Σύμφωνα με άρθρο του επιστημονικού εντύπου Journal of Behavioural Νutrition and Physical Activity, η αλλαγή της ώρας από θερινή σε χειμερινή, αν και μας βοηθά να κερδίσουμε μια ώρα ύπνου, λειτουργεί σχετικά αρνητικά όσον αφορά τη δημόσια υγεία, κυρίως για τα παιδιά.
Συγκεκριμένα, όπως αποκάλυψε έρευνα ειδικών από τη Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου και του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, με επικεφαλής τη Δρ Άννα Γκούντμαν, η θερινή ώρα επηρεάζει θετικά τη σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών, καθώς διαθέτουν περισσότερο χρόνο για σωματική άσκηση και εξωσχολικές δραστηριότητες, λόγω της μεγαλύτερης διάρκειας της ημέρας.
Έπειτα από μελέτη 23.000 παιδιών, ηλικίας 5 έως 16 ετών από εννέα χώρες, διαπιστώθηκε ότι η δραστηριότητα των παιδιών είναι αυξημένη κατά 15% – 20% σε καθημερινή βάση τις μέρες του καλοκαιριού σε σχέση με εκείνες του χειμώνα.
Τα αποτελέσματα αυτά πιστεύεται ότι προκύπτουν από το γεγονός ότι στη χειμερινή ώρα, η ημέρα είναι μικρότερη και τα απογεύματα το φυσικό φως είναι λιγότερο. Κατά συνέπεια, τα παιδιά δεν έχουν χρόνο μετά το σχολείο να ασκούνται ή να ασχολούνται με ψυχαγωγικές δραστηριότητες, οι οποίες λειτουργούν ευεργετικά στο σώμα και την ψυχολογία τους. Μάλιστα, βασιζόμενοι σε αυτό, Βρετανοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να ισχύσει η θερινή ώρα μόνιμα.
Το ζήτημα της μονιμοποίησης της θερινής ώρας έχει κατά καιρούς απασχολήσει σοβαρά μερικές χώρες, ιδιαίτερα τη Μ. Βρετανία, όπου έχει συζητηθεί και στο Κοινοβούλιο, αλλά χωρίς να ληφθεί απόφαση. Στην Αυστραλία, το 2008, δημιουργήθηκε μέχρι και πολιτικό κόμμα με βασική διεκδίκηση τη μόνιμη θερινή ώρα.
«Η ύπαρξη πρόσθετου χρόνου με φυσικό φως μέσα στη μέρα θα επηρέαζε κάθε παιδί σε μια χώρα, κάθε μέρα του έτους, έχοντας πολύ πιο θετικές επιπτώσεις από πολλά άλλα πιθανά μέτρα για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας», επισημαίνει η Δρ Γκούντμαν. Όπως λέει, η θετική επίδραση φαίνεται να είναι η ίδια τόσο για τα αγόρια, όσο και για τα κορίτσια, τόσο για τα παιδιά με κανονικό βάρος, όσο και για όσα έχουν περισσότερα κιλά από το φυσιολογικό, ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου της οικογένειάς τους.
Η Δρ Γκούντμαν σημείωσε ότι σε μια χώρα όπως η Μ. Βρετανία, η σωματική δραστηριότητα μειώνεται αμέσως κατά 5% εξαιτίας της χειμερινής ώρας, ενώ η συνεργάτης της στην έρευνα, Άσλεϊ Κούπερ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, συμπλήρωσε ότι «η εισαγωγή μόνιμης θερινής ώρας δεν θα έλυνε το πρόβλημα της γενικά χαμηλής σωματικής δραστηριότητας, όμως πιστεύουμε ότι είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση».
Από την άλλη, κάποιοι θα υποστήριζαν ότι αν ίσχυε μόνιμα η θερινή ώρα, τα πρωινά θα ήταν σκοτεινότερα, συνεπώς τα παιδιά θα δυσκολεύονταν να πάνε στο σχολείο και οι εργαζόμενοι στη δουλειά τους.
Η εισαγωγή του θεσμού της αλλαγής ώρας στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έγινε το 1975. Η αλλαγή γίνεται κάθε χρόνο την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου (θερινή ώρα – μια ώρα μπροστά) και την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου (χειμερινή ώρα – μια ώρα πίσω), στη 1:00 π.μ. ώρα Γκρίνουιτς. Έτσι, η θερινή ώρα στην Ελλάδα είναι τρεις ώρες μπροστά από την ώρα Γκρίνουιτς, ενώ η χειμερινή δύο ώρες μπροστά.