Η «ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ» παρουσιάζει τα βασικά σημεία της πολύωρης κατάθεσης του διευθυντή της ΜΕΘ Παίδων στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ρίου Ανδρέα Ηλιάδη στη 18η ανακρίτρια.
Του Νίκου Νικολετάκη
Ο διευθυντής της ΜΕΘ Παίδων μίλησε επί τέσσερις ώρες στη 18η ανακρίτρια για τη νοσηλεία της 9χρονης στα νοσοκομεία. Όπως είπε, είχε αντιληφθεί την περίεργη συμπεριφορά της Ρούλας Πισπιρίγκου και είχε ενημερώσει σχετικά το προσωπικό του νοσοκομείου.
«Η εισαγωγή»
Όπως είπε ο κ. Ηλιάδης, στις 11 Απριλίου 2021 δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από το Καραμανδάνειο για ένα κοριτσάκι που έχει υποστεί καρδιακή ανακοπή. «Η αγωνία μας σε τέτοιες περιπτώσεις είναι μήπως ο ασθενής υποστεί εγκεφαλικό οίδημα, το οποίο θα μπορούσε να επιφέρει ακόμα και τον θάνατο. Οπότε και εμείς παγώσαμε τον εγκέφαλο της μικρής Τζωρτζίνας για να προστατευθεί ο εγκέφαλός της, όσο θα μπορούσε να προστατευθεί. Αφού σταθεροποιήσαμε τον ασθενή έκανα την πρώτη ενημέρωση στους γονείς. Τους είπα ότι ο αγώνας θα είναι δύσκολος και ότι υπήρχε πιθανότητα μέχρι και να επέλθει ο θάνατος σε τέτοιες περιπτώσεις».
«Σύνδρομο Μινχάουζεν»
Ο γιατρός πήρε πληροφορίες από τους γονείς για τους θανάτους των άλλων δύο παιδιών (Μαλένας και Ίριδας). Επικοινώνησε μάλιστα με την ογκολόγο της Μαλένας, η οποία του είπε ότι κι αυτή «θεώρησε τον θάνατο του κοριτσιού αιφνίδιο και περίεργο και ότι δεν δικαιολογείται η ηπατική ανεπάρκεια στο παιδί».
Ο κ. Ηλιάδης κατέθεσε ότι «ένιωσε από τη μητέρα πως υπήρχε μια διαφοροποίηση στο συναίσθημά της. Σαν να παρακολουθούσε το τι συνέβαινε στην κόρη της ως τρίτο πρόσωπο, ως θεατής. Ακόμα και οι νοσηλεύτριες παρατήρησαν τη συμπεριφορά αυτή της μητέρας και μου το είπαν. Εγώ το συζήτησα αυτό μαζί της και μου είπε ότι έχει χάσει ήδη δύο παιδιά και ότι γνωρίζει ότι θα την έλεγα ‘’παγοκολόνα’’ και εγώ προσπάθησα να την κάνω να νιώσει ότι δεν είναι μόνη της», επισήμανε.
Η συμπεριφορά της κατηγορουμένης έκανε τον γιατρό να σκεφτεί την πιθανότητα αυτή να πάσχει από το σύνδρομο Μινχάουζεν και μάλιστα τη θανατηφόρα εκδοχή του.
Τις σκέψεις του αυτές τις μοιραζόταν καθημερινά με την ιατρική του ομάδα. «Η επόμενη σκέψη ήταν να προσεγγίσω την ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου μου στο Ρίο. Επισκέφθηκα δύο ψυχιάτρους, τον διευθυντή και τον αναπληρωτή, κάθισα πολλή ώρα μαζί τους σε διαφορετικές συνεδρίες, τους εξωτερίκευσα τον προβληματισμό μου και ήθελα να γνωρίζω εάν υπήρχε αυτό το σύνδρομο στην περίπτωση αυτή ώστε να μπορέσουμε να βοηθήσουμε. Μου είπαν ότι είναι πολύ δύσκολο να αναγνωριστεί αυτό το σύνδρομο σε αυτήν τη φάση και μου πρότειναν να πάει η μητέρα σε έναν τρίτο ψυχίατρο της κλινικής χωρίς να γνωρίζει τον λόγο, και έτσι κι έγινε».
Όπως ανέφερε ο κ. Ηλιάδης, η μητέρα πήγε στο ραντεβού με τον σύζυγό της, αλλά την επόμενη μέρα ήρθαν στο γραφείο του, αμφισβήτησαν όλη τη διαδικασία εξαιτίας των ερωτήσεων που έκανε ο ψυχίατρος στη μητέρα και του είπαν ότι δεν επιθυμούν να συνεχίσουν τις επισκέψεις.
Ο κ. Ηλιάδης ανέφερε μάλιστα ότι ο Μάνος Δασκαλάκης του είπε ότι «η γυναίκα μου δεν είναι τρελή» και ο ψυχίατρος που την εξέτασε του είπε αργότερα ότι δεν διέγνωσε σε αυτήν οξύ ψυχωσικό σύνδρομο.
Ο γιατρός τηλεφώνησε δύο φορές στο «Χαμόγελο του Παιδιού». «Το δεύτερο τηλεφώνημα ήταν πιο ξεκάθαρο και εξέφρασα την αγωνία μου για την τυχόν ύπαρξη του ως άνω συνδρόμου και εκεί μου είπαν ότι το περιστατικό ήταν εκτός των αρμοδιοτήτων τους και μου πρότειναν να απευθυνθώ στην Εισαγγελία».
Όπως είπε, συνάντησε την ιατροδικαστή κυρία Αγγελική Τσιόλα, με την οποία συνεργάζονται πολλά χρόνια. «Της εξέθεσα το πρόβλημα και κατάλαβα ότι γνώριζε το θέμα γιατί η ίδια είχε κάνει νεκροψία-νεκροτομή στην Ίριδα. Της είπα όλο το κλινικο-ιατρικό ιστορικό της Τζωρτζίνας.
Ήρθε λοιπόν η ίδια στον χώρο μας, είδε τη μικρούλα και της εξέφρασα την αγωνία μου για το εάν υπάρχει σύνδεση των αιφνίδιων θανάτων με κάτι γονιδιακό. Τη ρώτησα τι να κάνω και μου είπε ότι οφείλω ως γιατρός να ξεκινήσω τον γονιδιακό έλεγχο που δεν είχε γίνει ποτέ στην Τζωρτζίνα. Ο γονιδιακός έλεγχος ξεκίνησε με τη σύσταση της ΜΕΘ της Πάτρας. Είπα στους γονείς λοιπόν ότι δεν βλέπω κάτι παθολογικό και η μικρούλα μπορεί να κατέβει στην παιδιατρική κλινική. Εκεί παρουσίασε πάλι παρόμοια επεισόδια. Στις 22 Ιανουαρίου μπήκε ξανά στη ΜΕΘ, επειδή έκανε δύο επεισόδια παρόμοια με το προηγούμενο.
Τότε αποφασίστηκε να γίνει 24ωρο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και παρακολούθηση για δύο μέρες. Στις 25 Ιανουαρίου η Τζωρτζίνα επανήλθε με επεισόδια αναφερόμενων σπασμών και βραδυκαρδία. «Κάναμε όλους τους ελέγχους όπως είχαν γίνει και τις δύο προηγούμενες φορές στη ΜΕΘ και οι τιμές βρέθηκαν πάλι φυσιολογικές και το παιδί δεν παρουσίασε άλλους σπασμούς», ανέφερε.
Ο κ. Ηλιάδης είπε ότι ουδείς γιατρός ή νοσηλευτής της μονάδας είδε τη μικρή να κάνει όλα αυτά τα επεισόδια που τους ανέφερε η μητέρα.
Υποψίες
Όπως κατέθεσε, τον Απρίλιο του 2021, σε μία από τις συναντήσεις του διευθυντή της ΜΕΘ Παίδων με την Αγγελική Τσιόλα έτυχε η Ρούλα Πισπιρίγκου να ακούσει τη μεταξύ τους συνομιλία και συγκεκριμένα τις ανησυχίες και τις υποψίες που είχε.
Μετά πήγε στο γραφείο του με τον σύζυγό της και του είπαν να παραμείνει αυστηρά στο ιατρικό κομμάτι. «Εγώ συμφώνησα και ζήτησα και συγγνώμη. Ενώ νόμιζα ότι θα διαταραχθεί η μεταξύ μας σχέση, δηλαδή γιατρού και γονέων, συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Η μητέρα έδειχνε μεγάλη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου, μου τηλεφωνούσε, με ρωτούσε, μου εξέθετε τις απορίες της και γενικά η μεταξύ μας σχέση εξελίχθηκε ομαλά. Μετά ενδόμυχα πίστεψα ότι θα ερχόταν ο πατέρας και θα με ρωτούσε εάν με ανησυχεί κάτι, εάν υποπτεύομαι κάτι, από τη στιγμή που έβλεπε κινήσεις από εμένα όσον αφορά την υγεία του παιδιού του, πράγμα που δεν έκανε ποτέ».
Όπως δημοσιεύθηκε στην “ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ” που κυκλοφορεί