Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Η ομιλία Βενιζέλου στη «σύναξη των εκσυγχρονιστών» – Παρουσίαση βιβλίου Γ. Βούλγαρη

Αίσθηση προκάλεσε η ομιλία του Ευάγγελου Βενιζέλου στην σύναξη των εκσυγχρονιστών στο Κορακοχώρι Ηλείας, μαζί με τον Κώστα Σημίτη και τον καθηγητή Νίκο Αλιβιζάτο.

Ο πρώην πρωθυπουργός μαζί με την Ευάγγελο Βενιζέλο και τον συνταγματολόγο Νίκο Αλιβιζάτο, παρουσίασαν το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη, «Ελλάδα, μια χώρα παραδόξως νεωτερική.»

Ολόκληρη η ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου

Ευ. Βενιζέλος:  Αγαπητές φίλες  και αγαπητοί φίλοι, σας ευχαριστώ θερμά για την παρουσία σας εδώ, στο φιλόξενο κτήμα Μερκούρη. Ευχαριστώ τον κ. Κανελλακόπουλο που μας υποδέχεται εδώ, στο παραδοσιακό και διάσημο οινοποιείο και μας το διαθέτει για να αποστάξουμε το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη. Χαίρομαι πραγματικά, γιατί ο Νίκος Αλιβιζάτος και οι φίλοι μας του Πύργου, είχαν την πρωτοβουλία αυτή και μας προσέφεραν ένα πολύ ωραίο Σαββατοκύριακο, κυρίως όμως την ευκαιρία να συναντηθούμε εδώ. Μας πρόλαβε και μας προκατέλαβε ο Μιχάλης Μητσός λέγοντας ότι «απλώς ένα βιβλίο θα παρουσιάσουμε». Ξέρετε τη γνωστή ιστορία, ότι πάει κάποιος για ένα πακέτο τσιγάρα και κάνει 50 χρόνια να γυρίσει. Άρα όλα είναι στη ζωή ενδεχόμενα.

Μ. Μητσός : Μας κάνετε να ελπίζουμε.

Ευ. Βενιζέλος: Ή να φοβάστε, ανάλογα.

[γέλια]

Ευ. Βενιζέλος: Χαίρομαι γιατί προηγήθηκε ο Κώστας Σημίτης με τον συστηματικό λόγο του, που έδωσε, νομίζω, μία πάρα πολύ καλή αίσθηση του βιβλίου που παρουσιάζουμε, του βιβλίου του Γιάννη Βούλγαρη, με τον εύγλωττο τίτλο «Ελλάδα: μία χώρα παραδόξως νεωτερική». Θα προσπαθήσω, παρουσιάζοντας το βιβλίο και σχολιάζοντάς το, να συμπληρώσω τον τίτλο, αλλά θέλω να σας πω εξαρχής το συμπέρασμά μου, «η Ελλάδα, μία χώρα παραδόξως νεωτερική εις πείσμα της κοινωνίας της», ή έστω «εις πείσμα ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας».

Το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη είναι, θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω τον όρο, μία επιστημολογική αναψηλάφηση. Δηλαδή επανεξετάζει και αναδεικνύει πρωτίστως τον ιδεολογικό χαρακτήρα των θεωριών που έχουν παρουσιασθεί -για τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, της ελληνικής  οικονομίας και της ελληνικής κοινωνίας-   την περίοδο της μεταπολίτευσης και, κυρίως, μέχρι την έκρηξη της κρίσης. Άρα, ας πούμε συμβατικά, μέχρι το 2008.

Αντιλαμβάνεσθε ότι ένα τέτοιο βιβλίο λειτουργεί εκ των πραγμάτων ως προοίμιο σε μία μεγάλη άσκηση εθνικής αυτογνωσίας που πρέπει να διεξαχθεί με την ευκαιρία του εορτασμού των 200 ετών από την Παλιγγενεσία. Βεβαίως, εδώ συμβαίνουν ταυτοχρόνως δύο πράγματα. Επανεξετάζουμε αυτό καθ’ εαυτό το αντικείμενο, τον τρόπο με τον οποίον συγκροτείται η Ελλάδα ως κράτος και τοποθετείται στον κόσμο, αλλά και τον τρόπο που η μεταπολίτευση -τα τελευταία σχεδόν 50 χρόνια-  προσλαμβάνει τον συλλογικό εαυτό μας. Άρα έχει μεγάλο ενδιαφέρον η συζήτηση αυτή. Οι θεωρητικές, συνεπώς, προσεγγίσεις αυτής της περιόδου, της μεταπολίτευσης, αφορούν και την πρόσληψη της Επανάστασης της Ανεξαρτησίας.

Ο Γιάννης Βούλγαρης παρουσιάζει τα βασικά μεταπολιτευτικά στερεότυπα. Αφιερώνει, λοιπόν, το πρώτο μέρος του βιβλίου του σε μία καλοπροαίρετη, αλλά αυστηρή, κριτική στα μεγάλα ερμηνευτικά σχήματα που κυριάρχησαν στη μεταπολίτευση. Το πρώτο σχήμα είναι οι μαρξιστικές προσεγγίσεις, που βασίζονταν στην κεντρική θέση ότι το 1821 ήταν μία ατελής αστική επανάσταση, υπήρξε συνολικά μία ατελής υπαγωγή στο καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης και ότι το καθοριστικό στοιχείο ήταν η απουσία της λεγόμενης εθνικής αστικής τάξης. Για να θυμηθούμε τα τρία παραδοσιακά κόμματα στα οποία αναφέρθηκε προηγουμένως ο Κώστας Σημίτης, το αγγλικό, το γαλλικό, το ρωσικό, αυτή είναι μία σχολή σκέψης γαλλοτραφής, πρωτίστως, η οποία έχει προφανείς εκλεκτικές συγγένειες με την αντίληψη που ονομάζουμε, εν ευρεία εννοία, μαρξισμό, αριστερά, κομμουνιστικό κίνημα και μία κατά βάθος έκδηλη –κατά βάθος έκδηλη, αντιφατικό αλλά χρήσιμο– συμπάθεια σε αυτό που ακόμα λειτουργούσε ως σοβιετικό μοντέλο, γιατί αυτό έπαψε να υπάρχει πολύ πρόσφατα, το 1990.

Το δεύτερο ρεύμα, κατά το Γιάννη Βούλγαρη, είναι οι εκσυγχρονιστικές και φιλελεύθερες απόψεις που επιμένουν στην εκδοχή πως τα αρχαϊκά στοιχεία καθηλώνουν τη χώρα. Άρα, υπάρχουν αποκλίσεις από το ευρωπαϊκό πρότυπο που δεν έχουν θεραπευθεί και χρειάζονται μία παρέμβαση εκσυγχρονιστική. Συμβαίνει αυτοί που έχουν αναπτύξει τις απόψεις αυτές –δεν θα τους αναφέρω τώρα για να μην τους αδικήσω, το κάνει με πολύ έντιμο και συστηματικό τρόπο ο Γιάννης Βούλγαρης– να είναι κυρίως Έλληνες επιστήμονες αγγλοαμερικανικής  εκπαίδευσης και αντίληψης.

Ο κοινός παρανομαστής αυτών των δύο προσεγγίσεων είναι ότι και από τις δύο πλευρές καλλιεργείται ένα σύμπλεγμα που θα μου επιτρέψετε να το ονομάσω, και μη σας φανεί πολύ λόγιο, «σύμπλεγμα τυπολογικής κατωτερότητας». Σε σχέση με τις κυριαρχούσες τυπολογίες των κρατών, των κοινωνιών, των μοντέλων ανάπτυξης η Ελλάδα απέχει, άρα βρίσκεται σε μία  κατάσταση κατωτερότητας. Αυτό, βεβαίως, εισπράττεται από την κοινωνία – συλλογική πρόσληψη-  ως ένα σύμπλεγμα αποτυχίας , το οποίο είναι πάρα πολύ κρίσιμο.

Συμφωνώ με την κατάταξη αυτή, η περιγραφή και η κριτική θα έλεγα ότι είναι άψογη. Βέβαια, η δική μου αντίληψη είναι πως ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος –πολιτικός, όχι  επιστημονικός λόγος– της πρώτης φάσης της μεταπολίτευσης δεν είναι τελικά, όπως το βλέπουμε τώρα, ούτε μαρξιστικός ούτε εκσυγχρονιστικός, είναι ένας λόγος που διαμορφώθηκε κυρίως στη μήτρα του ΠΑΣΟΚ, είναι ένας λόγος που βασίζεται στην αντίθεση κέντρου-περιφέρειας, σε μία ιδιαίτερη νεομαρξιστική εκδοχή, βεβαίως στην αντίθεση με το κατεστημένο –ο εσωτερικός εχθρός είναι το κατεστημένο-άρα το υποκείμενο της ιστορίας είναι οι «μη προνομιούχοι».

Η στάση είναι αντιδυτική συνολικά, όχι μόνον αντιαμερικανική, αλλά και αντιευρωπαϊκή. Τότε άλλωστε και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε αποφασίσει την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, που ήταν ίσως  η πιο ριζοσπαστική κίνηση που έχει γίνει στην  μεταπολεμική περίοδο. Βέβαια τότε ήμασταν υπό την επιρροή της εισβολής στην Κύπρο και της κατοχής και του τρόπου με τον οποίο συντελέσθηκε η μεταπολίτευση. Άρα ήταν πάρα πολύ ζωντανή η συζήτηση για τη λεγόμενη ξενική εξάρτηση, για την Ελλάδα ως χώρα μειωμένης κυριαρχίας, ως προτεκτοράτο, και άρα ήταν πολύ εύκολη η μετατόπιση της ευθύνης πάντα στους άλλους, στους ξένους, για οτιδήποτε. Δεν υπάρχει ευθύνη του έθνους, δεν υπάρχει ευθύνη του λαού, δεν υπάρχει ευθύνη της κοινωνίας για όλα τα προβλήματα που κατά καιρούς έχουν δημιουργηθεί, είτε αυτά είναι ο εμφύλιος είτε είναι δικτατορία είτε είναι η εισβολή στην Κύπρο είτε είναι η χρεωκοπία και η κρίση.

Το γεωπολιτικό στοιχείο, το οποίο αναδεικνύει ο Γιάννης στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του, είναι ιδιαίτερα έντονο, φυσικά λόγω Κυπριακού, Ελληνοτουρκικών σχέσεων και συνθηκών μεταπολίτευσης, αλλά αυτό μετασχηματίζεται σε ένα, θα έλεγα, πάρα πολύ αδρό –για να μη χρησιμοποιήσω άλλον όρο– πατριωτικό στοιχείο, που είναι βέβαια έντονα εθνικολαϊκιστικό και το οποίο κυριαρχεί την περίοδο αυτή.

Άρα, συνοψίζω την αφήγηση αυτή: η Ελλάδα είναι χώρα της περιφέρειας, μικρομεσαία, εξαρτημένη, ιστορικά αδικημένη από τους δυτικούς συμμάχους της, που δικαιούται να αποκλίνει από το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο, και επιπλέον ορθόδοξη, με ιστορικά, πολιτιστικά και κληρονομικά δικαιώματα που της επιτρέπουν να επικαλείται την ιδιοσυστασία της, την ελληνικότητά της –ποτέ δεν έχουμε σκεφθεί στα σοβαρά ότι, όπως υπάρχει ελληνικότητα, υπάρχει παραδόξως και βελγικότητα, υπάρχει και ολλανδικότητα.  Αυτό όλο μετατρέπει το «σύμπλεγμα τυπολογικής κατωτερότητας» σε ένα «σύμπλεγμα ιδιοσυστασιακής ανωτερότητας».

Ενώ νιώθουν οι Έλληνες ότι είναι κατώτεροι και άρα, θα έλεγα, αδικημένοι αλλά και απομακρυσμένοι από το επίκεντρο των εξελίξεων, λόγω του τρόπου με τον οποίο έχει διαρθρωθεί η οικονομία και η κοινωνία, νιώθουν ότι αυτό που έχουν ως «χάρισμα», επειδή ο Θεός είναι «σκανδαλωδώς φιλέλλην», τους επιτρέπει να έχουν μία ανωτερότητα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται η εξής θεμελιώδης αντίφαση, σε όλη την εξέλιξη της ελληνικής ιστορίας των 200 τελευταίων ετών, και πάντως σίγουρα μετά το τέλος του εμφυλίου :  η πραγματικότητα είναι καλύτερη από την ιδεολογική της πρόσληψη και την αυτοσυνειδησία της κοινωνίας. Αυτό είναι ένα καταπληκτικό φαινόμενο, ενδεχομένως μοναδικό. Αρνούνται οι Ελληνίδες και οι Έλληνες, η κοινωνία, να παραδεχθούν τα επιτεύγματα και την πρόοδο. Αυτό απαξιώνει το κεκτημένο το οποίο είναι πάρα πολύ πλούσιο, το κεκτημένο το εθνικό – την εθνική ολοκλήρωση που έχει επιτευχθεί– και το θεσμικό κεκτημένο, την πρώιμη εισαγωγή και την ανάπτυξη των θεσμών της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου, παρά τα προβλήματα που έχει βεβαίως το μετεμφυλιακό κράτος. Αλλά είναι άλλα τα πράγματα το 1949, άλλα το 1959 και άλλα το 1967, όταν έρχεται η δικτατορία, και, προφανώς, άλλα στη μεταπολίτευση.

Η μνήμη γίνεται ρηχή, δεν χωρά το ελληνικό φαινόμενο στη συνείδηση της κοινωνίας και αυτό νομίζω ότι οργανώνεται συναισθηματικά στο εξής παράδοξο σχήμα:  στην απόλυτη σύγχυση ανάμεσα σε αυτό που λέγεται νίκη και αυτό που λέγεται ήττα. Στη συνείδηση της κοινωνίας είναι απολύτως συγκεχυμένο το τι συνιστά νίκη και το τι συνιστά ήττα στην πορεία της ελληνικής ιστορίας. Γιορτάζουμε με πάθος τις ήττες και αρνούμεθα να πανηγυρίσουμε για τις νίκες. Αυτό έχει συμβεί το 1827, που χωρίς βεβαίως τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου δεν θα είχαμε ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, συμβαίνει στο καταπληκτικό 1897, στον ατυχή πόλεμο που παραδόξως  διευρύνει τα  όρια της επικράτειας, συμβαίνει στο «μικτό, πλην νόμιμο» σχήμα της περιόδου 1919-1922, Μικρασιατική καταστροφή, ανταλλαγή πληθυσμών αλλά και εθνική ομογενοποίηση, συμβαίνει το 1940-‘41, συμβαίνει το 1974 και ούτω καθεξής.

Δηλαδή, με λίγα λόγια, η Ελλάδα, ενώ είναι το εργαστήριο της ευρωπαϊκής ιστορίας, «Εργαστήριον η Ελλάς» , νομίζει ότι απλώς είναι το «Καφενείον η Ελλάς». Εδώ συντελούνται πολύ σημαντικά πράγματα. Η Ελλάδα είναι το πρώτο εθνικό κράτος που αποκόπτεται  από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ολοκληρώνεται εδαφικά μέσω πολέμων και μέσω μίας αναθεωρητικής αντίληψης για αυτό που λέγεται σύνορα, που βιώνει τον εθνικό διχασμό και εφαρμόζει πολιτικές πολύ ριζοσπαστικές, με την καλή ή την κακή έννοια του όρου, όπως είναι οι πολιτικές εθνοκάθαρσης για να ενοποιηθεί ο πληθυσμός.

Όλα αυτά αναπαράγουν ένα σχήμα που εγώ θα το έλεγα «ελληνική αμφιταλάντευση». Η Ελλάδα είναι μία χώρα που θέλει να ταλαντεύεται, και το αγαπά αυτό, ανάμεσα στον «οφθαλμό της γης» και την «φτωχή Ψωροκώσταινα»  –είναι και τα δύο ταυτοχρόνως.

Αυτό συμβαίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό γιατί ζούμε τα τελευταία 200 χρόνια –και θα έλεγα ότι συμπίπτουμε στην ανάλυση αυτή με τον Γιάννη Βούλγαρη, απλώς χρησιμοποιώ έναν άλλο όρο, για τις ανάγκες της συνεννόησής μας– μία σύγκρουση ολοκληρώσεων, συγκρούεται η εθνική ολοκλήρωση με τη θεσμική ολοκλήρωση, την κοινωνική ολοκλήρωση και την οικονομική ολοκλήρωση, και πολλές φορές υπάρχει το φαινόμενο του κανιβαλισμού των ολοκληρώσεων. Για τις ανάγκες της εθνικής ολοκλήρωσης τραυματίζεται η θεσμική ολοκλήρωση, και πολλές φορές αυτή η σύγκρουση μεταξύ εθνικής και θεσμικής ολοκλήρωσης δεν αφήνει φυσικά την κοινωνία των πολιτών να υπάρξει, να αναπτυχθεί. Υποτάσσεται σε αυτό το τεράστιο βάρος των διεθνοπολιτικών εξελίξεων και των εξελίξεων των πολιτικών και βέβαια όταν δεν έχεις κοινωνία των πολιτών, καταδικάζεσαι σε μία κρατικιστική και καχεκτική, ας το πούμε έτσι, πορεία.

Έχει λοιπόν πολύ μεγάλη σημασία να διαπιστώσουμε ότι παρόλα αυτά το στοίχημα του διεθνοπολιτικού προσανατολισμού της χώρας -δηλαδή η Ελλάδα είναι  μία χώρα στραμμένη στη Δύση,  μία χώρα στραμμένη σε αυτό που λέγεται διεθνής αγορά-  τέθηκε πολλές φορές από την αρχή, δηλαδή από τότε που αποφασίστηκε να συναφθούν τα δάνεια της ανεξαρτησίας με τους χειρότερους δυνατούς χρηματοοικονομικούς όρους, αλλά ως κολοσσιαία πράξη διεθνούς αναγνώρισης, που σήμαινε ότι συνάπτει κυρίαρχο χρέος ένα εν δυνάμει κυρίαρχο κράτος. Αυτή ήταν η πρώτη πράξη αναγνώρισης, δεν ήταν ούτε η δήλωση του Κάνιγγος, ούτε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Η πρώτη πράξη αναγνώρισης είναι ότι δόθηκαν δάνεια στους επαναστάτες, το οποίο ήταν ένα μεγάλο στοίχημα των χρηματοαγορών της εποχής, αλλά ταυτόχρονα και μία αναγνώριση της εν δυνάμει κυριαρχίας. Εάν δηλαδή υπήρχαν γραφεία στοιχημάτων τότε, θα ήταν υπέρ της νίκης , ενώ ηττήθηκε από τον Ιμπραήμ η επανάσταση στην Πελοπόννησο και τελικά σώθηκε χάριν της επέμβασης των δυνάμεων της εποχής.

Το στοίχημα λοιπόν  του διεθνοπολιτικού προσανατολισμού της χώρας τέθηκε πολλές φορές, από το 1823 περίπου μέχρι το 2015, το πρώτο εξάμηνο, και απαντήθηκε τελικώς, όλες τις φορές υπέρ της Δύσης ,  μεγάλο μέρος της κοινωνίας να ρέπει προς την αναπόληση είτε της  καθ’ ημάς Ανατολής, είτε της Ανατολής που ήταν το αντίπαλο δέος της Δύσης την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Όλα αυτά τα στοιχεία συμπυκνώνονται στη δεκαετία της κρίσης.

Νομίζω ότι τα λέει με εξαιρετικό τρόπο ο Γιάννης Βούλγαρης, όταν στο δεύτερο μέρος παρουσιάζει πια τη δική του σύνθετη ανάλυση, η οποία υπερβαίνει τα στερεότυπα και τα σχήματα των θεωριών που επικράτησαν στη μεταπολίτευση και στα οποία  έχει ασκήσει κριτική.

Τη δεκαετία της κρίσης έχουμε δει τα πάντα με μεγάλη πυκνότητα, την άρνηση κατανόησης και αποδοχής του κεκτημένου της χώρας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, ως μίας χώρας μέσα στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου το 2009, με κολοσσιαίο μέγεθος δημοσίου χρέους σε σχέση με τα Βαλκάνια, την Αργεντινή κ.λπ. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, το μέγεθος της βοήθειας. Θεωρούμε ότι αυτό ήταν ευρωπαϊκός καταναγκασμός. Ο σύγχρονος ελληνικός εθνικολαϊκισμός, που είναι συνέχεια άλλων εκδοχών του εθνικολαϊκισμού όλα αυτά τα χρόνια, υπερασπίζεται το μεταπολιτευτικό παράδεισο και ταυτοχρόνως τον καταγγέλλει ως μήτρα όλων των κακών. Ο αντικρατισμός φθάνει στα άκρα, η υποτίμηση του κράτους, ο Γιάννης Βούλγαρης αποκαθιστά την τιμή και την αξία του Ελληνικού κράτους. Ο αντικρατισμός βέβαια εδώ αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στο όνομα του μέγιστου δυνατού κρατισμού, δηλαδή οι αντικρατιστές επιζητούν τα πάντα από το κράτος. Υπάρχει ένας αντικοινοβουλευτισμός επιπόλαιος και χυδαίος, μία απαξίωση της πολιτικής και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η δημοκρατία όμως λειτουργεί και αντέχει τελικά. Όλα ανάγονται στο Σύνταγμα και είναι αντισυνταγματικά, αλλά τελικώς το Σύνταγμα είναι ανθεκτικό. Και εν τέλει καταρρέουν οι μύθοι και οι ψευδαισθήσεις, οι λεγόμενοι μύθοι της αριστεράς, δηλαδή καταρρέει η δημοκρατική και, θα έλεγα, επιστημονική νομιμοποίηση μίας ανύπαρκτης εναλλακτικής πολιτικής. Αλλά γίνεται η «κωλοτούμπα», που είναι μία διέξοδος. Η Βρετανία ακόμη δεν έχει ανακαλύψει τη μέθοδο αυτή.

Ακόμη και τώρα, εν έτει 2019, μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, μετά το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν έχει κατανοήσει τα ενδογενή αίτια της κρίσης, δεν έχει κατανοήσει το μέγεθος της αλληλεγγύης, τη σημασία της δημοσιονομικής και διαχρονικής προσαρμογής, τη σημασία της εθνικής ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής επίγνωσης. Παρόλα αυτά –και φθάνω προς το τέλος– η χώρα έχει κηρυχθεί, από όλες τις μεγάλες πολιτικές της δυνάμεις και από την κοινή γνώμη αυθορμήτως, σε κατάσταση κανονικότητας. Η χώρα είναι πλέον «κανονική». Η ιστορία μάς διδάσκει, βεβαίως, ότι οι περίοδοι κανονικότητας ήταν πάντα περίοδοι χαλαρότητας και έχουν αποδειχθεί περίοδοι πάρα πολύ ύποπτες και επικίνδυνες, ενώ οι περίοδοι των κρίσεων άσκησαν μία ευεργετική πίεση και η χώρα στάθηκε στα πόδια της, ενίοτε μεγαλούργησε, όταν υπήρχε η αίσθηση της κρίσης, της μεγάλης κρίσης.

Πάντως, η αλήθεια είναι ότι υπάρχει η ανάγκη να κηρυχθεί η χώρα σε κανονικότητα, γιατί όλοι θέλουν ένα αισιόδοξο μήνυμα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν υπό τις παρούσες συνθήκες, με προβλήματα ανοικτά, τεράστια, αλλά προβλήματα δεύτερης ανάγνωσης, προβλήματα ιστορικού βάθους, όχι προβλήματα συγκυριακά, προβλήματα όπως το δημογραφικό, το ασφαλιστικό, προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η αφομοίωση της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, είναι δυνατόν πράγματι να αποδώσει καρπούς μεσοπρόθεσμα η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση κανονικότητας. Το πρακτικό ερώτημα είναι εάν σε κατάσταση κανονικότητας η χώρα μπορεί να αποκαταστήσει τη μεσαία τάξη της –όχι το μικρομεσαίο χαρακτήρα της, τη μεσαία τάξη της– ως κοινωνικό υποκείμενο της προόδου. Εάν μπορούν να υποκατασταθούν οι ατυπίες, δηλαδή τα μεγάλα φαινόμενα του «διπλασιασμού» του κράτους, της κοινωνίας και της πολιτικής, με τα οποία έχει πορευθεί η χώρα 200 χρόνια, δηλαδή η συνύπαρξη  οικονομίας-παραοικονομίας, παιδείας-παραπαιδείας και ούτω καθεξής. Πώς η αναγκαία κατάργηση αυτού του «διπλασιασμού»  και η υπαγωγή σε σχήματα καθαρά θα αποδώσει πράγματι αποτελέσματα διασφαλιζομένης της κοινωνικής συνοχής.

Με άλλη διατύπωση το ερώτημα είναι εάν πράγματι η χώρα έδωσε επιτέλους οριστικές απαντήσεις, μετά την κρίση και την εμπειρία αυτή την τόσο επώδυνη των τελευταίων δέκα ετών, στα ερωτήματα ταυτότητας και προσανατολισμού ή εάν εξακολουθεί να διστάζει και να παλινδρομεί. Θεωρεί την ιδιοσυστασία της πλεονέκτημα και μειονέκτημα κατά το δοκούν ή έχει βρει μία ισορροπία;

Πρακτικά και ποσοτικά για εμένα το ερώτημα αυτό μπορεί να αποτυπωθεί ως εξής, πόσα είναι τα ποσοστά των αντισυστημικών δυνάμεων τώρα;  Βλέπουμε δημοσκοπήσεις των ημερών αυτών με τεράστια αποδοχή της κυβέρνησης, τεράστια αποδοχή των βασικών επιλογών της –η αποδοχή για κρίσιμες αποφάσεις  διαπερνά τον ΣΥΡΙΖΑ, περίπου το 40% συμφωνεί, το 85% του ΚΙΝΑΛ, το 85% του κόμματος του κυρίου Βελόπουλου. Πόσα είναι τώρα τα ποσοστά των αντισυστημικών δυνάμεων; Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ μία συστημική δύναμη; Μπορούμε να αθροίσουμε Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, το 80% είναι δυνάμεις οριστικά ευρωπαϊκές, θεσμικές, συστημικές και μόνο 20% είναι, ας πούμε, στον κόσμο της αντισυστημικότητας, ή είμαστε πάρα πολύ επιεικείς και μέσα σε αυτό το 80% κρύβονται προσδοκίες, αναμονές, αντιστάσεις αντισυστημικού και εθνικολαϊκιστικού χαρακτήρα; Αυτό είναι το μεγάλο θέμα. Στην πραγματικότητα αυτό είναι το πρώτο ζητούμενο, να το κατανοήσουμε αυτό, δηλαδή να αρθούν οι μεγάλες αντιφάσεις που υπάρχουν στην κοινωνία των πολιτών, στο πολιτικό σύστημα, στη συγκρότηση της οικονομίας.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δώσει κανείς τον τόνο της αισιοδοξίας που τόσο πολύ επιθυμεί, ποθεί η κοινή γνώμη, χωρίς να διαταράσσει τη σχέση του με την αλήθεια σε μακροπρόθεσμη βάση, και πρέπει να δώσει το αίσθημα της αισιοδοξίας διότι υπάρχει πολύ μεγάλη κόπωση και πολύ μεγάλη αναμονή. Η χώρα χρειάζεται ένα αισιόδοξο και απλό αφήγημα, αλλά ένα αφήγημα με επίγνωση που λαμβάνει υπόψη κινδύνους που είναι πάντα παρόντες, που υφέρπουν. Αλλά, από την άλλη μεριά, δεν μπορείς να είσαι πάντα και αυτός που επικαλείται τους κινδύνους. Άρα, αυτός πιστεύω ότι είναι ο ρόλος του δημοκράτη πολίτη.

Δηλαδή, εάν θέλετε να μιλήσουμε με πιο σχηματικό τρόπο, αυτό που λέγεται Δημοκρατική Παράταξη αυτόν το ρόλο πρέπει να έχει, να τοποθετήσει τη συζήτηση περί κανονικότητας σε ένα ιστορικό βάθος, να δώσει μία προοπτική και να τα καταστήσει όλα αυτά πιο στέρεα και πιο ασφαλή, για να προσφέρει όχι μόνον στην κοινή γνώμη, αλλά να προσφέρει στο έθνος τη στρατηγική και το αφήγημα που τόσο πολύ επιθυμεί. Σας ευχαριστώ πολύ.

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ