Στο παρελθόν ο Βλαντίμιρ Πούτιν υπήρξε πανούργος, αλλά προσεκτικός. Σήμερα, όλοι ανησυχούν για τις κινήσεις του, αφού δείχνει έτοιμος να εγκαταλείψει τους επιφυλακτικούς χειρισμούς. Ίσως η στάση του να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια μεγάλη παράσταση. Σε αυτή την περίπτωση, οι στρατιές κομπάρσων που έχει τοποθετήσει ο Ρώσος “σκηνοθέτης” στη Λευκορωσία και κατά μήκος της μεθοριακής γραμμής με την Ουκρανία είναι υπερβολή. Ο Πούτιν ίσως αποκομίσει κάτι πολύ λιγότερο από τις μαξιμαλιστικές του απαιτήσεις και αυτοανακηρυχθεί νικητής χωρίς να εισβάλει στη γειτονική χώρα. Ίσως, πάλι, να επιδιώξει μικρά εδαφικά κέρδη στην ανατολική Ουκρανία. Ακόμη και σε αυτό το σενάριο, η στρατιωτική του προετοιμασία είναι υπερβολική.
Του Michael Krepon
Εντούτοις, οι κινήσεις του Ρώσου προέδρου υποδηλώνουν μεγαλύτερες φιλοδοξίες – με τα ρωσικά στρατεύματα και άρματα μάχης να εγκαθίστανται κοντά στον Δνείπερο ποταμό: στο κατώφλι του Κίεβου. Η αποχώρησή τους ενδεχομένως να προϋπέθετε την απομάκρυνση του φιλοδυτικού ηγέτη της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, από την εξουσία και τη δημιουργία μιας νέας κυβέρνησης που θα σέβεται τις επιθυμίες του Πούτιν. Ο Ρώσος πρόεδρος γνωρίζει τι θα μπορούσε να πάει στραβά, αλλά αισθάνεται βαθιά αδικημένος και εστιάζει στο τι θα μπορούσε να εξελιχθεί ευνοϊκά.
Η πόρτα εξόδου από την κρίση θα ανοίξει εάν ο Ζελένσκι ανακοινώσει ότι η Ουκρανία δεν προτίθεται να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ μέσα στην επόμενη δεκαετία. Το Κίεβο ίσως να χρειάζεται και περισσότερα από 10 χρόνια για να πληροί της προϋποθέσεις για ένταξή του στη Βορειο-Ατλαντική Συμμαχία. Άλλωστε, η τελευταία έχει επεκταθεί πέραν των ορίων πολιτικής και στρατιωτικής συνοχής που της είναι απαραίτητα – ένα “διάλειμμα” από τη διεύρυνση δικαιολογείται απολύτως.
Όπως και να εξελιχθεί η ουκρανική κρίση, οι συνέπειες για τη διάδοση των πυρηνικών όπλων και τον έλεγχο των εξοπλισμών θα είναι αρνητικές. Το χειρότερο σενάριο είναι μια σύρραξη με “πυρηνικά μανιτάρια” – αλλά είμαστε πολύ μακριά από αυτό το σενάριο. Ωστόσο, και οι μικρότερης κλίμακας πυρηνικές συνέπειες είναι πολύ δυσάρεστες – και, συγχρόνως, πολύ πιθανές.
Η πυρηνική κρίση θα αποφευχθεί για τρεις λόγους: Πρώτον, η Μόσχα υπερέχει συντριπτικά σε συμβατικά όπλα και επομένως δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσει πυρηνικά. Δεύτερον, στο επιχειρησιακό πεδίο τα πυρηνικά όπλα δεν είναι ό,τι καλύτερο για σκοπούς αυτοάμυνας και, άλλωστε, η Ουκρανία δεν έχει πυρηνικό οπλοστάσιο. Τρίτον, οι ΗΠΑ δεν θα πολεμήσουν επί ουκρανικού εδάφους. Ναι μεν η Ουάσινγκτον και άλλες πρωτεύουσες του ΝΑΤΟ θα συνδράμουν τους Ουκρανούς για να υπερασπιστούν τα εδάφη τους, αλλά δεν είναι διατεθειμένες να πολεμήσουν για χάρη τους. Ωστόσο, θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την Ουκρανία στέλνοντας και άλλο πολεμικό υλικό.
Το Κίεβο δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα, καθώς η κυβέρνηση Κλίντον βοήθησε τη Μόσχα να ανακτήσει όσα άφησε στην ουκρανική επικράτεια μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Σε αντάλλαγμα, η Ουκρανία έλαβε την αναγκαία υποστήριξη για να γίνει ένα βιώσιμο ανεξάρτητο κράτος. Η αποπυρηνικοποίηση της Ουκρανίας -καθώς και της Λευκορωσίας και του Καζακστάν- βοήθησε προληπτικά στη μη χρήση “ελαφρών” πυρηνικών όπλων και στην αποκλιμάκωση της πυρηνικής τρομοκρατίας. Επίσης, άνοιξε τον δρόμο για την επ’ αόριστον ισχύ της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων.
Αρκετοί είναι -εντός και εκτός Ουκρανίας- αυτοί που πιστεύουν ότι ήταν λανθασμένη η απομάκρυνση των πυρηνικών όπλων από την ουκρανική επικράτεια. Αξίζει, όμως, να θυμηθούμε ότι τότε Κίεβο και Μόσχα διεκδικούσαν τον έλεγχο αυτών των όπλων και η αποτυχία των ασθενέστερων ουκρανικών δυνάμεων να τα βάλουν στο δικό τους οπλοστάσιο θα μπορούσε να επιφέρει μεγαλύτερους κινδύνους. Επιπλέον, η Ουκρανία δεν διέθετε τους οικονομικούς πόρους και την τεχνογνωσία για να συντηρήσει τα πυρηνικά όπλα ή να δομήσει το απαιτούμενο επίπεδο ασφαλείας.
Η νεόκοπη κυβέρνηση της Ουκρανίας χρειαζόταν τη δυτική οικονομική και διπλωματική βοήθεια, και η υποστήριξη αυτή προϋπέθετε την αποπυρηνικοποίηση. Σε αντάλλαγμα, το Κίεβο έλαβε διαβεβαιώσεις ασφαλείας -αλλά όχι άτεγκτες εγγυήσεις- από τη Μόσχα, την Ουάσινγκτον και το Λονδίνο.
Αυτό συνέβη το 1994. Πέντε χρόνια μετά, ο Μπόρις Γέλτσιν παρέδωσε στον την εξουσία στον Πούτιν. Το 2008, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους πίεσε το ΝΑΤΟ να δεχθεί την Ουκρανία στη Συμμαχία. Το 2014, ο ουκρανικός λαός έδιωξε από την εξουσία έναν διεφθαρμένο, φιλορώσο ηγέτη. Τότε ο Πούτιν “έκαψε το χαρτί” με τις διαβεβαιώσεις ασφαλείας προς την Ουκρανία. Απέσπασε μικρά κομμάτια από την ανατολική Ουκρανία και προσάρτησε την Κριμαία. Τώρα είναι έτοιμος να εισβάλει στο 1/3 της χώρας.
Εάν ο Πούτιν δώσει το “πράσινο φως” για μια μεγάλης κλίμακας επίθεση στη γείτονα χώρα, η αποπυρηνικοποίηση της Ουκρανίας θα προκαλέσει κλυδωνισμούς – ιδίως μεταξύ των κρατών που δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα και τα οποία προσβλέπουν στην Ουάσιγκτον για προστασία. Υπάρχουν, όμως, και κράτη που διατυμπανίζουν πως θα κατασκευάσουν μια ατομική βόμβα, χωρίς όμως να υλοποιούν την απειλή τους. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, προς το παρόν, το Ιράν. Οι περισσότερες χώρες που ακολουθούν αντισταθμιστική πολιτική όσον αφορά τα πυρηνικά όπλα έχουν δεσμούς με τις ΗΠΑ. Μεταξύ αυτών, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Τουρκία. Επιπλέον, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και η Ιαπωνία παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στην Ουκρανία.
Πολλά εξαρτώνται από το τι θα αποφασίσει ο Πούτιν και τι θα κερδίσει ή χάσει από την απόφασή του. Εάν οι αποτρεπτικές απειλές πέσουν στο κενό και οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις εισβάλουν στην Ουκρανία, τα αντίποινα κατά της Μόσχας πρέπει να είναι αυστηρά. Ειδάλλως, το μήνυμα προς τα άλλα κράτη θα είναι ότι η επιθετικότητα εξασφαλίζει κέρδη, ενώ η αποπυρηνικοποίηση μπορεί να κοστίσει ακριβά. Όσα περισσότερα οφέλη αποκομίσει ο Πούτιν, τόσο μεγαλύτερο το πλήγμα για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων και τον έλεγχο των εξοπλισμών. Οι στρατηγικές αντιστάθμισης θα γίνουν πιο έντονες και οι διμερείς διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο των εξοπλισμών μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας θα μπουν “στον πάγο”.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο έλεγχος των εξοπλισμών πέτυχε εντυπωσιακά αποτελέσματα, θέτοντας σε ισχύ μια “πυρηνική ειρήνη”. Οι λανθασμένες αποφάσεις του Τζορτζ Μπους, του Πούτιν και του Ντόναλντ Τραμπ γκρέμισαν μεγάλο μέρος αυτού του οικοδομήματος. Μια ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας θα καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη την ανοικοδόμηση. Και όλα αυτά ενώ ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος έχει τα δικά του σχέδια για την Ταϊβάν -την ώρα που στους λαμπαδηδρόμους της Κίνας στους Ολυμπιακούς Αγώνες συγκαταλέγεται ένας Ουιγούρος, οι συμπατριώτες του οποίου βρίσκονται σε στρατόπεδα “αναμόρφωσης”, και παράλληλα συντηρούνται οι μάχες στα διαφιλονικούμενα σύνορα με την Ινδία- δεν έχει μιλήσει ακόμη.
Πηγή: Capital.gr
Διαβάστε ακόμα:
Πεντάγωνο: Η Ρωσία εξακολουθεί να στέλνει δυνάμεις κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία