείται να αντιδράσει σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής μετά τις πρόσφατες δυσμενείς εξελίξεις -η Τράπεζα της Αγγλίας και η Federal Reserve συνεδριάζουν την επόμενη εβδομάδα- αλλά πραγματικά πρέπει να είναι διατεθειμένη να κάνει λιγότερα, εάν χρειαστεί.



ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ