Με το «καλημέρα» και πριν ακόμη ορκιστεί η νέα Βουλή, αρχίσανε τα όργανα. Εξώδικα, μηνύσεις, αγωγές προς τους δημοσιογράφους για το πώς κρίνουν και χαρακτηρίζουν μια πολιτική παράταξη. Ο πέλεκυς των δικαστηρίων και των… προστίμων (τα καλοδεχούμενα) για το αν σκέφτεστε κάτι διαφορετικό για κάποιον από εκείνο που ο ίδιος σκέφτεται για το εαυτό του. Καλό, ε;
Μια τακτική που, σημειωτέον, την ξεκίνησε πρώτος ο Λεπέν στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η κλασική τακτική που προσπαθεί να φιμώσει με αγωγές και μηνύσεις οποιαδήποτε προσπάθεια θεμιτής πολιτικής κριτικής.
Α, και για να μην ξεχνιόμαστε: Λίγο παραπάνω από την Ελλαδίτσα μας, εκεί στις Βρυξέλλες, πριν από λίγες ημέρες υπερψηφίστηκε σχέδιο νόμου για την ελευθερία του Τύπου (sic), το οποίο περιέχει διάταξη η οποία νομιμοποιεί την παρακολούθηση των τηλεφώνων των δημοσιογράφων στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας»…
Και η δημοκρατία γενικά πάει από το… καλό στο απόσπασμα.
Γιατί παρακολουθήσεις, μηνύσεις και αγωγές απαιτώντας ως αποζημίωση υπέρογκα χρηματικά ποσά, που στην πραγματικότητα δεν στοχεύουν στην αποκατάσταση ζημίας ή την ικανοποίηση ηθικής βλάβης, αλλά στον εκφοβισμό ρεπόρτερ και ΜΜΕ, δεν θα απομακρύνουν τους δημοσιογράφους από την προσήλωσή τους στις αρχές της αλήθειας, της δεοντολογίας και της αντικειμενικότητας, καθώς εκείνο που επιχειρείται στην πραγματικότητα είναι η φίμωση του Τύπου. Και όταν φιμώνεται ο Τύπος, η ελευθερία παύει να υπάρχει.
Συμφωνούμε σε ένα βασικό και από εκεί και πέρα χωρίζουν οι δρόμοι μας. «Ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία. Είναι νοοτροπία». Και αυτό φαίνεται στην πράξη.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί