Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Οι FINANCIAL TIMES γράφουν για τους «διαπλεκόμενους νταβατζήδες» και ολιγάρχες της Ελλάδας

Στο ρόλο των «ολιγαρχών» στην ελληνική πολιτική και κοινωνία να μπαίνει στο μικροσκόπιο εν όψει των εκλογών, οι FT επιχειρούν μια προσέγγιση του θέματος και της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, αναφέροντας και ονόματα που κατά το δημοσίευμα συγκαταλέγονται στο top της ελληνικής «ολιγαρχίας».

Είναι οι πιο διάσημοι μεγιστάνες της χώρας, που προκαλούν εξίσου θαυμασμό αλλά και μίσος λόγω του τεράστιου πλούτου και των πολιτικών τους διασυνδέσεων. Οι απλοί Έλληνες πολίτες τους αποκαλούν «διαπλεκόμενους» ή και «νταβατζήδες», ενώ οι οικονομολόγοι τους ονομάζουν ολιγάρχες, γιατί κρατούν την επιχειρηματική ζωή της χώρας.

Όπως κι αν αποκαλούνται όμως, ο ρόλος τους στην ελληνική πολιτική και κοινωνία μπαίνει στο μικροσκόπιο, εν όψει των γενικών εκλογών αυτόν τον μήνα.

Το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, που είναι σε θέση να κερδίσει τις πρόωρες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, έχει κηρύξει πόλεμο στους ολιγάρχες, εφόσον αναλάβει την εξουσία.

Ο Γιώργος Σταθάκης, ο σκιώδης υπουργός Ανάπτυξης, δήλωσε στους Financial Times την περασμένη εβδομάδα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα βάλει τέλος στην δωρεάν έκδοση αδειών για τηλεοπτικά κανάλια σε πολιτικούς «φίλους» και θα επανεξετάσει διαφιλονικούμενες ιδιωτικοποιήσεις. Η καταπολέμηση της ολιγαρχικής μέγκενης στην οικονομία «θα είναι προτεραιότητα», δήλωσε.

Τα σχόλια αυτά σηματοδοτούν ήδη μια αλλαγή για την Ελλάδα, όπου η επίδραση των ολιγαρχών έχει μακρά ιστορία, αλλά σπάνια συζητιέται, τουλάχιστον δημοσίως.

«Ο πραγματικός εχθρός του ανταγωνισμού στην αγορά στην Ελλάδα είναι η ολιγαρχία, αλλά το θέμα είναι ταμπού: Οι πολιτικοί δεν το συζητούν και τα μίντια δεν γράφουν για αυτό», σχολιάζει ο Αριστείδης Χατζής, καθηγητής Φιλοσοφίας, Δικαίου και Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ένας λόγος είναι ότι τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια στην Ελλάδα, όπως και τα ειδησεογραφικά websites και οι ημερήσιες εφημερίδες με επιρροή σε αρκετές περιπτώσεις βρίσκονται στον έλεγχο ολιγαρχών που επηρεάζουν την ειδησεογραφία.

Σε μια έκθεση της αμερικανικής πρεσβείας που δημοσίευσε το WikiLeaks αναφέρεται: «Τα ιδιωτικά ΜΜΕ της Ελλάδας ανήκουν σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που δημιούργησαν ή κληρονόμησαν περιουσίες (…) και συνδέονται μέσω δεσμών αίματος, γάμου ή εξ αγχιστείας με πολιτικά στελέχη της κυβέρνησης ή και άλλους μεγάλους επιχειρηματίες».

Αυτά τα πρόσωπα δεν θα είναι εύκολο να τιθασευτούν. Κανένα μέλος του στενού οικογενειακού κύκλου της ολιγαρχικής κοινότητας δεν έχει ακόμη πέσει λόγω της 7ετούς οικονομικής κρίσης, μολονότι τα ΜΜΕ που τους ανήκουν από ορισμένους αναλυτές εκτιμάται ότι έχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια που πλησιάζουν τα 2 δισ. ευρώ προς τις εγχώριες τράπεζες καθώς τα διαφημιστικά έσοδα κατέρρευσαν και οι «επιχορηγήσεις» από τις κρατικές εταιρίες εξαφανίστηκαν.

Παρά ταύτα δείχνουν να έχουν αποδυναμωθεί από τη σοβαρή ύφεση της χώρας και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που έχουν θέσει οι διεθνείς πιστωτές.

«Παραμένουν πανίσχυροι, αλλά οι δραστηριότητές τους έχουν επηρεαστεί από τις πρόσφατες προσπάθειες καταπολέμησης της φοροαποφυγής, μέσω εταιριών offshore για παράδειγμα», εξηγεί ο κ. Χατζής.

Η πολιτική επιρροή των ολιγαρχών πρόκειται να πληγεί παραπάνω όταν εφαρμοστεί η νέα νομοθεσία που υποχρεώνει τα πολιτικά κόμματα να καταθέτουν τους ισολογισμούς τους σε λογιστικό έλεγχο. Ένας Αθηναίος οικονομολόγος, που ζήτησε να τηρηθεί η ανωνυμία του, είπε ότι όσοι χρηματοδότησαν πολιτικούς στο παρελθόν θα δυσκολευτούν να τους κρατήσουν «στα μισθολόγια».

Στην Ελλάδα υπάρχει μακρά παράδοση επιχειρηματιών που στηρίζονται στις πολιτικές τους επαφές για να κερδίσουν συμβόλαια και σε πολιτικούς που ζητούν φακελάκι από τις επιχειρήσεις για να βελτιώσουν τις πιθανότητές τους στις εκλογές.

Ο κ. Χατζής μιλά για «μια μικρή χώρα όπου λείπει η εμπιστοσύνη κι ούτε και ο νόμος δεν εφαρμόζεται σωστά».

Η κλίμακα αυτής της διαπλοκής αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1990, καθώς η ελληνική οικονομία απογειωνόταν, χάρη στην απελευθέρωση της αγοράς που απαιτούσε η Ε.Ε. και στην αυξημένη χρηματοδότηση από τις Βρυξέλλες για έργα υποδομών και τεχνολογίας.

Οι μεγάλες συμβάσεις για τα έργα με ευρωπαϊκή υποστήριξη μοιράστηκαν σε έναν μικρό κύκλο πλειοδοτών. Οι περιστασιακές καταγγελίες όμως για την πολιτική της σπατάλης κάποιες φορές μεταδόθηκαν και στην πολιτική, ορισμένες φορές με καταστροφικές επιπτώσεις.

Σε μια περίπτωση, ο μεταρρυθμιστής πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατηγόρησε τον Σωκράτη Κόκκαλη, ιδρυτή της επιχείρησης τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού Intracom, ότι υποκίνησε την πτώση της κυβέρνησής του το 1993, λόγω της προοπτικής πώλησης του ελληνικού οργανισμού τηλεπικοινωνιών ΟΤΕ σε γαλλικό όμιλο που θα χρησιμοποιούσε τον δικό του εξοπλισμό, κατηγορία που αρνήθηκε ο κ. Κόκκαλης.

Η Intracom συνέχισε να πωλεί εξοπλισμό αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ στον ΟΤΕ, ενώ η «αδελφή» επιχείρηση Intralot παρείχε αυτοματοποιημένα συστήματα τυχερών παιχνιδιών στο κρατικό μονοπώλιο στοιχηματισμού, τον ΟΠΑΠ.

Η επιρροή του κ. Κόκκαλη επεκτάθηκε με τη λειτουργία δημοφιλούς ραδιοφωνικού σταθμού από τη σύζυγό του, αλλά και την απόκτηση της κορυφαίας ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού.

Ο Γιώργος Παπανδρέου, πρώην σοσιαλιστής πρωθυπουργός που παραιτήθηκε το 2011, επίσης ισχυρίστηκε ότι τον έριξαν οι ολιγάρχες, όταν μετά από έρευνα του υπουργείου Οικονομικών για την καταπολέμηση του εκτεταμένου λαθρεμπορίου καυσίμων αποκαλύφθηκε απάτη σε όλη τη Βαλκανική που κόστιζε στην Ελλάδα 3 δισ. ευρώ το χρόνο σε ανείσπρακτους φόρους. «Πολλοί κυρίαρχοι τραπεζίτες και βιομήχανοι περιλαμβάνονταν σε αυτούς που ήταν αποφασισμένοι να φύγω», είπε στους F.T.

Η σημερινή γενιά ολιγαρχών, που έχει ήδη περάσει από καιρό τη συνήθη ηλικία συνταξιοδότησης, παραδίδει σταδιακά τις καθημερινές επιχειρήσεις σε νεότερα μέλη της οικογένειας, ενώ διατηρεί την εξουσία επί των πολιτικών, χρηματοδοτώντας τις προεκλογικές εκστρατείες τους και φροντίζοντας για την πρόσβασή τους στην τηλεόραση.

Ο Κώστας Μπακούρης, επικεφαλής της Διεθνούς Διαφάνειας στην Ελλάδα, πιστεύει ότι, όπως πάντα, οι ολιγάρχες θα προσπαθήσουν να προσαρμοστούν στις αλλαγές των συνθηκών.

«Εξακολουθούν να ασκούν επιρροή, αλλά τηρούν μια στάση αναμονής για τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις», τονίζει. «Πιστεύω ότι ορισμένοι εξ αυτών έχουν επαφές με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ακόμη δεν έχει αποσαφηνιστεί η έκβαση αυτών των επαφών».

Οι κατά τους F.T. κορυφαίοι ολιγάρχες

Στο δημοσίευμά τους οι Financial Times κάνουν λόγο για πέντε πολύ γνωστά ονόματα του ελληνικού επιχειρηματικού χώρου, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για κορυφαίους ολιγάρχες, με μια μικρή αναφορά στον κάθε έναν ως εξής:

Βαρδής Βαρδινογιάννης: Ο 81χρονος πατριάρχης μιας κρητικής οικογένειας που ελέγχει τη MotorOil, το δεύτερο μεγαλύτερο διυλιστήριο στην Ελλάδα, καθώς και έναν στόλο δεξαμενόπλοιων, έναν σταθμό εφοδιασμού πλοίων στην Κρήτη και ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων στην Αθήνα. Όπως σημειώνει η βρετανική εφημερίδα, ο όμιλος Βαρδινογιάννη ελέγχει τον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό Star και έχει μερίδιο μειοψηφίας στο Mega Channel.

Μιχάλης Σάλλας: Ο 64χρονος πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης έγινε η μεγαλύτερη ελληνική τράπεζα, μετά την απόκτηση των υγιών στοιχείων ενεργητικού δύο χρεοκοπημένων κυπριακών τραπεζών και μιας κρατικά ελεγχόμενης ελληνικής τράπεζας. Ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και πρώην καθηγητής οικονομετρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έχει κρατήσει από τη δεκαετία του 1980 στενές σχέσεις με διαδοχικούς Έλληνες πρωθυπουργούς.

Σπύρος Λάτσης: Ο 69χρονος γιος του Γιάννη Λάτση, ενός δισεκατομμυριούχου εφοπλιστή με έδρα το Λονδίνο που είχε χρηματοδοτήσει το Συντηρητικό Κόμμα της Βρετανίας. Όπως αναφέρουν οι Financial Times, ο όμιλος Λάτση ελέγχει μαζί με το ελληνικό δημόσιο τα ΕΛΠΕ ΕΛΠΕ +0,81%, το μεγαλύτερο διυλιστήριο της χώρας. H Lamda Development, ο real estate βραχίονας του ομίλου, κέρδισε την περασμένη χρονιά τον διαγωνισμό για την αξιοποίηση του Ελληνικού, την παραθαλάσσια έκταση του πρώην διεθνούς αεροδρομίου της Αθήνας. Η Lamda και οι συνέταιροι της, η κινεζική Fosun και το κρατικό επενδυτικό ταμείο του Άμπου Ντάμπι, κατέθεσαν τη μοναδική προσφορά για το έργο των 5 δισ. ευρώ, το οποίο μπορεί να ακυρώσει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Γιώργος Μπόμπολας: Ο 86χρονος ιδρυτής της Ελλάκτωρ, κορυφαίας κατασκευαστικής ελληνικής εταιρείας, ο οποίος, όπως αναφέρει η εφημερίδα, τη δεκαετία του 1980 είχε κατηγορηθεί από δημοσιογράφους και ανταγωνιστές ότι είναι Σοβιετικός «πράκτορας επιρροής» (agent of influence). Ο κ. Μπόμπολας διέψευδε πάντοτε τους ισχυρισμούς αυτούς. Όπως επισημαίνουν οι Financial Times, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαμηνύσει ότι αν έρθει στην εξουσία θα εξετάσει το μερίδιο της Ελλάκτωρ από τα έσοδα από την Αττική Οδό. Ο όμιλος Μπόμπολα έχει μερίδιο μειοψηφίας στο Mega Channel και ελέγχει το Έθνος, μια ζημιογόνα καθημερινή εφημερίδα.

Δημήτρης Κοπελούζος: 64 ετών, αντιπρόσωπος της Gazprom στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1980 και ιδρυτής του ομίλου Κοπελούζου, που δραστηριοποιείται στην ενέργεια και στις κατασκευές. Ο όμιλος συνεργάστηκε πρόσφατα με τη γερμανική Fraport και με προσφορά 1,2 δισ. ευρώ κέρδισε τον διαγωνισμό για τη λειτουργία 14 περιφερειακών ελληνικών αεροδρομίων, που θα δώσουν ώθηση στην τουριστική ανάπτυξη της χώρας την επόμενη δεκαετία. Όπως τονίζει η βρετανική εφημερίδα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προειδοποιήσει το κοινοβούλιο πως μπορεί να μην εγκρίνει το ντιλ.

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ