Η Παναγία αποτελεί αστείρευτη πηγή έμπνευσης και για πολλούς σύγχρονους Έλληνες ποιητές – και δεν εννοούμε τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως «Χριστιανούς», αλλά τους δόκιμους ποιητές του καιρού μας, που της αφιερώνουν βιβλία ολόκληρα, αυτοτελείς συνθέσεις και συχνές αναφορές.
ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ
Κοσμά του Ινδικοπλεύστη
Εκεί, Ταμίλες χαμηλές που εμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινές με στήθη ορθά, τριγύρω σου λεφούσια.
Εδώ ζυγίζεις το κορμί με τ’ αχαμνά μεριά
Και προσκυνάς τη Δέσποινα τη Γαλακτοτροφούσα.
Πήγες εκεί που εδίδασκε το πράσινο πουλί,
όπου της μάγισσας ο γιος θ’ αντάμωνε το στόλο.
Έλυνε κείνος με σπαθί όσα η γραφή διαλεί.
Μα συ ξηγάς τα αινίγματα καινούργιων Αποστόλων.
«Τραβέρσο», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1975, σ. 21
Μάρκος Αυγέρης
Να, ο λαός Σου
…Τεράστιο κύμα ο λαός μου
που μ’ ανασηκώνει
και με φέρνει όπως η αγκαλιά το βρέφος
των Ουρανών η Πλατυτέρα
«Αντίδρομα και Παράλληλα», Αθήνα 1969, σελ. 72
Οδυσσέας Ελύτης, «Άνεμος της Παναγίας»
Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μεσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!
Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ
Τυπικάρης
(Απόσπασμα)
Παρθένα Μάνα, που σαν πνεύμα ο σπόρος έπεσε
στο ανέγγιχτο κορμί σου και σαρκώθη ο Λόγος,
το απάρθενο τρυγώντας σπλάχνο σου, σα βρέφος!
Ω, Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και Συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης, χαμογελώντας –
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά Σου ο κόσμος!
Εσύ ’σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λαμποκοπάς και πλες στου Θεού τα σκοτεινά
νερά, τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας.
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας,
στον άγριο ουρανό τρεμάμενη ανεβαίνεις
κι αχνογελώντας στέκεσαι πλάι στο γυιό Σου.
Εσύ ’σαι το ανθισμένο το κλαρί στην άβυσσο
της δύναμής Του· εσύ ’σαι ο στοχασμός ο πράος
μέσ’ στο φλεγόμενο καμίνι της οργής Του.
Κωστής Παλαμάς, «Η Παναγιά στην κόλαση»
«Το άρμα ξεκινάει, το σέρνουν/ πνεύματα χερουβικά,
λάμπει η Παναγιά στην Κόλαση./ ” Έλεος, Λιόκαλη Κυρά!”
Ω οι δαρμοί των κολασμένων/ μες στην αβυσσόθρεφτη φωτιά…
Κι έξαφνα γρικιέτ’ ένα παράπονο/ και περήφανα ξεσπά:
“Ειμ’ εγώ που λάτρεψα τον ήλιο, / γι’ αυτό μ’ άρπαξε και η Νύχτα;
Πες μου Λιόκαλη Κυρά!/ Της ζωής το φως που βύζαξα
μου ’γινε αγκαλιά της Κόλασης/ και φιλί του Σατανά;”».
“Οι πόνοι της Παναγιάς”, Κώστας Βάρναλης
Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας.
Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
Σπιτάκι μου στανάχωρο, και κάμαρά μου χαμηλή!
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνηγά, θενά με φέρει πίσω.
Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πέφκος ο βαθύς,
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς,
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάηδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!
Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω εβωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.
Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ν’ αγόρι.
Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς·
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς·
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι·
καν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς —
πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;
Είσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες·
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!—
ό, τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος ναν το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αβγή – βραδύ,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
Κική Δημουλά
Το τοπίο ομαλά κυλάει απ’ τις γύρω κορφές
κι εκβάλλει στο παράθυρό μου.
Οι πιο ψηλές κορφές ων πεύκων εξέχουν
κι είναι σαν τα παιδιά που παίρνουνε στον ώμο
στις παρελάσεις για να βλέπουν:
Η Παναγιά η Ελευθερώτρια
τραβάει κουπί μέσα στην πάχνη,
κι η καμπάνα ξεχνάει να πει άφες αυτοίς.
Τα πουλιά ωραία σκορπίζονται
στην απλή των φτερών τους θρησκεία,
κι ο Υμηττός στο μισομπλέ μυστικισμό του
απωθεί την χωμένη στα πόδια του
Μαγδαληνή ομίχλη.
Ωκεανίδες – Δελφικές Γιορτές (1930)
Νικηφόρος Βρεττάκος, “Η χαρά της Παναγιάς”
Η Παναγιά χτενίζει τα χρυσά της μαλλιά
στο μικρό της παράθυρο
μια
θαλασσιά πεταλούδα πετά γύρω απ’ τη μια της
πλεξούδα που κρέμεται.
Βασιλεύει ο ήλιος,
Ο Ιωσήφ ανεβαίνει πιο ψηλά να της κόψει
ένα κόκκινο άνθος.