Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

«Οι μεταρρυθμίσεις θα κάνουν την οικονομία ανταγωνιστική»

Η ελληνική οικονομία μπορεί να επιτύχει υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης που είναι απαραίτητοι για τη μείωση της ανεργίας μόνο εάν βελτιώσει σημαντικά τις εξαγωγικές της επιδόσεις, επισημαίνει ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην αντιπρόεδρος της ΕΚΤ κ. Λουκάς Παπαδήμος, ο οποίος τονίζει την ανάγκη υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων που θα κάνουν τη χώρα περισσότερο παραγωγική και ανταγωνιστική.

 Μιλώντας στο  «Το Βήμα της Κυριακής» με αφορμή το πρόσφατο συμπόσιο που διοργάνωσε στο Μέγαρον Plus με θέμα «Τραπεζική Ενωση, Νομισματική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη» και τη συμμετοχή κορυφαίων κεντρικών τραπεζιτών από όλον τον πλανήτη και διεθνούς φήμης καθηγητών Πανεπιστημίου, ο κ. Παπαδήμος αναφέρει ότι η δημιουργία της τραπεζικής ένωσης είναι ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και θα μειώσει το κόστος χρήματος συμβάλλοντας έτσι στην αναπτυξη.
Σε ερώτηση αν μπορεί η άνοδος  των ευρωσκεπτικιστών στις πρόσφατες ευρωεκλογές να οδηγήσει σε χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής ο κ. Παπαδήμος απαντά:
«Μια ενδεχόμενη συνέπεια της ανόδου των ευρωσκεπτικιστών είναι ότι μπορεί να ενισχύσει τις απόψεις εκείνων των πολιτών που πιστεύουν ότι η ασκούμενη πολιτική ουσιαστικά επιβάλλεται από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών και όχι από την πραγματική ανάγκη σταθεροποίησης και αναδιάρθρωσης της οικονομίας.
Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση της οικονομικής πολιτικής.
Αυτό το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά δεν το θεωρώ πιθανό γιατί η μεγάλη πλειονότητα των ευρωπαϊκών λαών εξακολουθεί να υποστηρίζει την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η πιο πιθανή και θετική συνέπεια της ανόδου των πολιτικών δυνάμεων του ευρωσκεπτικισμού και η προσφορότερη πορεία προς τα εμπρός είναι η επιτάχυνση της εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής – σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο – που θα προάγει αποτελεσματικά την ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης. Η επίτευξη αυτών των δύο πρωταρχικών στόχων θα συντελέσει στην οριστική επίλυση της κρίσης και θα αντιμετωπίσει την κύρια αιτία της αύξησης του ευρωσκεπτικισμού».
Σε ερώτηση αν εφικτή η χαλάρωση των μέτρων λιτότητας, επισημαίνει ότι:
«Είναι προφανές ότι η δυνατότητα άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής εξαρτάται από τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Οταν το δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ είναι εξαιρετικά υψηλό και συνεπώς απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του, τα περιθώρια δημοσιονομικής επέκτασης είναι εξαιρετικά περιορισμένα, αν όχι ανύπαρκτα”.
Σε ερώτηση αν θα βοηθούσε πιθανή αναδιάθρωση χρέους τονίζει ότι «Σίγουρα, η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, το οποίο διακρατείται από τον λεγόμενο “επίσημο τομέα”, με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του και την περαιτέρω μείωση του κόστους εξυπηρέτησής του, θα δημιουργήσει περιθώρια για την εφαρμογή ηπιότερης δημοσιονομικής προσαρμογής για τον περιορισμό του χρέους σε διατηρήσιμο επίπεδο».
Αναφερόμενος στις τράπεζες τονίζει ότι έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην αύξηση των κεφαλαίων των τραπεζών και της αντοχής τους σε αναταράξεις.
Η χρηματοδοτική στήριξη των τραπεζών από τις κυβερνήσεις, η βελτίωση της κερδοφορίας, η μη διανομή κερδών και η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές έχουν συντελέσει στην ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης πολλών τραπεζών στην ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών.
Ειδικότερα, η πρόσφατη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, συνολικού ύψους 8,3 δισ. ευρώ, των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών με άντληση κεφαλαίων από την αγορά, αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη».
Τέλος αναφερόμενος αν θα προκύψουν πρόσθετες ανάγκες από τα stress tests της ΕΚΤ; αναφέρει:
«Πράγματι, η διαδικασία εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Ορισμένες τράπεζες στην ευρωζώνη δεν έχουν ακόμη αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα προβλήματα που απορρέουν από την επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού τους, που έχει πληγεί από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και επηρεάζεται αρνητικά από το υψηλό χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών, καθώς και από την υποτονική οικονομική δραστηριότητα. Τα stress tests της ΕΚΤ, που θα ολοκληρωθούν τον Οκτώβριο, θα παράσχουν μια κοινή και συνεπή εκτίμηση των ελάχιστων κεφαλαίων που απαιτούνται προκειμένου να μπορούν να αντέξουν σε ένα δυσμενές οικονομικό σενάριο στο μέλλον. Μετά από αυτή τη διάγνωση, οι τράπεζες και οι εθνικές Αρχές θα είναι σε θέση να ενισχύσουν επαρκώς την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών. Αυτό έχει μεγάλη σημασία γιατί θα αυξήσει την εμπιστοσύνη του κοινού στις τράπεζες και τη δυνατότητα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας».

πηγή: bankingnews

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ